Γράφει η Δέσποινα Χ. Ποικιλίδου
Ζωγράφος – Λογοτέχνης
Αυτή, η συντροφιά της κάθε μοναξιάς.
Αυτό το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας.
Αυτό το μέσο της μετάδοσης της γνώσης και της πληροφόρησης, στην εποχή της εικόνας…
Η νέα γενιά δεν μπορεί να καταλάβει πως ζούσαν οι άνθρωποι χωρίς αυτήν την τεχνολογία της μικρής οθόνης.
Η δική μου όμως γενιά γνωρίζει, διότι έζησε αυτήν την μεταβατική χρονική περίοδο, με οι αυτό συνεπάγεται.
Θέλετε λοιπόν να σας αφηγηθώ πως ζούσαν οι άνθρωποι της εποχής μου, τις κουραστικές μέρες του καλοκαιριού και τις κρύες νύχτες του χειμώνα;
Το καλοκαίρι, σκληρή δουλειά έξω στις αυλές, στους κήπους και στα χωράφια.
Ο αγρότης όργωνε τη γη και την πότιζε με τον … ιδρώτα του, κι εκείνη για ανταμοιβή, του γέμιζε τα κοφίνια και τα’ αμπάρια με καρπούς.
Η κυρά στο σπίτι φρόντιζε τα παιδιά, να πλένει τη μπουγάδα με το χέρι, να ζυμώνει το ψωμί τους, ν’ αρμέγει τις αγελάδες, να χτυπάει το γιαούρτι και να βγάζει βούτυρο, φρέσκο και λαχταριστό, και να το βάζει σ΄ ένα κομμάτι ζεστό ψωμί που μόλις έβγαλε από το φούρνο της αυλής και να μοσχοβολά η γειτονιά. Άλλο να σας το λέω και άλλο να το γευτείτε.
Κι έπειτα μαζεύονταν τα γερόντια κι έκαναν μουχαμπέτι.
Κι εγώ, μικρό παιδάκι τότε τους έψηνα ζεστό καφέ και άκουγα τις ιστορίες τους, για τις χαμένες πατρίδες! Έτσι περνούσαν οι ώρες τους.
Νοσταλγικά και ταπεινά.
Κι εγώ, αναμοχλεύοντας τις μνήμες εκείνες. Τελευταία, κάθισα κι έγραψα στα ποντιακά το ποιηματάκι που ακολουθεί:
Ση σπιτί’ μουν την αυλή,
εμαζεύταν τα γερόντε,
να εφτάνε μουχαπέτ,
για τα παλαιά τα χρόνε.
Για τ’ αργυρά τα χρόνε
Και τα ζαμάνε, έλεγαν,
Σα παρχάρε πως εζήναν,
Ανιστόρναν κι έκλαιγαν.
Μικρό κορτσόπο έμνε κ’ εγώ,
κ’ επήν’ ατς τα καϊβέδες
τα μεσέλε του έκουγα,
τ’ εζήναν τα σεβτάδες.
Άλλο μίαν σην αυλήμ’
σο πεγάδιμ’ σο φουρνίμ’
κρύο νερό να έπινα,
ζεστό ψωμί να έτρωγα.
Ντ’ έμνωστο έτον το ψωμί,
Με το βούτορον απές,
Εσκουντούλιζε η αυλή μ’
Κι εσύ, πα, πέι ίντεν θελ’ τα.
Τηλεόραση; Λέξη άγνωστη. Ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα, δεν μπορούσαμε να την φανταστούμε.
Το πολύ πολύ ακούγαμε … ραδιόφωνο.
Και αν κάποιος μπορούσε ν’ αγοράσει ένα, πήγαινε και η υπόλοιπη γειτονιά, θυμάμαι, ν’ ακούει την εκπομπή, «η Κύπρος μας». Μέχρι εκεί.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε και κάποια στιγμή, μάθαμε πως, εκεί στη μακρινή Αμερική, κυκλοφόρησε μια συσκευή με μια μικρή οθόνη που την είχανε στα σπίτια τους και μαζεύονταν όλη η οικογένεια και παρακολουθούσε κάποιες περιορισμένες εκπομπές, μικρού βεληνεκούς.
Τώρα πλέον μέσω δορυφόρου, βλέπεις τι γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου.
Όταν πρωτοήρθε εδώ η τηλεόραση, εξέπεμπε από την Υ.Ε.Ν.Ε.Δ και είχε περιορισμένη εμβέλεια.
Τότε είχαμε εδώ μια ευαγγελίστρια την κ. Ανέτα Μποσταντζόγλου,. η οποία ήταν βαθιά γνώστης της Αγίας Γραφής.
Η σύζυγος του ποιμένα μας του αιδ. Αργου Ζωδιάτη, η κυρία Βικτωρία, μας προσκάλεσε στο σπίτι της, σε ομάδες για συντροφιά και επικοινωνία μεταξύ μας.
Τότε ακούσαμε για την τηλεόραση και κάποια στιγμή η κυρία Ανέτα μας λέει: ξέρετε κορίτσια, πως στην Αγία Γραφή αναφέρει για την τηλεόραση;
Εμείς μείναμε με το στόμα ανοιχτό.
Πώς είναι δυνατό;
Τότε εκείνη μας παρέπεμψε στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννη κεφάλαιο ια’ 1-13, όπου αναφέρει για τους δύο μάρτυρες που έστειλε ο Θεός να προφητεύσουν χίλιες διακόσιες εξήντα μέρες και να κάνουν θαύματα. Τους έδωσε εξουσία να μεταβάλουν τα ύδατα σε αίμα και να πληγώσουν τους ανθρώπους όπως θέλουν. Κατόπιν, θα τους θανατώσει, λέει, το θηρίο που θ’ ανέβει από την άβυσσο και τα πτώματά τους θα κείτονται στην πλατεία της πόλεως της μεγάλης, ημέρες τρεις και μισή και θα τα βλέπουν όλοι οι άνθρωποι από κάθε λαό και φυλή και γλώσσα… (Διαβάστε την περικοπή και θα εκπλαγείτε)
Με ποιο τρόπο θα τα βλέπουν; Φυσικά με την τηλεόραση.
Όταν όμως τα έλεγε αυτά η κυρία Ανέτα, η Υ.Ε.Ν.Ε.Δ, εξέπεμπε το πολύ μέχρι εδώ, μα σε σύντομο χρόνο μέσω δορυφόρων, έχουμε παγκόσμια λήψη. Ο καιρός γαρ εγγύς…
Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου.
Τι άλλο είδα στην Τ.Ι.Β.Ι;
Είδα μια ταινία συναρπαστική από την εποχή της δουλείας στην Αμερική.
Άνθρωποι εξαθλιωμένοι, να τους απαγάγουν κάποιοι δουλέμποροι, κάποια ανθρωπόμορφα τέρατα και να τους πουλούν σαν τα ζώα και ακόμα χειρότερα.
Τον συγκεκριμένο νέγρο που έβλεπα στην ταινία, τον απήγαγαν για δεύτερη φορά από την οικογένειά του, για να δουλεύει στις απέραντες φυτείες τους κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Μία νέγρα που πήγε σε διπλανό κτήμα να δουλέψει κρυφά, για να της δώσουν ένα σαπούνι με στη χούφτα της για να πλυθεί, το πλήρωσε με άγριο μαστίγωμα που της έκαναν βαθιές ουλές.
Μαστίγιο και βιασμοί καθημερινά άνευ λόγου!
Αυτές είναι οι μαύρες σελίδες της ιστορίας της Αμερικής. Γιατί να υπάρχει τόση κακία στον κόσμο Θεέ μου; Γιατί;
Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι αθώοι, αγνοί και καθαροί που τους έπιασαν με λάσο δια της βίας, από εκεί που ζούσαν στη ζούγκλα, φτωχοί πλην ελεύθεροι σαν τις ζέβρες και κυνηγούσαν για την τροφή τους και τους πουλούσαν σαν τα ζώα να δουλεύουν τη γη των κατακτητών της Αμερικής, παραδόξως πως, σήμερα κυβερνούν τη χώρα και την δοξάζουν σε όλα τα επίπεδα. Πώς αλλάζουν οι καιροί!…
Μα πέρα απ’ όλα αυτά, μέσα στην μεγάλη τους απελπισία, άκουσαν και για έναν Θεό της αγάπης, της παρηγοριάς και του ελέους, πιάστηκαν απ’ Αυτόν και με τις καλές τους φωνές, έψαλαν τα περίφημα σπιρίτσουαλς. Ποιος δεν τ’ άκουσε και δεν συγκινήθηκε…
Στην αιωνιότητα μας περιμένουν μεγάλες εκπλήξεις! Χαρά σ’ εκείνον που θ’ ακούσει το: εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ,,, και, ότι εκάματε εις ένα των αδελφών μου τούτων των ελαχίστων, εις εμέ εκάματε.
Και αλί σ’ εκείνον που θ’ ακούσει το: υπάγετε απ’ εμού, δεν σας γνωρίζω …
Εύχομαι σε όλους μας ν’ ακούσουμε το εύγε.
Γλωσσάρι
Μουχαπέτ = κουβέντα
Ζαμάνε = καιροί
Παρχάρε = εξοχή
Ανιστόρναν = εξιστορούσαν
Κορτσόπο = κοριτσάκι
Έμνε = ήμουν
Επήν’ ατς = τους έκανα
Μεσέλε = παραμύθια
Εζήναν = ζούσαν
Σεβντάδες = έρωτες
Έμνωστο = νόστιμο
Έτον = ήταν
Απές = μέσα
Εσκουντούλιζε = μοσχοβολύσε
Ίντεν = ότι