Του Διονυσίου Σπ. Σκούφα
Δικηγόρου
Μ.Δ.Ε Ποινικού και Ποινικού Δικονομικού Δικαίου Δ.Π.Θ
Το ερασιτεχνικό και επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, λόγω του αυτοδιοίκητου στο οποίο υπάγεται, διέπεται από ένα φάσμα διατάξεων πολύπλοκων και πολύπλευρων, θυμίζει δε, το εργατικό δίκαιο της Ελλάδας, με τελείως αποσπασματικού χαρακτήρα διατάξεις .
Παρ όλα αυτά, το ισχύον νομικό πλαίσιο στην συνολική του μορφή , είναι ικανό να θωρακίσει και να εξασφαλίσει την εύρυθμη και νόμιμη λειτουργία του Ποδοσφαίρου.
Το κατεξοχήν κείμενο στο οποίο υπάγονται αθλητές και σωματεία, όσον αφορά το πειθαρχικό μέρος, είναι ο πειθαρχικός κώδικας της Ε.Π.Ο, λειτουργώντας ως οιονεί ποινικός κώδικας Ποδοσφαίρου.
Πιο συγκεκριμένα, στο Κεφάλαιο Γ του κώδικα αυτού συναντάμε γενικές διατάξεις που αφορούν την ακεραιότητα των αγώνων και των διοργανώσεων της Ε.Π.Ο, και στην συνέχεια ορίζονται τα ειδικά πειθαρχικά αδικήματα που τις αφορούν και που τυποποιούνται στον άνω αναφερόμενο κώδικα.
Ας μελετήσουμε τις ανωτέρω διατάξεις λίγο πιο προσεχτικά:
Στο άρθρο 17 παρ 1 του Πειθαρχικού Κώδικα (ας τον ονομάσουμε Π.Κ χάριν συντομίας ), ορίζεται ότι όλα τα πρόσωπα πρέπει να απέχουν από συμπεριφορές που βλάπτουν ή θα μπορούσαν να βλάψουν την ακεραιότητα των αγώνων και των διοργανώσεων.
Στην δε παράγραφο 2, ορίζονται οι τρόποι που γίνεται η ανωτέρω παράβαση και η οποία συντελείται ως εξής :
α) όποιος ενεργεί με τρόπο που είναι πιθανό να ασκήσει επιρροή στην πορεία και /ή στο αποτέλεσμα ενός αγώνα ή μιας διοργάνωσης μέσω συμπεριφοράς (όπως παρότρυνση),
β) όποιος συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα σε στοιχηματισμό αγώνα της Ε.Π.Ο ή έχει άμεσο/έμμεσο συμφέρον από μια τέτοια δραστηριότητα,
γ) όποιος χρησιμοποιεί ή παρέχει πληροφορίες και αυτές βλάπτουν ή θα μπορούσαν να βλάψουν την ακεραιότητα ενός αγώνα και άλλες περιπτώσεις που εν προκειμένω δεν μας αφορούν.
Στις παραγράφους 5 ,6 και 7 του ίδιου άρθρου ορίζεται πως τα σωματεία είναι και αυτά υπεύθυνα για παρόμοιες με τις ανωτέρω πράξεις , τα εγκλήματα είναι απαράγραπτα και πως στην περίπτωση του αδικήματος χειραγώγησης ή απόπειρας χειραγώγησης αγώνα, του σοβαρότερου, ίσως ,αδικήματος του ισχύοντος πειθαρχικού κώδικα( άρθρο 22 Π.Κ) αρκούν και οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την κατάφαση του αδικήματος και την επιβολή των ποινών.
Στην συνέχεια και στο πλαίσιο ειδικών διατάξεων του Π.Κ ορίζεται στα άρθρα 18 και 19 πως σε περίπτωση δωροδοκίας ή αλλοίωσης αποτελέσματος αγώνα, η ποινή που επισύρεται είναι ο 10ετής αποκλεισμός από το ποδόσφαιρο, και σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις δωροδοκίας ή επαναλήψεως αυτής, ισόβιος αποκλεισμός του προσώπου που ευθύνεται για την πράξη αυτή. Σε περίπτωση δε, που υπαίτια είναι ομάδα τότε αυτή υποβιβάζεται στην περίπτωση του αδικήματος της δωροδοκίας, και στην περίπτωση της αλλοίωσης αποτελέσματος της αφαιρούνται επτά (7) βαθμοί (πέραν των όποιων χρηματικών ποινών επιβάλλονται στις περιπτώσεις αυτές).
Συνεχίζοντας την προσεκτική μας μελέτη στο άρθρο 20 του Π.Κ ορίζεται πως οποιοσδήποτε εμπλεκόμενος στον χώρο του ποδοσφαίρου προσπαθεί ή συμμετέχει σε προσπάθεια προκαθορισμού αποτελέσματος αγώνα με σκοπό το κέρδος τιμωρείται με τις ποινές του άρθρου 22, τις οποίες θα δούμε στην συνέχεια .
Ορίζεται όμως και το εξής σημαντικό το οποίο στα υπόλοιπα άρθρα δεν γίνεται κατανοητό : υπαίτια θεωρείται η ομάδα εάν περισσότεροι από δύο ποδοσφαιριστές της εμπλέκονται στο ως άνω αδίκημα του άρθρου αυτού.
ΑΡΑ στις λοιπές περιπτώσεις που ορίζεται η υπαιτιότητα μιας ομάδας (δηλαδή στην δωροδοκία και στην αλλοίωση αποτελέσματος) και εφόσον ο κώδικας δεν ορίζει αλλιώς, υπαίτια θεωρείται η ομάδα εάν συμμετέχει (προφανώς ο εκπρόσωπος που λειτουργεί επ ονόματι της ομάδας) στην πράξη άμεσα και η πράξης της αιτιωδώς οδηγεί στο αποτέλεσμα το οποίο τυποποιείται ως αδίκημα στον Π.Κ.
Διότι εάν ο νομοθέτης ήθελε την υπαιτιότητα της ομάδας κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και όχι όπως γενικά καθορίζεται η υπαιτιότητα στο Ελληνικό ποινικό δίκαιο θα το όριζε ΡΗΤΑ.
Επομένως εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 20( παράνομος στοιχηματισμός ) και 22 ( χειραγώγηση αγώνα), στις οποίες απαιτείται υπαιτιότητα τουλάχιστον δύο ποδοσφαιριστών της ομάδας για την κατάφαση των αδικημάτων αυτών ώστε να κριθεί ένοχη η ομάδα, η υπαιτιότητα μιας ομάδας στα υπόλοιπα αδικήματα αποδεικνύεται με τον τρόπο του κοινού ποινικού δικαίου( σύμφωνα με την φυσική ενότητα της πράξης , ήτοι εάν η πράξη της οδήγησε στο αποτέλεσμα , εφόσον δηλαδή ο εκπρόσωπος της λειτούργησε επ’ ονόματι της ομάδας ,και η πράξη του αυτή οδήγησε αμέσως και αιτιωδώς στο αποτέλεσμα το οποίο τυποποιείται ως αδίκημα στον κώδικα).
Στο άρθρο 22 ορίζεται ο επηρεασμός και η χειραγώγηση ποδοσφαιρικού αγώνα η οποία οδηγεί σε ιδιαίτερα μεγάλες ποινές και οι οποίες όπως προαναφέραμε εφαρμόζονται και στο αδίκημα του άρθρου 20 Π.Κ, και είναι η ισόβια απαγόρευση από το ποδόσφαιρο για το φυσικό πρόσωπο που την τέλεσε και ο υποβιβασμός της ομάδας εφόσον δύο ποδοσφαιριστές εμπλέκονται στο άνω αδίκημα.
Έπειτα στο κεφάλαιο Ε ορίζονται τα ειδικά πειθαρχικά αδικήματα , ένα εκ των οποίων έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία.
Στο άρθρο 29 (βία ) αναφέρεται πως σε περίπτωση βίας με την μορφή σωματικής βλάβης ή τρομοκρατικής ενέργειας( τρομοκρατική ενέργεια θεωρείται μεταξύ άλλων και ο εμπρησμός, η παραβίαση σχετικά με εκρηκτικά υλικά και η έκρηξη, επιχείρημα το οποίο αντλείται από το άρθρο 187Α του κοινού ποινικού κώδικα ) με την μορφή του αυτουργού (ηθικού ή φυσικού ), αυτός τιμωρείται με ισόβια απαγόρευση εισόδου στα γήπεδα.
Εάν δε, υπαίτια είναι η ομάδα ,δηλαδή εάν ο αυτουργός (φυσικός ή ηθικός ) λειτούργησε επ΄ ονόματι της ομάδας της οποίας τα συμφέροντα εκπροσωπεί , αυτή τιμωρείται , εάν η πράξη ήταν ιδιαιτέρα επαχθής μέχρι και με υποβιβασμό.
Το τελευταίο και σημαντικότερο, όμως, είναι το εξής:
Στο άρθρο 17 παρ. 6 ορίζεται πως τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα της Ε.Π.Ο χωρίς καθυστέρηση και πριν την ετυμηγορία των ποινικών δικαστηρίων εκδικάζουν τις υποθέσεις αυτές .
Άρα ο έλεγχος της Ε.Π.Ο είναι ανεξάρτητος και διακριτός από τα ποινικά δικαστήρια και στα χρονικά πλαίσια και στα ουσιαστικά πλαίσια (ουσιαστικά , εφόσον κατά την Ε.Π.Ο για το σοβαρότερο αδίκημα, αυτό της χειραγώγησης ή απόπειρας χειραγώγησης ενός αγώνα, αρκούν και οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής πράγμα που δεν επιτρέπεται στα Ποινικά δικαστήρια .
Επαρκείς ενδείξεις ενοχής είναι αυτές που δείχνουν την ένδειξη πως τελέστηκε ένα αδίκημα , χωρίς βέβαια να κάμπτεται ποτέ το τεκμήριο της αθωότητας .
Δεν χρειάζεται η απόδειξη του αδικήματος χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ,αλλά αρκούν και οι ενδείξεις ότι πράγματι τελέστηκε , ήτοι αν από τα όλα στοιχεία της δικογραφίας πιθανολογείται ,έστω , ότι τελέστηκε το αδίκημα αυτό , όπως ακριβώς εφαρμόζονται οι περιοριστικοί της ελευθερίας λόγοι από τον κώδικα ποινικής δικονομίας).
Είναι προφανής ο λόγος που αρκούν και οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής όπως ρητά στην νομολογία του το C.A.S ορίζει, διότι η Ε.Π.Ο ούτε προανακριτικά όργανα διαθέτει , ούτε ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους ούτε και δικονομικά μέσα ανάλογα με αυτά των ποινικών δικαστηρίων.
Βέβαια στο σημείο αυτό , πρέπει να τονίσουμε, τον κίνδυνο που υπάρχει από την πρακτική αυτή , διότι οι επαρκείς ενδείξεις σαν κριτήριο είναι μαχητό και επισφαλές , και μια απόφαση επιτροπής έστω και της δευτεροβάθμιας με ανώτερα δικαστικά πρόσωπα δεν παύει να είναι απόφαση εκτελεστή, η οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να στηρίζεται, ως απόφαση που είναι και που παράγει δεσμεύσεις στα πρόσωπα που αφορά, σε ενδείξεις.
Παρ αυτά η νομοθεσία είναι δεδομένη , και όπως ισχύει ως σήμερα οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής έστω με πιθανολόγηση , είναι αρκετές για την καταδίκη φυσικών προσώπων και σωματείων για το αδίκημα της χειραγώγησης ή της απόπειρας χειραγώγησης παρά την προφανή, κατά την άποψη μου, αντισυνταγματικότητα.
Στο σημείο αυτό, μια προτεινόμενη λύση του προβλήματος είναι , η προσωρινή ρύθμιση της ένδικης υπόθεσης σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων με προσωρινής ισχύος αποφάσεις για αθλητές και σωματεία από τις αρμόδιες πειθαρχικές επιτροπές με βάση την πιθανολόγηση της ενοχής, πάντα εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις από το όλο φάσμα της δικογραφίας που υπάρχει, έως ότου τα αρμόδια δικαστήρια επιληφθούν της υπόθεσης οριστικά, και πάντως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα που δεν θα απέχει άνω των 60 ημερών από την προσωρινή ρύθμιση της υπόθεσης, τηρώντας τις συνταγματικές επιταγές και την εγγυητική λειτουργία τους απέναντι στα δικαιώματα των πολιτών, δίνοντας τέλος με αυτόν τον τρόπο στον φόβο που υπάρχει για επισφαλείς-στα πλαίσια της πιθανολόγησης- αποφάσεις .
Συμπερασματικά μπορούμε να διαπιστώσουμε πως, η νομοθεσία υπάρχει, οι ανάλογες ποινές υπάρχουν, τα αρμόδια διωκτικά όργανα υπάρχουν, αλλά λείπει το κυριότερο , η εναρμόνιση της Ε.Π.Ο και των πειθαρχικών επιτροπών ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ και η οποία είτε ηθελημένα είτε από άγνοια καθυστερεί δίχως προηγούμενο.
Η αυστηρότητα του είναι δεδομένη , όπως και πρέπει να είναι, η διστακτικότητα όμως που επιδεικνύει η Ε.Π.Ο αρνούμενη να εφαρμόσει το ισχύον δίκαιο είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργη και δεν νοείται μέσα στα πλαίσια του ισχύον νομικού πλαισίου να μην έχει ξεκινήσει καν , έστω την κλήση σε απολογία όλων των εμπλεκόμενων ομάδων και προσώπων.
Διότι, η δικογραφία υπάρχει στα ποινικά δικαστήρια, είναι διαθέσιμη για τα όργανα της Ε.Π.Ο και έπρεπε να υπάρχει στενή συνεργασία ποινικών και αθλητικών δικαστηρίων ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Οτιδήποτε άλλο κινείται εκτός Ελληνικής νομοθεσίας και πρέπει να ερευνηθεί πειθαρχικά .
Διονύσιος, Σπυρίδων, Σκούφας
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Μ.Δ.Ε Ποινικού και Ποινικού Δικονομικού Δικαίου Δ.Π.Θ