Αναγνώστη μου, στον Ύψιστο απευθύνεται, η ικεσία του τίτλου και να λείπουν οι απορίες, σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, σήμερα, μαύρη μέρα, όταν η όλη «ατμόσφαιρα» δεν σηκώνει πολλά, ας όψεται ο άνθρωπος που σταύρωσε τον Θεάνθρωπο, επειδή, άκουσον, άκουσον, θέλησε να τον και μας σώσει.
Δος ημίν σύνεση. Κατεδαφιζόμαστε!….
Αναγνώστη μου, στον Ύψιστο απευθύνεται, η ικεσία του τίτλου και να λείπουν οι απορίες, σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, σήμερα, μαύρη μέρα, όταν η όλη «ατμόσφαιρα» δεν σηκώνει πολλά, ας όψεται ο άνθρωπος που σταύρωσε τον Θεάνθρωπο, επειδή, άκουσον, άκουσον, θέλησε να τον και μας σώσει.
Κι ασφαλώς δεν εννοούμε το αθώο πλάσμα του σοφού Μενάνδρου, αναφωνούντος: «Ως χαρίεν άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή!». Ο άλλος, ο ζαβολιάρης που τα θέλει όλα δικά του έκανε τη ζημιά, αφήνοντας παρακαταθήκη την ύβρη:
Ο σώζων εαυτόν…
Έλα, λοιπόν, να θέσουμε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, συγγνώμη, των αβάσταχτων στερήσεων που αποδεχόμαστε οι πιο αδύναμοι προ του πέραν πάσης ματαιοδοξίας πλουτισμού ισχυρών ολιγαρχιών, σε μεγάλες πλην απάνθρωπες εποχές, όπως η δική μας, και κατόπιν τούτου ακούμε τα συμπεράσματα.
Βέβαια, τι να πεις, αναγνώστη μου, αφού συνήθισες και συνηθίσαμε να βλέπουμε ισχυρούς ή άλλους επιτήδειους ανά την υφήλιο να σταυρώνουν καθημερινά τις αρετές, αποτυπωμένες στο γαλήνιο πρόσωπο Εκείνου που άφησε την τελευταία πνοή στον Γολγοθά, εκείνη την αποφράδα μέρα, ποιος θυμάται πια, άξιος ο μισθός μας!
Αποτέλεσμα; Ο Επιτάφιος Θρήνος, παρότι θλίβει την πλάση όλη, μεταδιδόμενος απ’ τα καμπαναριά των εκκλησιών, δεν αγγίζει τις ψυχές μας πια.
Τα θεσπέσια σε ρίμα και μελωδία τροπάρια δεν εισακούγονται ή ακούγονται για να συνεχιστεί η σταύρωση ολίγου χρόνου διελθόντος, με τις συνοπτικές διαδικασίες του Πόντιου Πιλάτου, αν όχι συνοπτικότερες.
Κι η πένα, για να μην αφήσουμε στο απυρόβλητο ούτε τις αφεντιές μας; Η πένα κυλά αργά και βασανιστικά στο χαρτί, το λιγοστό χαρτί που τις υπόλοιπες μέρες γεμίζει στο άψε – σβήσε αλλά με…
Λόγια του αέρα.
Αχ, αυτός ο «περιορισμένος χώρος», εν ονόματι του οποίου μακρηγορούμε ασύστολα, οι κονδυλοφόροι, κι από αλήθειες;
Μισές, απ’ την ανάποδη, με τις γωνίες παρμένες και φορτωμένες γλωσσικά πλουμίδια, ώστε να βουλιάζουν μέσα στα απατηλά νοήματα που κουβαλάνε, τουτέστιν ουσία μηδέν, τρομάρα μας!
Με το συμπάθιο κιόλας, δηλαδή, καθόσον ουδείς δικαιούται να χρίζεται αυτόκλητος εκπρόσωπος άλλων. Έτσι, θεωρούμε πως ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, απευθύνθηκε σε πληθυντικό αριθμό στον εαυτό του κι είμαστε εντάξει.
Λέμε τώρα, αφού τίποτα δεν είναι «εντάξει», όταν ιδέες, σκέψεις, πράξεις ή ό,τι άλλο δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, τέλος πάντων, εντάσσονται σε κοντόφθαλμα σχέδια εξυπηρέτησης ατομικών, συντεχνιακών και κομματικών επιδιώξεων που ζημιώνουν στη χειρότερη των περιπτώσεων ή δεν προάγουν στην καλύτερη τα συμφέροντα της ολότητας.
Την ανθρωπότητα που θέλησε να σώσει ο Φιλεύσπλαχνος, για να μην ξεχνιόμαστε, γνωρίζοντας ότι το πεφυσιωμένο «εγώ» υποκριτών Φαρισαίων κι αρχόντων νοματαίων, θα τον σταυρώσει, εν μέσω δύο ληστών, προσφέροντας, ωστόσο, στις ταπεινότητές μας εξαιρετική ευκαιρία να ψάλλουν:
Ω γλυκύ μου έαρ!
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην,
έγραψε ο θεόπνευστος υμνωδός, αναγνώστη μου, κι όσο οι πιο αδύναμοι ψάλλουμε, οι ισχυροί θα μαζεύονται στο καβούκι τους, για να αποτρέψουμε όλοι μαζί την κατεδάφιση της κοινωνίας που ήδη άρχισε, μνημονίων ένεκεν, κι αν συνεχιστεί ζήτω που καήκαμε.
Γι’ αυτό σου λέω, αναγνώστη μου: Ψάλε, όσο μπορείς, και πού είσαι; Καλή Ανάσταση, από καρδιάς.
-Ω-