Του Αντώνη Κάλφα
Η κοινότητα αυτή των συγγραφέων, καίτοι παροδική, αφήνει ωστόσο κάτι που αξίζει να παρακολουθήσουμε: την αναζήτηση του έρωτα, την κριτική στον καταναλωτισμό και την επιδειξιμανία (Ειρήνη Γκόλτσιου), την ριζοσπαστική υπεράσπιση του εαυτού μας από τις στενόκαρδες κοινωνικές συμβάσεις (Δέσποινα Καλαϊτζίδου), την ευδία και τη χαρά του ανθρωπίνως φέρεσθαι (Ξανθούλα Καραβίδα), το μήνυμα της απλής γεμάτης νόημα χριστιανικής ζωής (Φάνυ Κουντουριανού), τη διεκδίκηση της ομορφιάς του φεγγαριού και της ουσίας των απλών πραγμάτων (Θάνος Κόσσυβας), την μελαγχολική αγάπη για τον τόπο και τις ποτάμιες διαδρομές του (Χάρης Μπικηρόπουλος), την αγάπη για τον πλούτο της γλωσσικής ποικιλίας της καθ’ ημάς Ανατολής (Ιάκωβος Παπαδόπουλος) αλλά και τον πολιτικό προβληματισμό και τα αδιέξοδα της σύγχρονης βιοπολιτικής (Γιάννης Τεκίδης).
Η Ειρήνη Γκόλτσιου, στα τελευταία ποιήματά της (2013) υπερασπίζεται και μια κριτική, κοινωνική διάθεση όπως στο ωραίο ποίημα «Πούρα Αβάνας», σήμα κατατεθέν όχι της φτωχής πλήν υπερήφανης Κούβας, αλλά του άλλου σημασιολογικού της ισοδύναμου, εκείνο της επίδειξης πλούτου από τις πουρολάγνες ελίτ: «Εξάλλου τούτη η αυλή είναι δικιά τους/ και τούτα τα παλούκια / επιμελώς τοποθετημένα στο κέντρο για παν / ενδεχόμενο. / «O νόμος της ζούγκλας!» / φωνάζουν καθώς περιφέρονται / με κάλπικα φωτοστέφανα / και ογκώδη πούρα Αβάνας / στις αλέες τους. / « Ο υπέροχος αιώνιος Νόμος της Ζούγκλας!». Στο ποίημα, κριτικής επίσης κοινωνικής συνείδησης, «Τα ζαρζαβατικά», ο επιμελής οικογενειάρχης—του οποίου η σύζυγος δεν ξέρει πώς να διαθέσει τις «πολύτιμες δυσκίνητές της ώρες»– καταναλώνει απλώς τη βία της πραγματικότητας με μια ροπή προς το κακό: «Μυρίστηκε αίμα / και έτρεξε να παρακολουθήσει τη μάχη / -αν ήταν τυχερός και μαίνονταν ακόμη-.».
Στον θεατρικό μονόλογο «Ελένη ή Σούλα» της Δέσποινας Καλαϊτζίδου το αφηγηματικό εγώ, η Ελένη, ζει σε ένα ασφυκτικό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον το οποίο και καταγγέλλει (καθημερινή συμπεριφορά, ηθικοί κώδικες, πολιτισμικά πρότυπα, πατριαρχική ηθική). Με λόγο σκληρό, αιχμηρό και ασθμαίνοντα, μιλά για όσα της συμβαίνουν. Οι άλλοι, η κοινωνία με τις ασφυκτικές της συμβάσεις και την μικροαστική ηθική της, της ζητούν να είναι καλή, σπλαχνική, με κάτασπρα δόντια, της δείχνουν όμως και την απέχθειά τους, τη βία τους, κι αυτή προσπαθεί να μείνει όρθια. Στις ρωγμές της ιστορίας επανέρχονται αρχαιόθεμα μοτίβα και ήρωες (Τροία, Ελένη, Εκάβη, Θερσίτης) τα οποία η ηρωίδα χρησιμοποιεί προκειμένου να μας δώσει τον δικό της δυστοπικό μύθο.
Σαράντα ποιήματα καταθέτει η Ξανθούλα Καραβίδα στην πρώτη και ώριμη δουλειά της (Αισθήσεις καθημερινής πεζότητας.2009). Η κυριαρχία του γυναικείου ποιητικού εγώ είναι εμφανέστατη σε όλες σχεδόν τις εκδοχές της: είτε ως μητέρας, συζύγου, νοικοκυράς, θρησκευάμενης κάποτε είτε ως υποκειμένου που χαίρεται τον έρωτα ή αναπολεί τον απόντα δεσμό. Σε κάθε περίπτωση χειρίζεται με άνεση τις τεχνικές της παρήχησης, της μεταφοράς και της προσωποποίησης, ανατρέποντας εύστοχα καθιερωμένες γλωσσικές και ποιητικές συμβάσεις. Επί του περιεχομένου, παραμένει πιστή σε μια ποίηση που υπόσχεται τη χαρά, την ευδία, υπερασπίζεται τον ουμανισμό τού τώρα, σε μια προσπάθεια να στηρίξει τον άνθρωπο: «πάρε το φως για να κεράσεις λύχνο», «Εσύ ακόνιζε μικρές αχτίδες».
Η Φάνυ Κουντουριανού-Μανωλοπούλου, ήδη με το πρώτο της βιβλίο … Ίδε, παρρησία λαλεί… (1999) μας έδωσε σε γλώσσα απλή και σπαρακτική τον μεταπολεμικό γυναικείο κόσμο, τις σχέσεις της μητέρας με τα παιδιά της, τη διαφορετική μεταχείριση των αγοριών, τη σκληρή καθημερινή ζωή και την ανάθεση των γυναικείων εργασιών στα κορίτσια. Στο μικρό διήγημα «Η ευχή» επανέρχεται στα αγαπημένα της θέματα: την πίστη και την αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου και ίσως, γιατί όχι, την κατάκτηση του παραδείσου. Ο ήρωάς της, παιδί μιας οικογένειας φιλόθρησκης και ευγενικής, καταφέρνει, χάρη στην ευχή της μητέρας του την ώρα της βάπτισης, να γίνει όχι μόνο ένας φιλομαθής μαθητής και άριστος γιος, αλλά να προκόψει, να σπουδάσει σε μια ιερατική σχολή και τελικά, να γίνει μητροπολίτης.
Ο Θάνος Κόσσυβας, ένας λυρικός ρομαντικός, περιγράφει με λιτούς στίχους τη σύγχρονη δυστοπία, το αρνητικό τοπίο ενός κόσμου στον οποίο δεν υπάρχει φως και η φύση μετατρέπεται σε «μια κραυγή σε σφραγισμένο πηγάδι». Οι άνθρωποι του Κόσσυβα αναζητούν τη χαρά και την ομορφιά της ζωής, την ομορφιά του φεγγαριού και την ουσία των απλών πραγμάτων. Ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Θεοχάρης Μπικηρόπουλος στο ποίημα «Εξομολογητήριον» σχολιάζει με τον τρόπο του σύγχρονες πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης εξ αφορμής της επίσκεψής του σε ένα καφενείο συνοικιακό. Θα χρειαστούμε πολύ δρόμο, γράφει για να «βγούμε από τη χαράδρα της υπακοής στο ξέφωτο της αντίστασης».
Ο Ιάκωβος Παπαδόπουλος, άνθρωπος με λαϊκές ρίζες και αίσθηση του κοινωνικού πόνου συμμετέχει στην εκδήλωση με ένα απόσπασμα από το έμμετρο, πολύστιχο, παραδοσιακό συνθετικό ποίημα «Ποντιακή τριλογία» (ο ίδιος το προσδιορίζει ως επικό δράμα) και το οποίο είναι γραμμένο το 1996. Στο έργο αυτό και στο πρόσωπο της τραγικής μητέρας του αγωνιστή καπετάνιου Σοφίας, θεματοποιείται το δράμα του ποντιακού ελληνισμού.
Τέλος, με τον λαϊκό άνθρωπο και τον κόσμο του ασχολείται ο διηγηματογράφος Γιάννης Τεκίδης. Ο οποίος ασχολήθηκε για πολλά χρόνια επαγγελματικά με τον χώρο των απλών ανθρώπων, βιοπαλαιστών και εργαζομένων. Γνωρίζει αυτόν τον κόσμο, τον τρόπο οργάνωσης, τις πολιτικές και συνδικαλιστικές πρακτικές τους, τους κόπους τους για ένα καλύτερο μέλλον. Στο λίαν ενδιαφέρον πολιτικό διήγημα «Η ομολογία» πυρήνας του έργου είναι οι τύψεις ενός ανθρώπου, ο οποίος στα χρόνια της χούντας και θυμωμένος από το καθεστώς των διακρίσεων και του κυνηγητού, αποφασίζει να βάλει μαζί με τον φίλο του, βόμβα στο κτίριο της πόλης τους.
Κατά κακή τους τύχη, δύο περαστικοί, ένας ρακοσυλλέκτης και το παιδί του, βρίσκονται κοντά στο σημείο της έκρηξης με αποτέλεσμα να σκοτωθεί η μικρή. Δεκαπέντε χρόνια μετά είναι και οι δύο επιτυχημένοι τόσο ως οικογενειάρχες όσο και ως επαγγελματίες. Ωστόσο, οι ενοχές, οι τύψεις για το συμβάν και το ιδιαίτερα αναπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης, οδηγούν τον έναν εκ των δύο παιδικών φίλων, τον Αντώνη, στην αυτοχειρία. Δικαιοσύνη.