Του Παύλου Ταγτεβερενίδη, Εκπαιδευτικού 2ου ΓΕ.Λ. Κοζάνης
Η πιθανότητα μονιμοποίησης αδιόριστων εκπαιδευτικών αποτελεί ένα μείζον θέμα που πάντα αποσπά το ενδιαφέρον του συνόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας. Από το 2007, που ήταν η τελευταία χρονιά διεξαγωγής γραπτού διαγωνισμού ΑΣΕΠ, και μετά οι σχετικές εξαγγελίες είναι διαρκείς και επαναλαμβανόμενες. Όσοι υπουργοί ανέλαβαν το κρίσιμο αυτό υπουργείο, αναλώθηκαν σε ψευδείς, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, διακηρύξεις για μόνιμους διορισμούς. Ωστόσο, ο νέος υπουργός παιδείας Κ. Γαβρόγλου ήδη εγκαινίασε ένα νέο γύρο δηλώσεων για το θέμα υποσχόμενος ότι το όλο φιλόδοξο εγχείρημα έχει εξασφαλίσει την απαραίτητη οικονομική κάλυψη, ενώ ο αναβαθμισμένος υπουργός επικράτειας και συντονιστής του κυβερνητικού έργου Χ. Βερναρδάκης προχώρησε πολλά βήματα πιο πέρα εξαγγέλλοντας την επικείμενη ανακοίνωση της προκήρυξης και του αριθμού των μονίμων εκπαιδευτικών που θα προσληφθούν κατά την τριετία 2018-20.
Οι τελευταίες χρονικά εξαγγελίες, αν και επίσημες, αντιμετωπίζονται μάλλον εύλογα με δυσπιστία, καχυποψία και επιφυλακτικότητα. Οι χιλιάδες των αδιόριστων εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης φοβούνται ότι θα υποστούν ακόμη ένα νοσηρό εμπόριο ελπίδας. Από την άλλη, οι ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό, και μάλιστα νέο σε ηλικία και παραστάσεις ως φορέα ανανέωσης σε ιδέες, νοοτροπίες και διδακτικές τεχνικές, είναι μεγάλες. Την τελευταία δεκαετία οι προσλήψεις ήταν για ευνόητους λόγους ελάχιστες και αφού πρώτα καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια συγκάλυψης της ανάγκης πραγματοποίησής τους με ποικίλα μέσα, όπως οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων, η αύξηση ωραρίου των διδασκόντων, οι αναμορφώσεις ωρολογίων προγραμμάτων και άλλα πολλά, το καθένα από τα οποία είναι τεράστιο κεφάλαιο διαλόγου από μόνο του. Παρόλα αυτά, τα κενά σε σημαντικές ειδικότητες σε πολλά σχολεία της χώρας συνεχίζουν να καταταλαιπωρούν τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και αν δε γίνουν πράγματι μόνιμοι διορισμοί, οι δυσλειτουργίες θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικό ανασταλτικό παράγοντα.
Το πρόβλημα είναι ότι για πολλοστή φορά εξαγγέλθηκε η, απόλυτα δικαιολογημένη λόγω άμεσων διδακτικών αναγκών, προκήρυξη για διορισμούς εκπαιδευτικών χωρίς να έχει σχεδιαστεί ο τρόπος με τον οποίο θα υλοποιηθεί μια τέτοια τόσο σημαντική και πολύπλοκη διαδικασία. Εφόσον δυνατότητα χρονική και οικονομική για γραπτό διαγωνισμό, όπως παλιά, δεν υπάρχει, με ποια κριτήρια θα επιλεγούν οι «τυχεροί» εκπαιδευτικοί; Πόσο πρέπει να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία των αναπληρωτών εκπαιδευτικών μερικοί εκ των οποίων τα τελευταία χρόνια έχουν «οργώσει» τη χώρα; Κατά πόσο, όμως, είναι ηθικό να αποκλειστούν οι νεότεροι συνάδελφοί τους που δεν είχαν τη δυνατότητα ή την τύχη να αποκτήσουν την πολυπόθητη διδακτική εμπειρία; Τα υπόλοιπα τυπικά προσόντα των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, των ξένων γλωσσών και κάποιων άλλων προσόντων και δεξιοτήτων πρέπει να συνυπολογιστούν ή όχι; Επίσης, ποια θα είναι η βαρύτητα των επονομαζόμενων κοινωνικών κριτηρίων, για να μην τεθεί η άποψη εάν πρέπει να μπουν και αυτά στην όλη συζήτηση ή μήπως δε σχετίζονται με τα της εκπαίδευσης;
Επειδή αφενός η απαίτηση για αξιοκρατία και δικαιοσύνη σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου είναι ομόφωνη και αφετέρου η μονιμοποίηση στη δημόσια εκπαίδευση αποτελεί θεμιτό όνειρο για τους αδιόριστους εκπαιδευτικούς, οι ιθύνοντες του υπουργείου βρίσκονται μπροστά σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα που απαιτεί νηφαλιότητα, ευαισθησία και υψηλή συναίσθηση ευθύνης.
Παύλος Ταγτεβερενίδης, Εκπαιδευτικός (2ο ΓΕ.Λ. Κοζάνης)