Σφήνες του Αφεντούλη
«Είναι σπάνιες οι μεγάλες στιγμές, που η Ιστορία προσφέρει σ’ ένα έθνος την ευκαιρία να σπάσει τον βρόχο που του σφίγγει το λαιμό […] και να χαράξει καινούργια μοίρα, εναρμονισμένη με τη θέληση και τα συμφέροντα του λαού του. Μια τέτοια “μεγάλη στιγμή” για τη χώρα μας ήταν η 23 Ιουλίου 1974 […] και πέρασε ανεκμετάλλευτη» ενημέρωνε τέτοιες μέρες, προ τεσσάρων σχεδόν δεκαετιών («Τα Νέα», 24-7-1978), ο Γιάννης Κάτρης, όπως ξαναγράψαμε, αντλώντας υλικό από το βιβλίο του, «Ο προδομένος λαός» – τόμος Β΄, εκδόσεις Παπαζήση.
Μάλιστα, το εξώφυλλο κοσμεί σκίτσο τού Κώστα Μητρόπουλου, όπου ο αθάνατος φουστανελάς, «Μήτσος», ιστάμενος στην άκρη γκρεμού, παρατηρεί την πινακίδα «Προσδοκίες – Ελπίδες – Υποσχέσεις», τρίπτυχο που παρακινεί να θέσουμε το ερώτημα:
Οι παίκτες χάνουν ή οι κόουτς αποτυγχάνουν;…
Εννοήσατε «τις πταίει» για τα μνημόνια, πενόμενοι εκλογείς μου; Προδομένους, συγγνώμη, καταρτισμένους σάς κόβουμε, αφού πλάι στα ανωτέρω, αν θέσουμε και το «κάθε δέκα χρόνια η Ελλάδα κλωτσάει την τύχη της» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εύκολα, ήτοι με απλή διαίρεση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι ταγοί της Μεταπολίτευσης πέταξαν τη μπάλα στην εξέδρα τέσσερις φορές, αφήνοντας αναξιοποίητες μεγάλες ευκαιρίας, χώρια τα σχεδόν καθημερινά ήσσονος σημασίας φάουλ, κι αντιρρήσεις επ’ αυτού δεν δεχόμαστε.
Τι θέλετε, δηλαδή; Να μην προσμετρήσουμε τον χρόνο που υπολείπεται ως το 2018, δίνοντας στα «παιδιά» την ευκαιρία να επαληθεύσουν για πέμπτη φορά τον Σερραίο;
Δεν νομίζω(!), και ο «Μήτσος», όχι φουστανελάς, ο χαμηλοσυνταξιούχος, αναγνώστες μου, να μην παρεισφρέει στην αφήγηση με το δίλημμα: «Το ποδόσφαιρο πολιτικοποιήθηκε ή η πολιτική ποδοσφαιροποιήθηκε και την πληρώνουν οι κόουτς, θα απαντήσει κανείς;».
Διότι, επ’ αυτού ακριβώς επρόκειτο να τοποθετηθεί ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, αν δεν εμφανιζότανε τα παράσιτα αλλά τέλος πάντων.
Λόγω περιορισμένου χώρου, προσπερνάμε τα επιτίμια συνετισμού του «Μήτσου» για να παρουσιάσουμε, γαλήνιοι, το τρίτο από «σφηνών» και σε σενάριο Μποστ, επεισόδιο «Πολιτικής Μεθοδολογίας» με θέμα:
Τι είναι φούτμπολ.
Δεκάδα ποδοσφαιριστών η ομάδα κατεβάζει
κι έναν γκολκίπερ, αίλουρο, το τόπι για να βγάζει,
αν αντιπάλων κυνηγός εστία σημαδέψει,
υπό το «γκόοολ!» των οπαδών νίκη διά να δρέψει.
Είναι και ο διαιτητής με δύο βοηθούς,
να μπήγει τα σφυρίγματα διά τους πονηρούς,
και όταν παίκτης άτακτος κανόνα αθετεί
προς γνώση και συμμόρφωση την κάρτα του θα δει.
Κίτρινη ή την κόκκινη ο ρέφερι θα κρίνει,
μη βλαστημάτε, το λοιπόν, αυτός τις λύσεις δίνει,
κι ουδείς να κράζει απρεπώς με ασπίδα την κερκίδα
γιατί ξεχνά, ο αφελής, του νόμου την τσιμπίδα.
Άλλωστε, αν επιθυμεί να εκτονωθεί στη μπάλα,
δεν είναι απαραίτητο να κατεβεί τη σκάλα,
εντός γηπέδου, έξαλλος, να πιάσει να κλωτσάει,
αφού ομάδα αμήχανη σ’ εκείνον την πετάει.
Έτσι έχουν τα πράγματα στον χώρο του «φουτμπόλ!»,
η επιτυχία κρίνεται πάντοτε εκ του γκολ,
και πάμε στους πολιτικούς που βλέπουμε εμείς
να ξιφουλκούν με ρέφερι τον πρόεδρο Βουλής.
Όμως, εδώ οι αθλητές στα γκολ αποτυγχάνουν,
προ αντιπάλου ρήτορα την ψυχραιμία χάνουν,
ώστε μαζί με τις λυπητερές των κόουτς στον ναό
το τόπι ακαθοδήγητο να πάει στον λαό
άντε και καλά χαράτσια, χρεοφειλέτες μου, κατόπιν τούτων, αμ πώς!…
-Ω-