Να’ναι καλά οι αλκυόνες που, μέσ’ τον παγερό Γενάρη, ικέτεψαν τον Δία να στείλει τον λαμπερό του ήλιο κι έτσι, με υποταγμένο το κρύο στα θελήματά του, εκείνες να γεννήσουν τα πολυπόθητα αυγά τους στα θαλασσοδαρμένα βράχια και οι μέρες να λούζονται από το φως του, χωρίς να μπορούν να κρύβουν την ποθούμενη χαρά τους.
Στους κήπους και στα παρτέρια, μέρες τώρα, αποξεραθήκαν οι πετούνιες, οι βασιλικοί, τα χρυσάνθεμα, οι κατιφέδες και ευκαιρία για λίγη περιποίηση, για μιαν άλλη ομορφιά.
Κάθε λουλούδι κι ένα σβησμένο χαμόγελο του Μάη.
Κάθε κλωνί κι ένα κρυμμένο όνειρο του Απρίλη και κάθε μαραμένο ανθί γλυκιά ανάμνηση ενός αθώου παιχνιδιού στα τρυφερά χέρια ενός αθώου μικρού παιδιού, πες γλυκόψυχου εγγονού.
Όχι δεν χαθήκαν τα λουλούδια, γιατί έχουν ξεραθεί. Δεν έλειψε η αναπνοούλα τους σαν από κάποια ανακοπή.
Απλά κοιμηθήκαν τον ύπνο του χειμώνα, τον βαθύ. Κάποια κρύβονται μέσα στο τοσοδούλι τους σπυρί και κάποια προβάλλουν νέα φύλλα στα ριζά.
Κι όση θλίψη, όση καταχνιά, κι αν έχει στάξει πάνω τους ο χειμώνας, εκείνα δείχνουν να καρτερούν υπομονετικά της Περσεφόνης τα ανοιξιάτικα πανηγύρια, τα ανάκατα με της Λαμπρής τα χρώματα και του σπίνου τα τρελά τραγούδια.
Του Γιάννη Β. Ευσταθιάδη
πρ. Σχολικού Συμβούλου
Α/θμιας Εκ/σης