Γράφει ο Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκος. Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Κίτρους.
Κάθε χρόνο τον μήνα Οκτώβριο, εορτάζουμε μεγάλα και σημαντικά ιστορικά γεγονότα, τα οποία σημάδεψαν την πορεία του Γένους μας. Γεγονότα, όπως ο Μακεδονικός Αγώνας, ο θάνατος του Παύλου Μελά, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το έπος του 1940. Εμείς μέσα από την σημερινή μας επικοινωνία, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε ένα θέμα πού για πολλούς ίσως είναι άγνωστο. Και αυτό είναι η προσφορά της Εκκλησίας στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνος.
Όταν λέμε Μακεδονικός Αγώνας, εννοούμε την προσπάθεια των κατοίκων της Μακεδονίας, να αποτινάξουν τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά κυρίως, η προσπάθειά τους να αντισταθούν στις δόλιες προσπάθειες των Βούλγαρων Εξαρχικών, οι οποίοι σύμφωνα με το Φιρμάνι του 1870 θέλησαν να αρπάξουν την Μακεδονία από την αγκαλιά της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και να την εντάξουν στην “σχισματική Εκκλησία” της Βουλγαρίας. Όλα αυτά βέβαια κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Ρωσίας, η οποία την εποχή εκείνη αφήνει την Πανρωσική πολιτική της και στρέφεται πρός την Πανσλαβική, με σκοπό την κάθοδο και την έξοδό της σε ζεστές θάλασσες, και κυρίως στο Αιγαίο και την Μεσόγειο, παρακάμπτοντας ουσιαστικά τον Οθωμανικό Βόσπορο.
Ο Αγώνας των Μακεδόνων εναντίον του Βουλγαρικού επεκτατισμού, ξεκίνησαν το 1878, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ενός Προαστίου έξω από την Πόλη, ανάμεσα στην Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με την συνθήκη αυτή, δημιουργούνταν η “Μεγάλη Βουλγαρία” καταλαμβάνοντας όλη την Μακεδονία μέχρι και τα Τέμπη.
Οι μακεδόνες, μπροστά σε αυτήν την μεγάλη αδικία, ξεσηκώθηκαν δημιουργώντας έτσι το δικό τους ’21. Σε αυτήν την προσπάθεια των κατοίκων Πατριαρχικών της Μακεδονίας, οι μόνοι πού στάθηκαν δίπλα τους, ήταν ο Δάσκαλος και ο Παπάς. Σχολείο δηλαδή και Εκκλησία, ήταν οι δύο θεσμοί πού κράτησαν ακμαίο το φρόνημα των κατοίκων της πολυβασανισμένης Μακεδονίας.
Η Εκκλησία στα χρόνια εκείνα, στάθηκε πράγματι ο κυματοθραύστης στα επεκτατικά σχέδια της Βουλγαρίας και της Ρωσίας. Η Εκκλησία με συντονιστή το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο έδωσε ακόμα και το αίμα του, για την διατήρηση της Ρωμαίϊκης συνειδήσεως. Το 1878, βρισκόταν στον Πρώτο Θρόνο της Εκκλησίας και του Γένους, ο Μεγάλος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’. Ο Πατριάρχης πού νωρίτερα είχε διατελέσει Μητροπολίτης Βάρνης και στην συνέχεια Θεσσαλονίκης, ήξερα καλά τα σχέδια των Βουλγάρων, Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή προσπαθεί να ανακόψει τα επεκτατικά τους σχέδια. Τόσο κατά την πρώτη, όσο και κατά την δευτέρα κυρίως Πατριαρχεία του, στέλνει νέους Μητροπολίτες στις επαρχίες της Μακεδονίας, οι οποίοι με όρεξη για δουλειά, κάνουν ένα τιτάνιο αγώνα για την διάσωση των δικαίων του Θρόνου και της Ρωμηοσύνης. Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης, Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης, Πελαγωνίας Ιωακείμ Φορόπουλος, Βοδενών Στέφανος Δανιηλίδης, Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίδης, Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, Στρωμνίτσης Γρηγόριος Ωρολογάς, και πολλοί άλλοι, είναι ορισμένοι από τους Μητροπολίτες πού ήρθαν από το Φανάρι, για να διασώσουν την Ελληνική και Πατριαρχική Μακεδονία.
Εκτός από τους Μητροπολίτες, σπουδαίο ρόλο σε αυτόν τον Αγώνα, έπαιξαν και τα Μοναστήρια. Αυτά τα κάστρα της Ορθοδοξίας, έδωσαν τον δικό τους αγώνα για την διατήρηση της Ελληνικότητος της περιοχής. Ιερές Μονές Τσιριλόβου Καστοριάς, Παναγίας Σισανίου, Αγίου Γεωργίου Ροδοπόλεως Σερρών, Αγίας Αναστασίας Βασιλικών Χαλκιδικής, Αγίου Νικολάου Σλιβένης Καστοριάς, Παναγίας Μακρυρράχης επαρχίας Κίτρους, Παμμεγίστων Ταξιαρχών Ξάνθης, έδωσαν αγωνιστές και ήρωες, για την σωτηρία της Μακεδονίας. Κορυφαία θυσία και προσφορά, στάθηκε το Προπύργιο της Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος, το οποίο ήταν στα σχέδια του Πανσλαβισμού, αφού ήθελε την Άλωσή του. Τότε ήταν πού το λεγόμενο Ρωσικό Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος ρωσοποιήθηκε, με σκοπό την κάθοδο Ρώσων στρατιωτών για την άλωση του Όρους και στην συνέχεια των Ιεροσολύμων.
Εκτός από τους Αρχιερείς και τα Μοναστήρια, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι απλοί Ιερείς των χωριών, πού αρνήθηκαν να υποκύψουν στις απειλές των Κομιτατζήδων. Οι απλοί Ιερείς συνεργάτες των Μητροπολιτών και των αγωνιστών του Βάλτου, έδωσαν και αυτοί την ζωή και το αίμα τους για τον Αγώνα. Το 1903, η Βρεταννική Κυανή Βίβλος γράφει: “Αθώων και όπλων εκβιάσεις. Ληστείαι, δολοφονίαι ανδρών και γυναικών. Ανελεήμονα βασανιστήρια και κατακρεουργήσεις ιερέων, διδασκάλων και ιατρών, εμπρησμοί Ναών”. Το 1902, ο παπά Κωνσταντίνος από το Νερέτι κατακρεουργήθηκε από τους Κομιτατζήδες, κόβοντάς τον τις φλέβες και τρυπώντας το σώμα του. Την ίδια χρονιά ο παπά Ηλίας από την Ποσδίβιστα δολοφονήθηκε άγρια, κόβοντάς τον τα χέρια, τα πόδια, τα αυτιά, βγάζοντας τον τά μάτια και τέλος τον αποκεφάλισαν. Ο παπά Γιώργης και ο γιός του Δημήτρης από το Λέχοβο, συνελήφθησαν από τους Βουλγάρους και ύστερα από βασανιστήρια, ετάφησαν ζωντανοί, χωρίς να προδώσουν. Ηρωϊκή μορφή βέβαια, είναι ο παπά Σταύρος ο Τσάμης από το Πισοδέρι, τον οποίο οι Κομιτατζήδες τον συνέλαβαν και τον κατακρεούργησαν με τσεκούρια.
Η προσφορά της Εκκλησίας και μάλιστα της Μητρός Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως στα χρόνια εκείνα, ήταν μεγάλη τεραστία. Ο σεβασμός μας πρός αυτήν, ας είναι αυτός πού της αξίζει. Ο τόπος αυτός, είναι γεμάτος από κόκαλα και αίματα Αγίων και Ηρώων. Η προσβολή όλων αυτών των Αγίων, Ηρώων και Μαρτύρων της Πίστεως και του Γένους μας, με το γκρέμισμα των ηθών και των εθίμων, των ηθικών αξιών και ιδανικών της Φυλής μας, είναι ύβρις απέναντί τους. Ο Ρωμηός πορεύθηκε με γνώμονα την Πίστη στον ένα και Μοναδικό Θεό, και στις αξίες της Ρωμηοσύνης. Η απεμπόλιση όλων αυτών, θα μας βάλει απέναντι σε όλους αυτούς πού αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν. Όσο εμείς μένουμε απαθείς στην κατεδάφιση των αξιών και ιδανικών, τόσο τα λόγια του Κωστή Παλαμά θα είναι επίκαιρα.
“…χρωστάτε
και σ’ όσους ήρθαν πέρασαν
θα ρθούνε θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι οι νεκροί”.
Αιωνία τους η μνήμη.
Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκος.
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Κίτρους.