Αρχαία Ελλάδα ελληνική γλώσσα 18.3.2021
Ποντιακή διάλεκτος
Έλληνες είναι ο αρχαίος λαός που κατοίκησε όλην τη Χερσόνησο του Αίμου και διακτινίστηκε ως τον Δούναβη, τα παράλια του Εύξεινου Πόντου ως την Κριμαία την τοτινή Σταυρίδα και εγκαταστάθηκε εκεί σε πόλεις ευνοημένες και πλούσιες. Εξαπλώθηκε στην Μικρά Ασία, την Φοινίκη, την Λιβύη, την Αίγυπτο στις Ηράκλειες στήλες, το σημερινό Γιβραλτάρ, την Ιβηρική χερσόνησο, την Νότια Γαλλία, την νότια Ιταλία και σχημάτισε την Μεγάλη Ελλάδα. Κατόπιν ανατολικά από την Μικρά Ασία ανέβηκαν και αποίκησαν τα νότια παράλια του Ευξείνου, πέρασαν απέναντι στα ανατολικά παράλια. Από όπου περνούσαν ίδρυαν πόλεις οργανωμένες που χρησίμευαν σαν λιμάνια για τις εμπορικές τους επιχειρήσεις! Ήταν οι έμποροι των εθνών εκείνης της εποχής εκτελούσαν όλο το διακομηστικό εμπόριο όλης της Μεσόγειου και Ευξείνου πόντου. Τροφοδοτούσαν ξυλεία την Μινωική Κρήτη, την Αίγυπτο, την Μυκήνα, τις Κυκλάδες με τα γρήγορα πλοία τους, σιτηρά από την Σκυθία στην Κριμαία την Λαζική χερσόνησο δίπλα στην Τραπεζούντα, περιοχή, που ήταν ο σιτοβολώνας και της Ελλάδας και του Βυζαντίου αργότερα. Δεν τους τρόμαζαν τα στοιχεία που φυλάγουν αυτούς τους τόπους και τιμωρούσαν τους θρασείς. Ούτε οι Κύκλωπες ούτε η Σκύλα και η Χάρυβδη τους τρόμαξαν, ξεπέρασαν και τις συμπληγάδες και άνοιξαν δρόμους παντού. Ίδρυσαν πρώτα σταθμούς και μετά πόλεις οχυρές. Όλη η παραμεσογειακή λεκάνη στα παράλια και την ενδοχώρα είναι χώροι όπου δραστηριοπετούνται οι έλληνες μεταφέροντας ιδέες και προϊόντα. Ό,τι παίρνουν το μετουσιώνουν και το αφομοιώνουν σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και τον δικό τους πολιτισμό. Ο Παρθενώνας αντέγραψε τους ναούς της ερήμου στην Αίγυπτο, αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτούς. Η ιδιοσυγκρασία των αρχιτεκτόνων και το διαφορετικό μικρό τοπίο έδωσαν ένα έργο κομψοτέχνημα μινιατούρα που δεν έχει καμία σχέση με το πρωτότυπο. Πήραν πολλά από τους γύρω, μα τα ζύμωσαν στον δικό τους κυκεώνα και ανέδωσαν κάτι καινούριο, ξένο από το δικό τους, ωραίο και φωτεινό κάτι που θα αντέξει στον χρόνο και θα ταιριάζει σαν κόσμημα στο χώρο. Όλα τα πράγματα, ναοί, αγάλματα, αγγεία χρηστικά και διακοσμητικά είναι εναρμονισμένα με το κλίμα και τον χώρο και τις πνευματικές ανάγκες των κατοίκων του τόπου. Τίποτε δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου, τίποτε δεν φαίνεται ξένο. Η φωνητική τους εύηχη. Οι συλλαβές αποτελούνται από ένα φωνήεν και ένα το πολύ δύο σύμφωνα. Ούτε πολλά σύμφωνα να συστρέφει τη γλώσσα κατά την προφορά, ούτε πολλά φωνήεντα ώστε να δημιουργείται χασμωδία και να μένει αντιαισθητικά το στόμα ανοιχτό. Και αυτήν την γλώσσα την διέσπειραν όπου έφτασαν έτσι όταν ο λόγος χρειάστηκε να γίνει και γραπτός επέλεξαν το φοινικικό αλφάβητο, το εμπλούτισαν με κάποια επιπλέον γράμματα και το έκαναν όργανο σκέψης, συναισθημάτων και αποτύπωσαν με αυτό τις ανυπέρβλητες ιδέες τους.
Η γλώσσα τους εμπλουτισμένη από την πελασγική, την γλώσσα των πρωτοελλήνων, εξαπλώθηκε σε όλες τις αποικίες που ίδρυσαν και εξελίχτηκε αδιάπτωτα ως τις ημέρες μας.
Τα αρχαία ελληνικά φύλα, οι Δωριείς που εξαπλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα με κέντρο την Σπάρτη, παρέμειναν στα βόρειο δυτικά, ήπειρο και Μακεδονία. Οι Αιολείς κατοικούσαν την Θεσσαλία, οι Ίωνες την Στερεά και Αττική και επικράτησαν γλωσσικά σε όλη την Ελλάδα. Οι Αχαιοί κατέλαβαν την βορειοδυτική Πελοπόννησο και την Κύπρο. Οι Αρκάδες την Αρκαδία και την Κύπρο.
Η επικοινωνία των φύλων μεταξύ τους ήταν δύσκολη λόγω των μεγάλων ορεινών όγκων που καταλαμβάνουν όλο τον ελλαδικό κορμό και της θάλασσας που τους απομονώνει. Οι λίγες πεδιάδες δεν ήταν αρκετές για την επιβίωσή τους και τους ανάγκασαν να αναζητήσουν γόνιμα εδάφη πέρα από τη θάλασσα που τους περιέβαλε. Κατασκεύασαν λοιπόν πλοία ποντοπόρα και βγήκαν σε αναζήτηση πόρων. Η Αιολίδα και η Ιωνία στα απέναντι μικρασιατικά παράλια είναι οι πρώτες τους αποικίες, ενώ τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος καθώς και η Κρήτη κατακλύσθηκαν από τους Δωριείς. Η επικρατέστερη από τις διαλέκτους ήταν η Ιωνική Αττική που καθιερώθηκε σαν επίσημη γλώσσα όλων των Ελλήνων και σε αυτήν γράφτηκαν οι τραγωδίες, η ιστορία, η ρητορική και η φιλοσοφία και αυτή διαδόθηκε σε όλη την Ασία με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτή είναι η Κοινή ή ελληνιστική που πέρασε μέσα από την ρωμαιοκρατία στο Βυζάντιο. Εμπλουτίστηκε από την λατινική, την πληθώρα καινούργιων λέξεων με τον χριστιανισμό που άλλαξαν σημασία. Διαφοροποιήθηκε φωνητικά και συντακτικά από τους κατακτημένους λαούς, καταργήθηκε η προσωδία και άρχισαν τα ορθογραφικά λάθη και από ξένους μα και από έλληνες. Στα βυζαντινά χρόνια συντελέστηκαν οι μεγάλες αλλαγές τον 9ο αιώνα. Έτσι δημιουργήθηκαν οι νέες ελληνικές διάλεκτοι. Η Κυπριακή – η Κρητική – η Αρκαδική Τσακωνική, η Κατωϊταλική είναι η Ποντιακή.
Οι Αττικιστές τον πρώτο αιώνα έκαναν μια προσπάθεια να επαναφέρουν την Αττική διάλεκτο και έγραψαν σε μια αττικίζουσα γλώσσα με συντακτικά λάθη φυσικά. Δημιούργησαν έτσι μια διγλωσσία που συνεχίστηκε στους Βυζαντινούς λογίους και έφτασε ως τις μέρες μας με την αρχαίζουσα – καθαρεύουσα. Ο Αττικισμός όμως έσβησε. Οι απομακρυσμένες περιοχές δεν παρακολούθησαν αυτήν την εξέλιξη και έμειναν προσκολλημένες στην αρχαία ελληνική και διαμορφώθηκε πλέον η νέα ελληνική γλώσσα.
Ποντιακή διάλεκτος. Ο Πόντος αποικίστηκε από Ίωνες Μηλισίους και Δωριείς που επέβαλαν την δωρική διάλεκτο, που επικράτησε σε όλα τα παράλια από την Σινώπη έως την Τραπεζούντα και την Λαζική χερσόνησο. Έτσι δημιουργήθηκε η ποντιακή διάλεκτος που παρουσιάζει πολλά ιδιώματα βέβαια αλλά δεν εμποδίζουν την επικοινωνία μεταξύ ανατολικών και δυτικών ποντίων, εκτός από τους τουρκόφωνους.
Η ποντιακή διάλεκτος διατηρεί σχεδόν ανέπαφες αρχαίες λέξεις, (λελεύω, φέρω, έγκα, ποτ(η)σον) διατηρεί την αύξηση στα ρήματα, διατηρεί το ε μακρό στη θέση του η (νύφε, έρθα, έλλαξα) διατηρεί τον β΄παθητικό αόριστο σε γα στην θέση του γην (απεφράγα, εσπάγα, εξέβα) έχει την ίδια σύνταξη και χρησιμοποιεί με τον ίδιο τρόπο τους δυνατούς και αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας με, σε, ατόν, ατηνατεν (έγκεν ατεν, δίγω σε δος με). Εμέν εκάλεσεν, εκάλεσε με με το ίδιο νόημα που έχει και η αρχαία. Και στην κλίση των ρημάτων διατηρεί αρχαίες καταλήξεις: γράψον, σπόγγισον, πλύσον). Διατηρεί το δίγαμμα ( ωυον, ωυυόν, ωνάζω).
Είναι πλούσια γλώσσα, εκφραστική και πολύ περιγραφική είναι εμπλουτισμένη και από ξένες λέξεις γειτονικών λαών, όπως συμβαίνει με όλες τις γλώσσες, προσαρμοσμένες όμως στο ελληνικό τυπικό. Άλλες είναι ήδη ελληνικές που όμως άλλαξαν μορφή.
(Τουσμανος: φαίνεται τουρκική είναι όμως η ελληνική δυσμενής τεφτέρ: είναι η ελληνική διφθέρα, το δέρμα πάνω στο οποίο έγραφαν οι έλληνες, όπως παλιότερα ήτα ο πάπυρος.
Μπορεί κανείς να γράψει ιστορία, κωμωδία, τραγωδία ακόμη και θρηνητικό άσμα στην ποντιακή.
Δυστυχώς όμως τείνει να εκλείψει. Αναζωπυρώθηκε λίγο με την άφιξη των ποντίων από τις χώρες της Σοβιετικής Ένωσης αλλά η επόμενη γενιά δεν θα μιλά πια ποντιακά. Θα μείνει μουσειακό είδος στα γραπτά κάποιων που τόλμησαν να την αποθανατίσουν.
Ακολουθεί η «Ιφιγένεια εν Ταύρος» και η «Ελένη» του Ευριπίδη μεταφρασμένες στην Ποντιακή διάλεκτο από την Σωτηρία Κοτίδου.
Κοτσίδου – Χαριτοπούλου Σωτηρία
Φιλόλογος – Συγγραφέας