Πάσχα στην Ιερουσαλήμ
Φάνυ Κουντουριανού – Μανωλοπούλου
Απρίλιος 2021
Οι τρεις φίλες από την παιδική τους ηλικία είχαν ένα όνειρο: να ταξιδέψουν στην Αγία Γη, εκεί όπου «έστησαν οι πόδες Κυρίου». Ήταν εντεκάχρονα κοριτσάκια, όταν ο δάσκαλος τούς μιλούσε με θέρμη για τον Ιησού στην ώρα των θρησκευτικών, που άναψε μέσα τους τη σπίθα της διακαούς επιθυμίας. Πρώτη το ξεστόμισε στο διάλειμμα η Αυγή: «Όταν μεγαλώσω, θα πάω στην Ιερουσαλήμ, εκεί όπου περπάτησε ο Χριστός. «κι εγώ», απάντησε αυθόρμητα η Μαρία. «Θα ΄ρθω κι εγώ μαζί σας», είπε και η Άννα. Από εκείνη την πρώτη φορά, στην αρχή το συζητούσαν συνέχεια, ύστερα σιγά – σιγά ατόνησε. Μεγάλωσαν, πήγαν για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, κάπου κάπου θυμούνταν το παιδικό όνειρο αλλά τώρα άλλα ήταν τα επείγοντα, τα καίρια, τα επιτακτικά: οι έρωτες και οι γνώσεις. Ο θαυμαστός κόσμος της ελευθερίας τούς είχε δοθεί και τον ροκάνιζαν με βουλιμία. Τον Χριστό τον είχαν εξορίσει βαθιά στα άδυτα του είναι τους. Το τάμα, που έκαναν μικρές, το είχαν λησμονήσει. Ύστερα τέλειωσαν τις σπουδές, διορίστηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, τα μεγάλωσαν, απέτισαν το κοινό χρέος τους στη ζωή κι άρχισαν από τα αβυσσαλέα βάθη της ύπαρξης να αναφύονται τα προαιώνια, θεμελιώδη ερωτήματα. «Ποιος είμαι, από πού προέρχομαι, τι υπήρχε πριν από το είναι, τι υπάρχει μετά τον θάνατο, τι είναι ο χρόνος, η αιωνιότητα, ποιος ορίζει την ανθρώπινη μοίρα.
Στις συναντήσεις τους τώρα οι τρεις φίλες δεν συζητούσαν πια για προβλήματα στη δουλειά, για πάνες και χαριτωμενιές των παιδιών τους. Τα είχαν ξεπεράσει πια αυτά. Βρίσκονταν αλλού. Στη χαοτική, φιλοσοφική αναζήτηση για απαντήσεις σε αξεδιάλυτα ερωτήματα. Στην τελευταία τους συνάντηση η Αυγή είχε θέσει το ερώτημα: «Μπορεί ο άνθρωπος να διεισδύσει στα εσώτατα του είναι του μέσα από ένα μαγευτικό ταξίδι αυτογνωσίας και να φθάσει σε κοινωνία προσώπων ή είναι αποκλεισμένος στο τραγικό του εγώ»; κι ακόμη παιδεύονταν να βρουν απαντήσεις. Κάποια στιγμή η Μαρία ανέφερε ότι οργανώνεται μια προσκυνηματική εκδρομή στους Αγίους Τόπους για το Πάσχα, τι λέτε, πάμε; Και σαν έτοιμες από καιρό, το αποφάσισαν αμέσως παρόλη τη γκρίνια των συζύγων. Ίσως εκεί όπου έζησε, έδρασε, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε ο ενσαρκωμένος Θεός, έβρισκαν απαντήσεις όχι πια με δαιδαλώδεις, νοερούς, συλλογιστικούς ακροβατισμούς αλλά με βίωμα και εμπειρία για το Δημιουργό και τα πλάσματά Του, για τις σχέσεις μεταξύ τους, για την κοινωνία προσώπων, για την αγάπη.
Έφθασαν την Κυριακή του Λαζάρου με δέος στην Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ, το κέντρο της λατρείας του ενός μόνου Θεού. Συνειδητοποιούσαν με ρίγος στη ραχοκοκκαλιά, με βαθιά συγκίνηση, με εσωτερικό θάμβος ότι βαδίζουν εκεί, όπου Εκείνος «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος», στην πόλη, όπου καταργήθηκε ο θάνατος με την Ανάσταση, στην Αγία Γη, όπου «το φως της αληθείας περιεχύθη εις τον κόσμον». Κάθε μέρα, την Εβδομάδα των Παθών, εκτός από την Ακολουθία του Νυμφίου, την οποία παρακολουθούσαν με κατάνυξη ανελλιπώς, πορεύονταν στα ίχνη του Ιησού, στον τόπο όπου διαδραματίσθηκαν τα υπερφυή γεγονότα των Παθών και της Ανάστασης.
Ανέβηκαν στο υπερώον εκείνου του φιλικού σπιτιού στο λόφο Σιών, όπου ο Αρχιποίμην Χριστός, στο Μυστικό Δείπνο, τέλεσε για πρώτη φορά και παρέδωσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Σ΄αυτό το υπερώον συγκροτήθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα, «το μικρόν ποίμνιον», εδώ με την Πεντηκοστή και την επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος γεννήθηκε η εκκλησία σ’ αυτόν, τον καθαγιασμένο τόπο εμφανίσθηκε δύο φορές μετά την Ανάσταση ο Κύριος στους μαθητές Του, οι οποίοι «ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει προσκαρτερούντες», τελούσαν την «κλάσιν του άρτου», το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, εις ανάμνησιν του Μυστικού Δείπνου. Μεγάλη η ευγνωμοσύνη για τις τρεις φίλες που αξιώθηκαν να βρεθούν εκεί.
Ακολουθώντας τα βήματα εκείνου έφθασαν στο θεοβάδιστο όρος Θαβώρ, που υψώνεται στρογγυλό, μαστοειδές, υψηλό και χλοερό, στο μέσον της Γαλιλαίας, στη βόρεια γη Χαναάν στην εύφορη κοιλάδα Ιεζράελ. Εκεί ο Ιησούς μπρος στα έκπληκτα μάτια του Πέτρου, του Ιωάννη και του Ιακώβου μεταμορφώθηκε, ο διδάσκαλός τους τους αποκαλύφθηκε ως μέγας Θεός απαστράπτων με τις εκλάμψεις του αιωνίου κάλλους Του. Όπως οι μαθητές Του διαποτίσθηκαν από την ακτινοβόλα θεότητά Του και οι τρεις φίλες ένιωσαν τη μυστηριακή ενέργεια του τόπου. Προσεύχονταν συνεχώς, εκ βαθέων, η ψυχή τους διέχεε στο χώρο μυστικούς αναπαλμούς, βοούσε προς Αυτόν, που είναι η Αλήθεια, η Ανάσταση και η Ζωή να τις μεταμορφώσει, να γίνουν καινή κτίση. Ένιωσαν κι οι τρεις και το συζήτησαν μετά, ένα γλυκό μούδιασμα και μια αστραφτερή χαρά να αναβλύζει από τα βάθη της ύπαρξής τους μαζί με μια άσφαλτη βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι ο μέγας Παρών και η φύση Του είναι η αγάπη. Ακολούθησαν με αναπεπταμένες καρδιές τα ίχνη Του και στο όρος των Μακαρισμών και στον Ιορδάνη, όπου βαπτίσθηκε από τον Ιωάννη, βάδιζαν μέσα σε παραλήρημα χαράς και αγαλλιάσεως για την τιμή ν΄αξιωθούν να πατούν στα χνάρια Εκείνου, να ψηλαφούν τους χώρους, που ακόμη φώτιζε η αύρα Του. Μπήκαν με δέος και κατάνυξη στο ναό της Αναστάσεως, που θεωρείται «μήτηρ ακκλησιών, Θεού κατοικητήριον», όπου «επιπολάζει το άγιον και ευλογημένον φως». Φλεγόταν η καρδιά, δάκρυζαν τα μάτια, έτρεμαν τα πόδια, καθώς έπεφταν να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο και το φρικτό Γολγοθά. Στέκονταν με συγκίνηση, με λαχτάρα, με καρδιοχτύπι στον τόπο, όπου έγινε η Σταύρωση. Άκουγαν τα Ευαγγέλια, πώς Εκείνος, η σαρκωμένη Αλήθεια, γυμνός, χωρίς είδος, καρφώθηκε στο ξύλο από τα πλάσματά Του κι ευλόγησε τους σταυρωτές Του, Αυτός και η οδυνώμενη αγάπη Του, ο Θεός που έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο κατά χάριν Θεό. Οι τρεις φίλες προσεύχονταν χωριστά η καθεμιά στο ταμιείον της ψυχής της αλλά το αίτημα ήταν κοινό: Του έδειχνε η καθεμιά την παγωνιά της καρδιάς της και Του ζητούσε να τη θερμάνει. Συναισθάνονταν τώρα την αμαρτωλότητά τους μπρος στην άφατον κένωσιν Εκείνου, του Αναμάρτητου, που «ήχθη ως πρόβατον επί σφαγήν», συνειδητοποιούσαν το μεγαλείο της ταπείνωσης και της αγάπης Του και τη μηδαμινότητα, την ευτέλεια τη δική τους. Όλη αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα που ξεδιπλώνονταν τα Άγια Πάθη μπρος στα μάτια τους στον τόπο, όπου τελέσθηκαν, ένας εσωτερικός συγκλονισμός έγινε μέσα τους. Ο εσωτερικός τους κόσμος αναποδογυρίστηκε. Όσα πριν θεωρούσαν σημαντικά, κατακρημνίσθηκαν στα βάραθρα της ματαιότητας. Αναπήδησαν καινούριες αξίες και η ανάγκη για ένα νέο τρόπο ύπαρξης. Ήταν κι οι τρεις «τετρωμένες τη καρδία θείω έρωτι», « Οι άρρητοι και ανεκδιήγητοι αστραπαί του θείου κάλλους» δριμύ πόθο είχαν ανάψει στις ψυχές τους «για την άυλον και πνευμαντικήν του Θεού συζυγίαν». Ο Θεός αγάπη εστί και ως αγάπη ανάπτει πυρ στις καρδιές των βροτών, φλόγα. Και μες στις δικές τους καρδιές είχε ανάψει αυτή η φλόγα. Ευγνωμονούσαν το Θεό, που οδήγησε αυτό το Πάσχα, το ωραιότερο της ζωής τους, το πιο αποκαλυπτικό, τα βήματά τους στην Αγία Γη, από όπου έφευγαν με υπέροχα βιώματα κι εξαίσιες εμπειρίες και με δύο ανεκτίμητα δώρα: πίστη και μετάνοια. Με αυτά οδηγούς το υπόλοιπο της ζωής τους θα ήταν πιο φωτεινό.