Στο 3ο τέταρτο 20ο αιώνα κάπου στην Ήπειρο γεννήθηκε ένας ταλαντούχος νέος, ο Χρυσόστομος, ο οποίος είχε πολλά χαρίσματα. Ήταν Ευγενής, καλόβολος, έξυπνος, μορφωμένος, απλός, καταδεκτικός μα πάνω από όλα μελιστάλακτος. Ο λόγος του γλυκύς, παρηγορητικός, βάλσαμο για τους ανθρώπους της σύγχρονης εποχής μας με τα τόσα προβλήματα στα επαγγελματικά τους, στις σχέσεις τους με τους ανθρώπους αλλά και με τον Θεό.
Στο τέλος του 20ου αιώνα χειροτονήθηκε διάκονος και λίγο αργότερα πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης. Όπου εμφανίζονταν ο π. Χρυσόστομος «έλκυε» τα πλήθη με τον μεστού γλυκύτητάς λόγο του. Άνθρωποι που δεν είχαν καμμιά σχέση με τον Χριστό και την εκκλησία «μαγεύονταν» από τον ζεστό, απλό και κατανοητό λόγο του.
Ο π. Χρυσόστομος ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τόσο αποτελεσματικά για να σπείρει τον λόγο του Κυρίου. Ήταν ακόλουθο να αποκτήσει, οπαδούς και followers οι οποίοι από την πολλή τους αγάπη τον μετέτρεψαν σε «Θρησκευτικό star».
Τα υπόλοιπα ήταν επόμενα και αναμενόμενα. Πέταξε τα ράσα μετά από δεκαετίες προσφοράς στο γεώργιο της εκκλησίας σοκάροντας τους πάντες, δημιουργώντας ένα μικρό σχήμα ανάμεσα σε υποστηρικτές του και μη. Οι μεν έλεγαν μπράβο στην ειλικρίνεια και την εντιμότητα του, οι δε που γνώριζαν τι εστί ιερωσύνη προσεύχονταν για το Έλεος του Θεού. Όταν ο ιερέας διακονεί με ταπείνωση και θυσιαστικά τον άνθρωπο και τον Θεό, τότε νοιώθει το ράσο σαν το «πετσί» του που χωρίς αυτό δεν μπορεί να ζήσει.
Έφυγε σε μακρινό τόπο όπου για μια δεκαετία ο π. Χρυσόστομος έζησε μια κοσμική ζωή με ήθος, τιμιότητα και καλοσύνη. Παντρεύτηκε μια καλή σύζυγο την Όλγα και απέκτησε έναν υιό τον Νεκτάριο. Κάθε ανάμνησή για το παρελθόν του, την απέφευγε διότι τον εμπόδιζε στην απόλαυσή τής κοσμικής του ζωής.
Κάποια ήμερα, περίοδος καλοκαιριού, πήγε με το παιδί του, ηλικίας οκτώ ετών, στην παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους. Μετά το λούσιμο στην θάλασσα, βγήκε έξω να παίξει τόπι με το παιδάκι του. Σέ μια στιγμή του είπε το παιδί του:
–Μπαμπά, τί είναι αυτό το μαύρο πανί πού έχεις επάνω σου;
–Δεν φορώ κάποιο μαύρο πανί επάνω μου, παιδί μου! Δεν βλέπεις ότι είμαι μόνο με το “μαγιό”;
–Εγώ βλέπω να φοράς ένα μαύρο πανί με κόκκινα γράμματα και με κόκκινο σταυρό στο στήθος σου απάντησε ο γιός του.
Ο Χρυσόστομος κατάλαβε αμέσως τί του έλεγε το παιδί του. (Το Σχήμα του μοναχού αποτυπώνεται σαν σφραγίδα στο στήθος και στην ζωή του ιερομόναχου. Έτσι, κι εάν ακόμη ὁ μοναχός αρνηθεί το Σχήμα του, το Σχήμα όμως δεν τον αρνείται. Τον ακολουθεί και αυτός ενώπιον του Θεού θα σταθεί και θα κριθεί ώς μοναχός Μεγαλόσχημος).
Μετά είπε στο παιδί του. Φεύγουμε. Ετοιμάσου να πάμε στο σπίτι μας. Έφθασαν σπίτι, αλλά ὁ Χρυσόστομος, όπως ήταν στενοχωρημένος, φαινόταν αγνώριστος από την γυναίκα του.
-Τί έχεις, γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; Ήσουν πάντα χαρούμενος και γελαστός. Κάτι σοβαρό σου συμβαίνει. Θέλω να μου πεις τι συμβαίνει?
-Ετοίμασε να φάμε και μετά θα σου πώ τα πάντα με ειλικρίνεια.
Μετά το φαγητό, έβαλαν το παιδί να κοιμηθεί και τότε ὁ Χρυσόστομος της απεκάλυψε για πρώτη φορά στην γυναίκα του τα εξής:
-Άκουσέ με, Όλγα. Εγώ, πριν σέ γνωρίσω και σέ ζητήσω σε γάμο ήμουν ιερομόναχος, Αρχιμανδρίτης μεγαλόσχημος. Η δόξα, η φήμη που απέκτησα και οι κολακείες του κόσμου με «φούσκωσαν». Ένοιωθα να πνίγομαι με τις υποχρεώσεις μου ως κληρικός. Δεν άντεξα, πέταξα τα ράσα μου και το Σχήμα μου, εγκατέλειψα τίς καλογερικές μου υποχρεώσεις για να πάρω εσένα. Σήμερα το παιδί μας ο Νεκτάριος, με θεία νεύση, είδε πάνω στο στήθος μου το Αγγελικό μου Σχήμα, το οποίο και κατερρύπωσα με την ζωή μου.
-Τί είναι αυτά πού λές; Συνειδητοποιείς τί έκανες? Κατέστρεψες τρία σπίτια: Το δικό μας, της μητέρας μου, των γονιών σου και πρόσβαλλες το Άγιο Σχήμα σου…Σήκω και φύγε αμέσως… Και τα δάκρυά της πήγαιναν ποτάμι. Ήτο άνθρωπος της εκκλησίας η Όλγα…
Ο Χρυσόστομος συντετριμμένος έφυγε στο Άγιον Όρος, Βρήκε σοφό γέροντα τον παπά Συμεών και του είπε:
-Γέροντά μου, συγχώρησέ με. Είμαι ὁ δεύτερος άσωτος γιός. Δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα τό Σχήμα μου. Δέξαι με όχι σαν δούλο σου, όχι σαν γιό σου, αλλά σαν το σκουλήκι και το σκουπίδι της γης.
Ο γέροντας τον αγκάλιασε, πήγανε στο αρχονταρίκι όπου του εξομολογήθηκε τα παθήματα του και ο παπά Συμεών του είπε:
Θα πας και θα μείνεις στην σπηλιά του Οσίου Γρηγορίου. Του έδωσε μια φρατζόλα ψωμί και νερό και ο γέροντας τον «εγκατέστησε» στην σπηλιά.
Η καθημερινή του διατροφή ήταν πρόσφορο και νερό. Μόνο τις Κυριακές και τις εορτές «κατέβαινε» στην Εκκλησία. Αραιά και πού τον επισκεφτόταν ο παπά Συμεών.
Σε μια επίσκεψη τον ρώτησε:
–Πώς πάς αδερφέ?
-Καλά, δόξα σοι ὁ Θεός, Γέροντα. Και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Μόλις ησύχασε λίγο, ο Χρυσόστομος είπε:
–Γέροντα, έρχεται ένα πουλάκι και μου κάνει παρέα.
Ὁ Γέροντας κατάλαβε ότι ήταν το Άγιο Πνεύμα, ἀλλά τον ρώτησε:
–Τί πουλάκι είναι αυτό, Χρυσόστομε;
–Να, είναι ένα άσπρο και ωραίο πουλάκι. Έρχεται και με κοιτάει. Μου κάνει παρέα και μετά από λίγο φεύγει και πάλι έρχεται.
–Καλά, παιδί μου, συνέχισε την προσευχή σου.
Ο π. Χρυσόστομος σέ ηλικία 85 ετών εκοιμήθηκε ἐν Κυρίω. Έκαμαν την κηδεία του και στα τρία χρόνια έβγαλαν τα οστά του. Τί το εξαίσιο και θαυμάσιο; Τα ὀστά του ευωδίαζαν. Ἀπ᾿ αυτό αντιλαμβάνεται ὁ καθένας τί καρπούς πνευματικούς μπορεί να φέρει ἡ υπακοή και ἡ μετάνοια.
Δόξα τω Θεώ Πάντων Ένεκεν!
«Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις
ΔΕΝ είναι συμπτωματική»
Κωνσταντίνος Σερ. Κορομπίλης