Γράφει η Δέσποινα Ποικιλίδου, Ζωγράφος – Λογοτέχνης
Περπατητής είμαι αυτού του κόσμου κι εγώ, οδοιπόρος, διαβάτης, ταξιδευτής.
Έμαθα να περπατώ στις στράτες της ζωής.
Τον πηγαιμό τον έμαθα καλά.
Τον ερχομό μου εδώ, πασχίζω να θυμηθώ, μα δεν μπορώ.
Πούθε έρχομαι, που ήμουν και πως βρέθηκα μέσα σ’ αυτό το γνώριμο σαρκίο που κάθε πρωί αντικρίζω στον καθρέφτη μου. Αυτό με απασχολεί.
Το πιο πολύ που θυμάμαι είναι πως βρέθηκα μωρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας μου και με απορία τα μεγάλα μου μάτια εξερευνούσαν το περιβάλλον που μέρα με τη μέρα γινόταν πιο οικείο.
Όμως το πώς, το γιατί, το από πούθε, περιμένουν το λόγο και την αιτία.
Αιώνες περίμενα στο σκοτάδι την ώρα, τη στιγμή να βγω στο φως.
Περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου, από το χώρο των ψυχών, να πάρω σάρκα και οστά. Κι ώ του θαύματος μια μέρα είδα. Είδα το φως. Είδα τον ήλιο, τ΄ αμέτρητα τα άστρα, το φεγγάρι. Είδα λουλούδια και πουλιά. Βουνά, τη θάλασσα και τα ποτάμια. Είδα τα ζώα της ξηρά και του βυθού.
Είδα παιδάκια, σαν κι εμένα που μεγαλώνανε μέρα με τη μέρα, τρώγοντας ώριμα φρούτα και ψωμί.
Έμαθα πως ο κόσμος είναι στρογγυλός και είναι γεμάτος από παιδιά και από μεγάλους, που έχουν χρώμα και μαύρο και λευκό και κίτρινο. Έμαθα πως πεινάνε γιατί δεν έχουνε να φάνε ώριμα φρούτα και ψωμί. Κάποιοι τους κλέβουνε.
Κρυφά μέσα μου χάρηκα που δεν ήμουν εκεί ανάμεσά τους.
Χάρηκα που είχα άφθονα ώριμα φρούτα και ψωμί κι έφαγα και μεγάλωσα.
Χάρηκα που δεν πεινούσα.
Χάρηκα που είχα χρώμα λευκό κι όχι κίτρινο ή μαύρο.
Και τώρα που μεγάλωσα σκέφτηκα ποιος τάχα μ’ έστειλε σ’ αυτής της γης, σ’ αυτό εδώ το μέρος και όχι εκεί ή παρακεί, ανάμεσα στους πεινασμένους, τους μαύρους και τους κίτρινους.
Ποιος τάχα μ’ έστειλε σήμερα εδώ κι όχι χθες και αντιπροχθές και πριν από αιώνες. Αυτά παθαίνει κανείς όταν μεγαλώνει τρώγοντας ώριμα φρούτα και ψωμί κι αρχίζει να ρωτά και ν’ απορεί.
Αμ’ το άλλο, που έμαθα πως οι άνθρωποι πεθαίνουν. Άλλο πάλι κι αυτό. Δεν το χωρούσε ο νους μου.
Και πώς να το χωρέσει. Θυμάσαι. Το ίδιο ένοιωσες κι εσύ.
Σκέφτηκα πως έπρεπε να βρω την άκρη του νήματος.
Έπρεπε να βρω απάντηση στο πως, στο πότε, στο γιατί .
Έψαξα στα βιβλία. Διάβασα διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες, εκδοχές και ενδεχόμενα.
Τα ερωτήματά μου, αναπάντητα.
Άκουσα τους σοφούς του κόσμου που και αυτοί ακόμα ψάχνονται. Ναι μεν, αλλά…
Ρώτησα τους αστροφυσικούς που ερευνούν το σύμπαν με κάτι τηλεσκόπια ακριβείας και μου είπαν πως πιάνουν κάτι σήμερα από το υπερπέραν και απορούν τι τάχα νάναι .
Κι εγώ, που καιρό τώρα ψάχνω και ρωτώ να μάθω το από πού ήρθα και προς τα πού πηγαίνω του κόσμου όλου οι σοφοί δεν μού δωσαν μια αξιόπιστη απάντηση.
Και εγώ σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να δεχτώ πως είμαι ένα με μια .. ακρίδα, ή σαύρα, ή χελώνα, ή βάτραχο.
Ούτε καν μ’ ένα καλοκάγαθο αρνί, ή μ’ ένα πανέμορφο ελάφι ή μια πανώρια πεταλούδα. Ολ’ αυτά δεν απορούν καθόλου από πού ήρθαν και που πηγαίνουν, ούτε που τους περνάει καν απ’ το νου.
Εμένα όμως με κόφτει και με καίει.
Εγώ και ψάχνω και ρωτώ και απορώ.
Και απάντηση δεν παίρνω από κανέναν.
Από κανένας… Εκτός από ένα βιβλίο που διάβασα πως, όλ’ αυτά τα θαυμαστά που βλέπω γύρω μου κάποιος τα έκανε. Πως Αυτός ο Κάποιος όσους προεγνώρισε τους προόρισε (Ρωμαίους 8,29) να είναι εδώ ή εκεί ή λίγο παρά πέρα.
Τους έφερε στο φως, στο σήμερα, στο χθες ή στο προχθές. Τους έδωσε χρώμα λευκό ή κίτρινο ή μαύρο. Τους έκανε κατ’ εικόνα και ομοίωση του. Τους έδωσε πνοή από την πνοή Του.
Και πάλι λίγο ακούγεται. Πάει καλά. Τους τα έδωσε όλ’ αυτά και τους έριξε κάτω εδώ στη γη να βρουν την τύχη τους. Και τι μ’ αυτό. Εμένα δε με νοιάζει. Τι με νοιάζει αν είμαι ένα κομμάτι απ’ Αυτόν τον Δημιουργό νου που δεν ενδιαφέρεται για μένα και για τα όσα βάσανα εγώ περνώ εδώ κάτω στη γη. Ένας τέτοιος Δημιουργός μου είναι αδιάφορος.
Μα καθώς διάβασα παρακάτω στο βιβλίο αυτό έλεγε: Ιδού επί των παλαμών μου σ’ εζωγράφησα. Ησαϊας μθ. 16. Α! είπα μέσα μου, καλό μου ακούγεται. Ας διαβάσω και παρακάτω. Διότι τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο ώστε έδωσε τον Υιόν Αυτού τον μονογενή για να μη απωλεσθεί πας ο πιστεύων εις Αυτόν αλλά να έχει ζωή αιώνια. Ιωαν. 3.16.
Τώρα μάλιστα.
Και ακόμα: «Εν τη οικία του Πατρός μου είναι πολλά οικήματα, αλλιώς θα σας έλεγα, πάω να σας ετοιμάσω τόπο. Ιωάν. Ιδ’ 2’/
Να το και το που πάω.
Τον πηγαιμό τον ξέρω τώρα πιο καλά.
Πιάστηκα από τις υποσχέσεις του και ηρέμησα γιατί μου είπε πως είναι πιστός και δίκαιος ώστε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις Του.
Κι εγώ τον πίστεψα.
Και από τότε κάθε βράδυ σαν βγω έξω στο περβάζι του σπιτιού μου, με την άκρη του ματιού μου κοιτάω στ’ άστρα στον ξάστερο ουρανό και αναρωτιέμαι, ποιο απ’ όλα τάχα νάναι το παντοτινό μου σπίτι…
Δέσποινα Ποικιλίδου
Ζωγράφος – Λογοτέχνης