Του Αντώνη Κάλφα
Παρακολουθώντας στον τύπο τις σχετικές αντεγκλήσεις στο δημοτικό συμβούλιο γύρω από την τύχη του σισσύφειου μεγάρου θεάτρου και πολιτισμού (ενός θεάτρου που ανυπερθέτως έχει ανάγκη η Κατερίνη) δεν μπορεί κανείς να μη μειδιά: αιφνιδίως οι κύριοι Λεμονόπουλος και Παπαδημητρίου (τα ονόματα δείγματος χάριν) ουδεμίαν σχέσιν εχόντων με τις πολιτικές πολιτισμού στον τόπο μας, υπερασπίζονται τη δημιουργία χώρων πολιτισμού!
Οι ίδιοι άνθρωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης που επί σειρά ετών ουδέν έπραξαν και όποτε χρειάστηκε να γίνει κάτι πρέπει να μαζευτούν εκατοντάδες υπογραφές (βλέπε την περίπτωση του θερινού σινεμά), οι ίδιοι παράγοντες που κοιτούν αμήχανα το κτίριο Τσαλόπουλου να κείτεται άπραγο (ευτυχώς τουλάχιστον απέφυγε τις απατεωνίες του Ευτύχιου Τσακπουνίδη), την Αστική Σχολή να μπάζει νερά, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη να λειτουργεί χωρίς προσωπικό και σπάνια τα απογεύματα, την πολυάνθρωπη Κατερίνη χωρίς Μουσείο ή Πινακοθήκη, την ώρα που η πόλη έχει από το 1999 να κάνει συνέδριο για να γνωρίσει την ιστορία της (σε 104 χρόνια πραγματοποιήθηκε μόνο ένα συνέδριο για την Κατερίνη), οι ίδιοι λοιπόν αυτοί άνθρωποι που δεν νοιάζονται, μετατρέπονται σε διαπρύσιους κήρυκες των αγαθών του πολιτισμού!
Και όμως. Εξετάζοντας κανείς την πρόσφατη ιστορία της δημιουργίας πολιτιστικών υποδομών στην Κατερίνη αντιλαμβάνεται (και ας μην έχει σπουδάσει πολιτιστική πολιτική) πόσο σπουδαία και επείγουσα είναι πρωτίστως η θεσμική δημιουργία και η λειτουργία των χώρων πολιτισμού.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και το Δημοτικό Ωδείο. Η μουσική παιδεία μέχρι τη δημιουργία της Εστίας Πιερίδων Μουσών το 1954 ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Μοναδική σχεδόν αίθουσα εκδηλώσεων θα είναι για πολλά χρόνια τα Διονύσια, όπου επιχώρια ή περιοδεύοντα μουσικά και σπανίως θεατρικά σχήματα ποικίλης ποιότητας, θα «ψυχαγωγούν» το κοινό της πόλης. Από τους τοπικούς καλλιτέχνες αισθητή θα είναι η παρουσία του στρατιώτη τότε Χάρη Λεμονόπουλου, ο οποίος με τη συνοδεία μικρής ορχήστρας «με την συμμετοχήν του πιανίστα κ. Τάκη Ανακίδη, της εξαιρετικής σοπράνο του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης Δδος Αρτέμιδος Δεληγιώργη και με την σύμπραξιν του κιθαριστού Τζων Στάκα εκ Θεσσαλονίκης […]» θα οργανώνει σχετικά συχνά, «Μουσικά πρωινά» στα Διονύσια με ποικίλο μουσικό ρεπερτόριο (Μακεδονικός Αγών, 13.5.1951).
Για πάνω από 20 χρόνια η πιανίστα Ευτυχία Αγαπίδου (1925-2016) ήταν η μοναδική δασκάλα πιάνου στην Κατερίνη. Παιδί προσφύγων από τον Πόντο (θείος της υπήρξε ο Ιωάννης Αγαπίδης, μελετητής του ποντιακού πολιτισμού) η Αγαπίδου σπούδασε μουσική στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Το 1965 ίδρυσε παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1978. Στη συνέχεια συνεργάζεται με το νεοϊδρυθέν Δημοτικό Ωδείο Κατερίνης, την Πιερική Μουσική Σχολή και άλλες μουσικές σχολές.
Η πτώση του δικτατορικού καθεστώτος και η αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών αλλά και η πίεση της τοπικής φιλόμουσης κοινότητας ενδιαφερομένων τη βοηθεία του δημάρχου θα οδηγήσουν στη δημιουργία Δημοτικού Ωδείου. Με συστατική πράξη ιδρύεται ως ΝΠΔΔ το Δημοτικό Ωδείο Κατερίνης (ΦΕΚ 180/τεύχος Α/16.7.1976) αλλά ουσιαστικά ξεκινά να λειτουργεί δύο χρόνια αργότερα. Πρώτος διευθυντής γίνεται ο Γιάννης Αδαμίδης, «εκλεκτός σύγχρονος οργανίστας, αρχιμουσικός και διευθυντής χορωδιών» ο οποίος και συνέδεσε το όνομά του με την μουσική δράση της πόλης.
Αποτέλεσμα της ύπαρξης του Ωδείου είναι και η ύπαρξη των πρώτων μουσικών που παρήχθησαν από τα σπλάχνα του Ωδείου: τον Φεβρουάριο του 1989 απονέμονται (με τον βαθμό «άριστα παμψηφεί») τα δύο πρώτα πτυχία πιάνου του Δημοτικού Ωδείου Κατερίνης στις Μπέτυ Τσομίδου και Κυριακή Καζαντζίδου.
Είκοσι χρόνια αργότερα το Δημοτικό Ωδείο παρέχει μουσική παιδεία σε 450 μαθητές. «Στόχος μας», έλεγε σε συνέντευξή του ο καλλιτεχνικός διευθυντής Γ. Αδαμίδης, «ήταν να αποκτήσουμε ένα ‘γηγενές’ διδακτικό προσωπικό. Και το Ωδείο κατόρθωσε όλα αυτά τα χρόνια να βγάλει δικούς του δασκάλους, ιδιαίτερα στο πιάνο, το φλάουτο, το κλαρινέτο, το βιολί» (Βέτα Χαλαϊτζίδου, «Δημοτικό Ωδείο. Από την Κατερίνη στη… Βιέννη!», Μακεδονία, 25.10.1998).
Το 2007 εκπονείται από τον Γιώργο Πράτσιο, του Τμήματος Μουσικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, η πρώτη διπλωματική εργασία για «το Δημοτικό Ωδείο Κατερίνης από την ίδρυσή του μέχρι το 2005». Στην ωραία και περιεκτική εξαντλητική μελέτη περιλαμβάνονται όλα όσα αφορούν την ίδρυση μουσικών οργανωμένων προσπαθειών στην Κατερίνη (Εστία Πιερίδων Μουσών, παραρτήματα του Ελληνικού Ωδείου και του Απολλώνειου Ωδείου) αλλά κυρίως η ίδρυση και η εξέλιξη του Δημοτικού Ωδείου Κατερίνης (αναλυτικά μαθήματα, καθηγητές, αριθμός μαθητών και τμημάτων).
Ενδιαφέρων για την πολιτιστική αναβάθμιση διά της μουσικής που έφερε το Δημοτικό Ωδείο στη ζωή της πόλης είναι ο συστηματικός κατάλογος όλων των εκδηλώσεων (συντελεστές, μουσικά έργα, τοποχρονολογία) που πραγματοποίησε το ΔΩΚ, κατάλογος που συντάχθηκε με βάση το αρχείο του Ωδείου, και περιλαμβάνει τόσο μαθητικές επιδείξεις και εμφανίσεις των μαθητών όσο και εμφανίσεις δημόσιες των διδασκόντων του Ωδείου καθώς και προσκεκλημένων καλλιτεχνών και μουσικών συνόλων. Σε διάστημα 25 χρόνων δράσης οι μουσικές εκδηλώσεις, αν υπολογίζω σωστά, φτάνουν τις 400, αριθμός σημαντικός για μια πόλη που δεν διαθέτει ακόμη ειδικές αίθουσες συναυλιών.
Επιλογικά: Φέτος το Δημοτικό Ωδείο Κατερίνης, μια σημαντική πολιτιστική υποδομή της πόλης, συμπληρώνει και τυπικά σαράντα χρόνια δημιουργικής παρουσίας. Κεντρική μορφή αυτών των χρόνων υπήρξε ο μαέστρος Γιάννης Αδαμίδης ενώ το Ωδείο ανέδειξε μερικές σπουδαίες μουσικές προσωπικότητες που έκαναν την πόλη γνωστή και στο ευρύτερο κοινό: Βλαδίμηρος Συμεωνίδης, Πάρις Τσενίκογλου, Μαρία Ζήση, Άρης Καπαγιαννίδης, Νίκος Τζάγκας, Δημήτρης Τζιώκας. Ταυτόχρονα στους δασκάλους του Ωδείου με σημαντική προσφορά θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής: Χρήστος Τασχουνίδης, καθηγητής βιολιού, Θεοφίλη Γραμματικού, θεωρητικά, Μπέτυ Τσομίδου, πιάνο, Ελένη Σαμακοβλή, πιάνο, Παλίνα Ζαβραζνόβα, πιάνο, Μπάμπης Ναβροζίδης, ανώτερα θεωρητικά.