Σφήνες του Αφεντούλη
Αυγουστιάτικο φεγγάρι με ενέπνευσε,
στην απέναντι πλατεία φως σαν έρευσε,
κι ένα άγαλμα ευεργέτη δεν συνάντησε,
η αχάριστη Ελλάδα πώς κατάντησε.
Τότε μίλησα σε μένα και για μένανε,
οι ιδέες, φαεινές(!), πώς κατεβαίνανε,
είπα τα φερσίματά μας να αλλάξουμε,
προς τον Σόιμπλε τα δέοντα να πράξουμε.
Ανδριάντας το λιγότερο του πρέπει
να μας έχει υπό Γερμανών τη σκέπη,
μόλις δω λυπητερή και παραπαίω,
προ του δόκτορος να καταρρέω,
με το άγαλμα ενώπιος να κλαίω
κι αντί παραπόνων να του λέω:
Danke, ελεήμονες, μας κάνατε ακτήμονες.
Όχι, που θα άφηνε αναπάντητη, ο πειναλέων χαμηλοσυνταξιούχος, «Μήτσος», την προεκλογική απαίτηση του έχοντος σκαρφιστεί θυσίες και θυσίες όλων ημών των αγρίως φορολογουμένων να του στήσουμε άγαλμα, λέει, επειδή στον ανοικονόμητο ευρωπαϊκό νότο θα φέρουν ανάπτυξη, λέει, επαναλαμβάνουμε, τι λέει ο άνθρωπος(!), οι σχεδιασμένες από τον ίδιο μεταρρυθμίσεις.
Φτωχοποιήσεις, κατά την ταπεινή άποψη τής διασκευάστριας πονημάτων του Γιάννη Ρίτσου, κυρίας «Μήτσαινας», άδουσας προς επίρρωση των εκτιμήσεων:
Την προσευχή κάνει ο παππούς, τριγύρω τα εγγόνια,
και στο τραπέζι τίποτα εκτός απ’ το καρβέλι.
Γονείς ανέργους έχουνε, οι νέοι καταλαβαίνουν,
και σαν ακούν για δόκτορες ανάποδες πώς παίρνουν.
Είδατε, λοιπόν, αναγνώστες μου, πόσο δίκιο είχαμε, όταν ανεβάζαμε τον πήχη για να περάσει το λιανοτράγουδο κάτω από την δακρύβρεκτη προσαρμογή στις ανάγκες του παρόντος αριστουργήματος του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ακυρώνοντας προκαταβολικά τυχόν κακόβουλα σχόλια περί δήθεν υστερήσεως της αφεντιάς μας στον τομέα της υψηλών νοημάτων ποιήσεως, αμφιβάλλει κανείς;
Σε αναγνώριση του ταλέντου μας από τη μανδάμ, δεν ελπίζουμε(!), κι αντί άλλης αποδείξεως των υποψιών ακολουθούν:
Καλλικέλαδες αλληγορίες.
Κακά τα ψέματα, αναγνώστες μου. Η σε δυσχερή θέση ευρισκόμενη, μη βρίσκοντας στιχουργικό μειονέκτημα για να μας λοιδορήσει, αναμενόμενο ήταν να καταφύγει στις τακτικές του δόκτορος, που συνηθίζει να απαξιώνει, δι’ επευφημιών, τις προσπάθειες των άλλων, για να μην ξεχνιόμαστε, μάρτυς μας και το εκ πρώτης όψεως καλοπροαίρετο σχόλιο της μανδάμ: «Το άσμα, σε εκτέλεση του πρώτου ερμηνεία διδάξαντος, Γιάννη Πουλόπουλου, θα ήταν πιο θεσπέσιο».
Διότι, αν τα «θεσπέσια» δεν αποσκοπούν σε υποβάθμιση του έργου μας, ποιον στόχο έχουν, αναγνώστες μου;
Να τρέχουμε με τις ξόβεργες να πιαστεί Πουλόπουλος ή άλλο ωδικό πτηνό – όταν υπάρχει μελωδός, ονόματι Σταμάτης Κόκοτας, προς τι η απορία, βρε θηρία; – κι όσο για τον βάρδο, Τόλη Βοσκόπουλο, που πήγε ο νους σας, μήπως ξεφαντώσετε τη ευγενική χορηγία της στήλης μέχρι πρωίας, χολοσκασμένοι μου;
Πετεινό – όχι αλέκτορας, το άλλο που ίπταται κατά τας Γραφάς! – απαίτησε η διασκευάστρια να τα «ψάλλει» στον ευεργέτη. Δεν ζήτησε ποιμένα(!), κι άκουσαν οι εφαρμοστές των Μνημονίων πολιτικοί μας με πόση μαεστρία τους απαλλάξαμε από τη δημοπράτηση του αγάλματος;
Αν όχι, μη μας πουν ότι κάτι τέτοια δεν τους αγγίζουν, καθόσον ο «Μήτσος», εκ των προηγουμένων υποχωρήσεων προ των γερμανικών «nein» κρίνοντας, άλλα πιστεύει που γνωστοποιεί, με τον τρόπο του Μποστ, διερωτώμενος:
Όταν ο κηδεμόνας Λω της πτώχευσης Τρικούπη
γίνηκε αθηναϊκή οδός, τούτο το αποκούμπι,
τον εκλεκτό φιλέλληνα, δόκτορα «Σοϊμπλέ!»,
θ’ αφήσουν αμνημόνευτο τα χρώματα τα μπλε(;),
και για το αληθές ή ψευδές των προβλέψεων ο καιρός θα αποφανθεί, καλημέρα σας!…
-Ω-