– Ρεμβάζεις;
– Ναι, ρε! Έλα να κάνουμε παρέα!
– Γιατί αυτό το ειρωνικό ύφος;
– Ρεμβάζεις;
– Ναι, ρε! Έλα να κάνουμε παρέα!
– Γιατί αυτό το ειρωνικό ύφος;
– Όταν μου λες ασυναρτησίες!
– Ασυναρτησίες σου λέω;
– Εμ! Για ρεμβασμούς είμαστε τώρα; Εδώ πήρε φωτιά ο κώλος μας!
– Περιττό να σου πω ότι έχεις δίκιο. Μου μύρισε καμένο! Και έλεγα από πού ερχόταν! Εσύ είσαι που καίγεσαι!
– Α! Να μου χαθείς, παλιοτόμαρο, με δουλεύεις κιόλας!
– Είπα να το γυρίσω λίγο στην πλάκα!
– Έτσι όμως…
– Τι;
– Δεν θες να σου πω;
– Πώς δεν θέλω. Για λέγε!
– Σκέφτομαι ότι είμαστε ήρωες!
– Σώπα!
– Και πολύ μεγάλοι ήρωες. Σκέφτομαι τι θα λένε μετά από εκατό χρόνια για μας… Δεν θα λένε… τι τραβήξανε κι αυτοί οι πρόγονοι μας… Τι κουπί τραβήξανε για να τα βγάλουν πέρα;
– Εμ, θα πουν, δε θα πουν;
– Διότι φίλτατε, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη το μέγεθος του οράματος που ζούμε! Ακόμη δεν καταλάβαμε τίποτα!
– Και ούτε πρόκειται να καταλάβουμε! Διότι σου λέει τα χειρότερα τα αφήσαμε πίσω μας! Και εγώ ερωτώ και σίγουρα θα συμπορευτείς. Πώς αφήσαμε τα χειρότερα πίσω μας; Άρα τα καλύτερα έρχονται. Και ξαναερωτώ! Πώς έρχονται; Με τόσα που ξεπετάγονται να πληρώσουμε; Με τι λεφτά; Και να οι δόσεις και ξανά δόσεις, και πάλι δόσεις… Άκουσες και το άλλο ότι πρέπει να γεμίσουν τα ταμεία λεφτά; Θα πέσει κυνηγητό άγριο και κατασχέσεις λογαριασμών και δε συμμαζεύεται. Πώς να τα βρει ο κοσμάκη; Από πού ρε; Καλά δεν ξέρουν ότι δεν βγαίνει;
– Για αυτό σκέφτομαι! Δηλαδή νιώθεις ότι τιμωρείσαι για κάτι που δεν ξέρεις τι είναι αυτό που έχεις κάνει! Σωστά; Σωστά! Και μετά μου λες πως έφυγε ο κόσμος έξω να πάει να βρει την ησυχία του. Σου λέει στην Ελλάδα δεν έχει χαΐρι και προκοπή!
– Και αναρωτιέμαι! Αφού αφήσαμε τα χειρότερα πίσω, μπροστά μας τι έχουμε να δούμε;
– Δεν ξέρω, τι να σου πω! Κάνε το σταυρό σου και προχώρει!
– Άγιος ο Θεός, άγιος…