Του Γιάννη Κορομήλη
Είμαστε οι περισσότεροι Νεοέλληνες, σε οικτρή οικονομική κατάσταση. Οι φόροι – άμεσοι και έμμεσοι – από τη μια μεριά, η ανεργία – που πιάνοντας ύψος ρεκόρ κρατάει για χρόνια επάξια την πρώτη θέση στη Ζώνη του ευρώ- και το κουτσούρεμα των μισθών και συντάξεων από την άλλη, οδήγησαν σε τραγικά αδιέξοδα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Αδιέξοδα που αναφέρονται ακόμα και στην έλλειψη των ειδών πρώτης ανάγκης.
Παρά ταύτα η σημερινή κυβέρνηση με το τρίτο και χειρότερο από τα δύο προηγούμενα μνημόνιο επιβάλλει και νέους φόρους, κυρίως έμμεσους συνεχώς. Και δεν πρόκειται (ούτε τον επόμενο ούτε το μεθεπόμενο χρόνο να σταματήσει την εναντίον μας φοροκαταιγίδα.
Ευθύνεται, θα πείτε, η οικονομική κρίση που μαστίζει τη Δύση, κι όχι μόνο, τα τελευταία χρόνια. Ασφαλώς. Όμως μ’ εμάς το κακό έχει παραγίνει. Κι άλλες δυτικές χώρες μπήκαν σε ανάλογα ή και χειρότερα μνημόνια ( Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος) όμως, σε αντίθεση μ’ εμάς βγήκαν ήδη στις αγορές και ακολουθούν πλέον πορεία ανάπτυξης. Γιατί αυτοί, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες ( Ιταλία, Ισπανία) που δεν δέχθηκαν μεν την εφαρμογή μνημονίων τα κατάφεραν όμως πολύ καλύτερα από μας.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιόμαστε: Τι μας φταίει; Ή (το γνωστό) «Τις πταίει» του Τρικούπη; Σίγουρα φταίνε οι κυβερνήσεις μας. Αφού αυτές είχαν και έχουν το καθήκον να μεριμνούν για την σωστή και κατά το δυνατόν δίκαιη πορεία της χώρας . Τα κόμματα, όλα ανεξαιρέτως. Το καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες που τα έδωσε ο λαός με την ψήφο του και τις ικανότητες της ηγεσίας και των στελεχών του.
Φταίμε όμως κι εμείς. Όχι όλοι. Και ούτε όλοι στον ίδιο βαθμό. Το «μαζί τα φάγαμε», που απηύθυνε προ αρκετών ετών ο Θ. Πάγκαλος σε πολίτες , ήταν αληθές μερικώς. Οι πελατειακές σχέσεις είναι γνωστές και αναφέρονται σε κυβερνητικά ή κομματικά στελέχη αλλά και σε τμήμα (μικρό σχετικά) του λαού. Ετσι η μεγαλύτερη ευθύνη βαρύνει τα κόμματα. Βαρύνει επίσης τους φοροφυγάδες, τους ασκούντες την παραοικονομία επωφελούμενοι οι ίδιοι. Πάντως ο απλός κοσμάκης που συνήθως «πληρώνει τη νύφη» δεν φταίει ή ίσως φταίει από άγνοια. Που ψηφίζει δηλαδή λάθος κόμματα ή υποψηφίους ή που παρασύρεται από τους λαϊκιστές και τους λαοπλάνους. «Ου γα είδε τι ποιεί». Αλλά και για την άγνοια του οι πολιτικοί έχουν την ευθύνη.
Το χειρότερο είναι πως οι πολιτικοί έκαναν και το Σύνταγμα και τους νόμους στα μέτρα τους. Σε τρόπο ώστε να μην τιμωρούνται για τις παρανομίες τους. Έτσι κάνουν ότι κάνουν – όχι βέβαια όλοι, αλλά πολλοί απ’ αυτούς – χωρίς να φοβούνται την τιμωρία και τους νόμους. Ποιος τιμωρήθηκε μήπως; Η περίπτωση Τσοχατζόπουλου αποκλείει την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Πάντα ο λαός την πληρώνει. Οι πολιτικοί φροντίζουν για τον εαυτό τους. Δικαιολογημένα λοιπόν έφτασαν στην απόγνωση και στην οργή. Δυστυχώς μη μπορώντας να ελέγξουν αυτά τα ισχυρά αρνητικά συναισθήματα, ψήφισαν κόμματα των άκρων. Το είδαμε αυτό και επί «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» και με την εκλογή Τσίπρα και συν αυτώ, και τελευταία με την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ. Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι ασφαλώς ίδιες ούτε ίδιων συνεπειών. Αποδεικνύουν όμως ένα πράγμα, την απόσταση του κόσμου από τα κόμματα. Αποδεικνύουν την απογοήτευση της κοινωνίας από τα κόμματα και γενικότερα από το «σύστημα» τις ελίτ. Και αναζητούν, όχι μόνο η δική μας κοινωνία, αλλά πολλών άλλων χωρών το νέο, το καινούργιο που όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα.Συνεχίζεται