Του Γιάννη Κορομήλη
Παππού, του είπα, δώσ’ μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Ήταν η φωνή σου, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε!
Το απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη: «Αναφορά στο Γκρέκο». Τον μεγάλου Κρητικό Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Ήρθε στη σκέψη καθώς αναλογιζόμουν πως άραγε θα μπορούσαμε να βγούμε από τον άγριο γκρεμό στον οποίο μας έριξε ο φιλοτομαρισμός των ηγητόρων μας και σ’ ένα βαθμό και τα δικά μας λάθη. Στα οποία πολλές φορές αναφερθήκαμε και περιττεύει μια ακόμη υπόμνηση τους.
Εξάλλου τα βιώνουμε καθημερινά όλοι μας σχεδόν. Τα ξέρουμε δηλαδή από «πρώτο χέρι».
Εκείνο που αξίζει να δούμε με μεγαλύτερη προσοχή είναι οι δύο προσταγές του «Παππού». «Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…» και «Φτάσε όπου δεν μπορείς». Σε μια πρώτη ανάγνωση θα σχημάτιζε κανείς τη γνώμη πως αντιφάσκουν. Θα μπορούσε δε ενδεχομένως να εκλάβει τη δεύτερη ως σχήμα οξύμωρον. Θα αναρωτιόταν ίσως: μπορεί κανείς να φτάσει εκεί που δεν μπορεί;
Ας πλησιάσουμε περισσότερο. Το «φτάσε όπου μπορείς», είναι απλό, κατανοητό. Αυτονόητο θα λέγαμε. Όλοι μας φτάνουμε εκεί που μπορούμε. Πολλές φορές μάλιστα δεν φτάνουμε ούτε κι εκεί. Ενώ δηλαδή ο Θεός μας προίκισε με προσόντα και ταλέντα που θα μας βοηθούσαν – αν τα αξιοποιούσαμε σωστά – να μας ανεβάσουν σ’ ένα αξιέπαινο ύψος (πνευματικό, επιστημονικό, δημιουργικό γενικά) πολλών από μας, από αδιαφορία ή τεμπελιά ή λάθος πεποιθήσεις, αφήνουμε αυτό τα δώρα του Θεού, να μαραζώσουν.
Την πρώτη λοιπόν προσταγή μπορεί να τη δεχθούμε ως παραίνεση να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο ει δυνατό βαθμό τις όποιες δυνατότητες και ικανότητες διαθέτουμε. Τη δεύτερη όμως; «Φτάσε όπου δεν μπορείς». Οξύμωρο σχήμα. Δηλαδή ασύμβατοι και αλληλοαναιρούμενοι όροι χρησιμοποιούνται μαζί και εκφράζουν ένα λογικό νόημα. Ο Καζαντζάκης μάλιστα θεωρεί, όπως γράφει: «Κανένας στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ παππού ανεχόρταγε».
Ας θυμηθούμε το σοφό Ηράκλειτο. Η πιο γνωστή, σ’ όλο τον κόσμο ρήση του είναι: «τα πάντα ρει», όλα ρέουν. Όλα αλλάζουν. Συμπληρωματικά, δε: Όλα αλλάζουν, πλην του νόμου της αλλαγής». Τι σημαίνει αυτό; Σ’ αυτόν τον κόσμο τίποτε «ζωντανό» δεν μένει στάσιμο. Κίνηση σημαίνει ζωή. Στασιμότητα θάνατο. Ο ανθρώπινος οργανισμός όσο είναι ζωντανός αλλάζει συνεχώς. Τα κοντά στα 100 τρισεκατομμύρια (!) κύτταρα τον αλλάζουν σε συνεχώς διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Από λίγη μέχρι και χρόνια. Σε εφτά χρόνια έχουν αντικατασταθεί όλα σχεδόν τα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού.
Κι ο τρόπος σκέψης, οι πεποιθήσεις αλλάζουν. Οι δεξιότητες που χρησιμοποιούνται βελτιώνονται. Έτσι εκεί που σήμερα δεν έχω το πνευματικό υπόβαθρο ή τις απαιτούμενες ικανότητες να φτάσω αύριο, του χρόνου ή μετά από λίγα ή πολλά χρόνια προσπάθειας κι αγών μπορώ να φτάσω. Όταν λοιπόν λέει ο Ν. Καζαντζάκης: «φτάσε όπου δεν μπορείς» εννοεί όπου τώρα δεν μπορείς να φτάσεις αγωνίσου να βελτιωθείς ώστε μετά από καιρό να μπορείς.
Για όσους πιθανώς αναρωτιούνται: Γιατί τόσος λόγος στο συγκεκριμένο απόσπασμα του Ν.Κ, η απάντηση είναι: Διότι στη δυσάρεστη οικονομική κατάσταση που βρισκόμαστε, στα τραγικά αδιέξοδα που μας οδήγησαν σίγουρα οι περισσότεροι καταλάβαμε καλά πως «δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού/ και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα»/ Δεν ωφελεί να κλαίμε τη μοίρα μας και ανήμποροι να παρακολουθούμε την καταστροφική μας πορεία προς τον αφανισμό μας ως έθνος. Πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ως λαός τίποτα. Λάθος. Μπορούμε. Μπορούμε «να φτάσουμε όπου – προς το παρόν νομίζουμε πως – δεν μπορούμε».
Συνεχίζεται