Οι αντιδράσεις των κύκλων του σύγχρονου σκοταδισμού
Εδώ και καιρό η ελληνική κοινωνία ταλανίζεται από την αντίθεση της εκκλησίας απέναντι σε μερικές ρυθμίσεις που αφορούν το ίδιο το σχολείο (πώς δηλαδή θα διδάσκεται ένα μάθημα), ρυθμίσεις οι οποίες έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και πολύ καιρό. Αντ΄ αυτού έχουμε τη μόνιμη αντίδραση της εκκλησίας (δεν μπορεί να καταλάβει πως η εκπαιδευτική ζωή, οι διατάξεις και οι ποικίλοι κανονισμοί αφορούν το ίδιο το κράτος) αλλά και των απανταχού συντηρητικών οι οποίοι είδαν στην παρούσα διένεξη πεδίον δόξης (μικροκομματικής) λαμπρόν.
Ποιος θυμάται σήμερα ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε υποβληθεί αίτημα στην Ιερά Σύνοδο για αφορισμό του Ευάγγελου Παπανούτσου; Eίχε δεχτεί σφοδρότατες κατηγορίες για την συμμετοχή του στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, η οποία θεωρήθηκε από τους συντηρητικούς κύκλους «αντεθνική και ανίερη συνωμοσία των απάτριδων και άθεων ανατροπέων της Εθνικής μας Παιδείας». Αιχμή της κριτικής ήταν η εισαγωγή της δημοτικής στο δημοτικό και η καθιέρωση της ισοτιμίας της με την καθαρεύουσα στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η δημοτική, σύμφωνα με τους επικριτές της μεταρρύθμισης, θα άμβλυνε την εθνική συνείδηση των μαθητών, θα εισήγαγε την αθεΐα και θα τους έφερνε πιο κοντά στον κομμουνισμό…
Πώς έχουν τα πράγματα σήμερα με το μάθημα των Θρησκευτικών; Αντί λοιπόν για το «γκρίζο ημίμετρο» (απαλλαγή από τα Θρησκευτικά), το υπουργείο αποφάσισε να αποδώσει σε αυτό το μάθημα τη σημασία του, την υλικότητά του: ένα μάθημα που κατ’ εξοχήν μπορεί να οξύνει την κρίση των νέων ανθρώπων και να τους εκπαιδεύσει στην ανοχή, τον σεβασμό και τη γνωριμία των άλλων θρησκειών. Και η ορθοδοξία έχει κέρδος από αυτό.
Σε αυτό το σημείο, η υφυπουργός τόνισε ότι «η επιτροπή που συστάθηκε με θεολόγους, τα πορίσματα της σχολής Θεολογικών σπουδών του Αριστοτελείου πανεπιστημίου και το πιλοτικό πρόγραμμα σε διάφορα σχολεία, κυρίως στην Αλεξανδρούπολη, μας έδειξε ότι αυτό το μάθημα, με αλλαγές στο περιεχόμενο, μπορεί να γίνει πάρα πολύ ελκυστικό και να τονώσει αυτό που πρέπει να προσφέρει μία πολιτεία σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπως είναι πλέον η ελληνική».
Το σπουδαιότερο: όπως στα μαθηματικά ή τη φυσική δεν ρωτάμε τους θεολόγους για τη σύνταξη των αναλυτικών προγραμμάτων αλλά τους αρμόδιους μαθηματικούς ή φυσικούς (συνήθως πανεπιστήμια και εκπαιδευτικές επιστημονικές οργανώσεις) έτσι και εδώ ρωτήθηκαν αρμοδίως οι θεολόγοι του ΑΠΘ και σύμβουλοι θεολόγοι που εργάζονται στο υπουργείο.
Η επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου τάσσεται υπέρ “κάθε προσπάθειας αναβάθμισης του μαθήματος στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση”, υποστηρίζοντας πως τα νέα προγράμματα είναι “στη σωστή κατεύθυνση”. Το υπόμνημα του τμήματος (Ιανουάριος 2016), σταχυολογώντας σε έξι σημεία τη σημασία των αλλαγών, σημειώνει ότι “η γνώση για τις θρησκείες αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας δημόσιας ποιοτικής εκπαίδευσης, η οποία σκοπό έχει μεταξύ άλλων να καλλιεργήσει τη δημοκρατική συνείδηση του πολίτη, να ενισχύσει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η αρμονική συνύπαρξη των πολιτών σε περιβάλλοντα θρησκευτικής ετερότητας αποτελεί σήμερα αναγκαιότητα”.
«Τιμούμε την Εκκλησία και σεβόμαστε τον Αρχιεπίσκοπο, ωστόσο δεν είναι δυνατόν εκεί που θα έπρεπε να τους αγκαλιάζει όλους να συνεχίζει έτσι» δήλωσε στην “Α” ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, θεολόγος και σύμβουλος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. “Όλοι εμείς που χρόνια δουλέψαμε για τα προγράμματα σπουδών και είχαμε δίαυλο επικοινωνίας με την Εκκλησία δεν σταματήσαμε να είμαστε σε διάλογο» πρόσθεσε.
Σε αυτά τα απλά μαθήματα σύγχρονης συμπεριφοράς του κράτους δικαίου οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου τηρούν σιγήν ιχθύος: και για μεν το βαθύ κράτος της δεξιάς καταλαβαίνουμε τις αιτίες (δεν την ενδιαφέρουν οι μικρές έστω αλλαγές αλλά το να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ) αλλά το πράγμα γίνεται σοβαρότερο όταν σοσιαλδημοκρατικές, κεντρώες ή και αριστερές δυνάμεις σφυρίζουν αδιάφορα ή αντιδρούν με σαθρά επιχειρήματα.
Ακόμα και τα επιχειρήματα του ΚΚΕ κινούνται προς την λανθασμένη κατεύθυνση. Για «αποπροσανατολισμό», κάνει λόγο το ΚΚΕ επί των Θρησκευτικών, αναφέροντας: «Όσο για το ενδιαφέρον της κυβέρνησης και του υπουργού κ. Φίλη να καταργηθούν κάποιοι αναχρονισμοί στο σχολείο, όπως είναι ο τρόπος διδασκαλίας των Θρησκευτικών, εδώ η υποκρισία χτυπάει κόκκινο. Γιατί εξίσου αναχρονιστικό είναι μαθητές να κάνουν μάθημα σε παγκάκι, ελλείψει αιθουσών, όπως επίσης ένας εκπαιδευτικός να τα κάνει όλα».
Δηλαδή επειδή είναι όντως δύσκολα τα πράγματα στην εκπαίδευση πρέπει να τα κάνουμε δυσκολότερα; Μα και το 1976, η σπουδαιότερη αστική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση (συνέχεια εκείνης του 1964), εν μέσω καπιταλιστικής ανασυγκρότησης δεν έγινε; Και μάλιστα τότε είχαμε και διπλές βάρδιες στα σχολεία, άθλια βιβλία, επιθεωρητισμό και άλλα δεινά. Δεν έπρεπε η αριστερά να υποστηρίξει την ενννεάχρονη υποχρεωτική φοίτηση (εξαετές Δημοτικό και αυτόνομο τριετές Γυμνάσιο, τριετές Λύκειο) ή την καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες ή τη διδασκαλία των αρχαίων κειμένων από μετάφραση στο Γυμνάσιο; Ή μήπως έπρεπε να περιμένει τη σοσιαλιστική επανάσταση;