– Άντε καλό μήνα και τα τοιαύτα…
– Καλό μήνα βρε! Με υγεία και ηρεμία!
– Λίγο πολύ, από όλα θα έχει ο μπαξές, ήδη τα πρώτα δείγματα έκαναν την εμφάνιση τους, θα πέσει γέλιο και κλάμα κι αλίμονο μας πια, εμπρός ορμάτε αδέρφια!
– Τι είναι αυτό το ορμάτε αδέρφια;
– Μην πάει το μυαλό σου πουθενά, εννοώ βουρ στο ψητό, να αλλάξει λίγο η διάθεσή μας, διότι λίγο το έχεις να είσαι από καλοκαίρι, από διακοπές, από μακροβούτια, από τσιπουράκια, από ξενύχτια, για να πέσουμε στα μαλακά βρε, διότι όλο και κάτι μουρμουράει, τα κόμματα έχουν μια ηρεμία και μια ανατροφοδότηση για τα περαιτέρω, η αντιπολίτευση λίγο πολύ άφαντη, διότι και αυτή πάντα χρειάζεται και βλέπουμε και πιάνουμε το τραγούδι από την αρχή!
– Μια χαρά τα λες, μπρε!
– Εσύ καλά είσαι;
– Μια χαρά, ξέμεινα λίγο από λεφτά αλλά δεν βαριέσαι..
– Δεν θέλω να ξανακούσω αυτό το δεν βαριέσαι, είναι πεσιμιστικό, είναι απελπισίας, είναι μιζέριας, είναι… δεν αντέχω να το ακούω, ψηλά το κεφάλι!
– Καλά, δεν θα το ξαναπώ…
– Έτσι μπράβο! Τέτοια θέλω να ακούω!
– Και γιατί ξέμεινες;
– Όσο να πεις, καλοκαίρι, να από δω να από κει, γιατί μετά θα κλειδωθούμε μέσα!
– Καλά, δεν άκουσες τους μεγάλους, μην πάτε πουθενά; Να τους ακούς! Ξέρουν αυτοί! Να γιατί την πάτησες! Να τους ακούς, γι αυτό τους έχουμε! Κάτσε σπιτάκι σου, όπως έκανα εγώ, και είχα την ησυχία μου…
– Και δεν ξέμεινες;
– Όχι, για να ξεμείνω πρέπει και να έχω, εγώ δεν είχα, οπότε τι να ξεμείνω; Ήμουν ξεμένων παλαιόθεν!
– Και;
– Δεν έχει και! Κάθεσαι σπίτι γιατί μπορεί να έμπαινες και στο πειρασμό για κανένα διακοποδάνειο και μετά κλάφτα Χαράλαμπε! Διότι όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες, και ξες πως τσιμπούν οι άτιμες! Μετά τρεχάτε ποδαράκια μου, γλιστράς πέφτεις κάτω και σε μαζεύουν με το φορείο! Μετά ξέρεις…, τα γνωστά!
– Αχ, ρε πως τα λες! Και απορώ πως γίνεται κάθε φορά να έχεις δίκιο!
– Δεν θέλω αμφισβητήσεις!
– Α, καλά που το θυμήθηκα! Ο Πολάκης πήγε στον γάμο; Έμαθες τίποτα;