Στο τρίτο μέρος του βιβλίου «Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης» αναπτύσσεται από τον Βλάση Αγτζίδη μια ελληνική περίπτωση, απωθημένη και διαστρεβλωμένη από την κυρίαρχη εκδοχή, που σχετίζεται με τις πλέον σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας και αφορά τις πορείες των Ποντίων, αλλά και των υπόλοιπων προσφύγων του ’22, στην Ελλάδα και στη Σοβιετική Ένωση.
του Αντώνη Κάλφα
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά το ’22 ένα διεκδικητικό προσφυγικό κίνημα, το οποίο επιζητούσε να αναδείξει εντέχνως ξεχασμένα ιστορικά ζητήματα, τα οποία όμως είχαν προκαλέσει μεγάλης έντασης Τραύματα στους προσφυγικούς πληθυσμούς. Το ζήτημα αιχμής που πρόβαλαν οι ποντιακές-προσφυγικές οργανώσεις ήταν το ζήτημα της Γενοκτονίας που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός στην Ανατολή κατά τη διαδικασία δημιουργίας του τουρκικού έθνους-κράτους. Το ζήτημα αυτό -που σήμερα αποδέχονται και τεκμηριώνουν οι αντικεμαλικοί Τούρκοι ιστορικοί- προκάλεσε μια πρωτοφανούς έκτασης αμφισβήτηση των προσφύγων στην Ελλάδα με την ενοχοποίηση της δικής τους ιστορικής ερμηνείας.
Αν αυτό είναι το ιστορικό υπόστρωμα της δουλειάς του Αγτζίδη, η ενασχόληση με την τραυματική μνήμη δηλαδή, ο ίδιος ως μέλος της γενιάς του 1980 βίωνε παράλληλα και άλλου είδους μνήμες: όχι μόνο εκείνες του ποντιακού ελληνισμού αλλά και τις μνήμες ενός πολιτισμού που χάθηκε και ο οποίος ωστόσο σε αρκετούς πίνακές του ζητάει και απαιτεί την εικονιστική δικαίωση (βλ. του πίνακες Αντάρτης του Πόντου αλλά και το θαυμάσιο ιμπρεσσιονιστικό τοπίο της καταστροφής της Σμύρνης).
Ο Αγτζίδης σε αυτή του την εικαστική αναδρομική έκθεση (είχε φιλοξενηθεί πέρυσι για έναν μήνα στην ωραία γκαλερί Υδρία της Θεσσαλονίκης) καταθέτει ωστόσο και άλλες πτυχές του ταλέντου του. Πολύ σωστά η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά μιλά για «σχεδιομορφώματα» του Βλάση Αγτζίδη –που άλλοτε θυμίζουν «εικονογράμματα»– «κάποιες θαρρείς σελίδες από αθέατα μέχρι σήμερα Ημερολόγια ενός δικού του εικαστικού Καταστρώματος, καθώς τα έχει εκείνος διαμορφώσει κατά την διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος, ως πάρεργα».
Αυτά τα ταξίδια του Αγτζίδη μπορεί να τα δούμε σαν σταθμούς σε μια πορεία πειραματισμού, ψυχικής και συγκινησιακής εκτόνωσης, με χρώματα και τόνους δυναμικούς, με γραφιστικές και γεωμετρικές αφαιρέσεις, σε μια προσπάθεια να βγάλει από μέσα του τη δική του διαδρομή των εμπειριών ενός πολυσύνθετου και εντατικού ιδιωτικού βίου—των μαθηματικών εμπειριών μη εξαιρουμένων.
Πολύ σωστά και πάλι η Αθηνά Σχινά παρατηρεί με ευαισθησία: «Ο θεατής τα παρακολουθεί αυτά τα ακηδεμόνευτα κι αχαρτογράφητα «μορφώματα», σαν σινιάλα φάρων στο πέλαγος ή σαν άγνωστα μουσικά κλειδιά, προσπαθώντας μέσα από αυτά να αφουγκραστεί, να διαισθανθεί και να αποκωδικοποιήσει τις άτυπές τους νότες ή συλλαβές, που κρύβουν συγκερασμούς θαρρεί κανείς από αφαιρετικές και μετουσιωτικές διαδρομές και περιπέτειες, ιστορήματα και μυθεύματα».
«Η τέχνη», έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης, «είναι μια απέραντη αλληλεγγύη». Οι πίνακες ζωγραφικής του Βλάση Αγτζίδη επαινούν αυτήν την δημοκρατική αλληλεγγύη των ειδών, αφού ιστορικά και ιδιωτικά συμβάντα, μικρόκοσμος και ιστορικός χρόνος, βιωμένες εμπειρίες, εικαστικές αναγνώσεις και ανθρώπινος χώρος, συνομιλούν μεταξύ τους. Οι μνήμες του ατομικού μας φορτίου λοιπόν, μας λέει ο Αγτζίδης, αλλά και το συλλογικό εμείς, δεν βρίσκονται σε διάσταση αλλά ισορροπούν και «αποτυπώνουν στιγμές και διαθέσεις του ατομικού και συλλογικού υποσυνειδήτου».