Διαφέρουν ανάλογα με αυτούς που τα λένε κι αυτούς που τα ακούνε. Και τα τραγουδάνε σε διάφορες περιπτώσεις.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Για παράδειγμα, μερικά τελειώνουν ως εξής:
– Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού να μάς καλοκαρδίσει!
– Σφάξαμε τον πετεινό, έμεινε η κότα, δώστε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
– Δώστε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να τα πούμε!
Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κάθε χρόνο κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, ακόμη και των Βαΐων ή του Λαζάρου. Κύρια παραδοσιακά μουσικά όργανα που συνοδεύουν τα κάλαντα είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι η τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά.
Οι τραγουδιστές – οργανοπαίκτες των καλάντων ονομάζονται «καλαντιστές». Οι ψάλλουν τα κάλαντα με παραδοσιακές φορεσιές συνοδεία θρακιώτικης λύρας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών, που είχε καταδικάσει η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ, που αποκαλούσε τους καλαντιστές “Μηναγύρτες”.
Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις και από εφήβους ή ενήλικα άτομα, είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες, πηγαίνοντας σε σπίτια, καταστήματα, δημόσιους χώρους κ.λπ. με τη συνοδεία του σιδερένιου τριγώνου, αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων (φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου, φλογέρας, ή κάποιου άλλου). Οι ερμηνευτές ρωτούν συνήθως «Να τα πούμε;» και περιμένουν την απάντηση «Να τα πείτε».
Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές τα “Χρόνια Πολλά” το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα). Για παράδειγμα, κουλουράκι, μανταρίνι, ξυλοξέρατο (χαρούπια), χουρμά, σταφίδες, αυγά κλπ.
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Ψάλλονται στην καθαρεύουσα γλώσσα, κάτι που υποδηλώνει άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους και τις Καλένδες του Ιανουαρίου, αν και τα τοπικά ιδιώματα/διάλεκτοι επίσης χρησιμοποιούνται.
Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται αυτά σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά (κατά περιοχή).
Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον Ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα ξένα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στα ελληνικά και χρησιμοποιούνται κάποιες φορές επιπρόσθετα με τα παραδοσιακά.
Επίσης και η ημέρα που ψάλλονται τα κάλαντα σε ορισμένες περιοχές ονομάζονται “Κάλαντα” (Κόλιντα, Κόλεντας, Κόλιαντας) με εξαίρεση τη νήσο Μήλο, που ψέλνονταν μόνο τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συντασσόμενα κάθε φορά νέα κάλαντα, με τα οποία όμως ζητούσαν οικονομική συνδρομή για κάποιο κοινωνικό σκοπό (π.χ. ανέγερση ή επιδιόρθωση ναού) δίδοντας και συμβουλές προς τους άρχοντες η παρατηρήσεις με σκωπτικό χαρακτήρα.
Τέτοιες είναι και οι σχετικές μαντινάδες της Κρήτης.
Πολλές φορές όταν ο νοικοκύρης του σπιτιού ήταν τσιγκούνης και δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή έδινε λίγα, τα παιδιά συνέχιζαν με πολύ δυνατή φωνή έξω από το σπίτι δίστιχα σκωπτικά, επαναλαμβανόμενα:
«Αφέντη μου στη κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!»
Αυτές οι απειλές έχουν την αφετηρία τους τα κάλαντα της αρχαιότητας. Στα χελιδονίσματα της αρχαίας Ελλάδας (κάλαντα της εαρινής πρωτοχρονιάς) τα παιδιά, αφού έλεγαν το άγγελμα της πρωτοχρονιάς και τις ευχές τους, χωρίς θρησκευτικές αναφορές, διατύπωναν τις απαιτήσεις τους για φιλοδώρημα κι ύστερα περνούσαν στις απειλές των νοικοκυραίων.
Όπως και μέχρι σήμερα σε μερικά μέρη βροντούσαν τις εξώπορτες με τις τοπούζες (ραβδιά με σφαιρικές απολήξεις) φωνάζοντας:
– Κόλιντα, μπάμπου, κόλιντα! (το άγγελμα)
Τρεις χιλιάδις πρόβατα κι άλλα τόσα γίδια, (οι ευχές)
Δο μ’, κυρά μ’, καρύδια, (οι απαιτήσεις), μη σι σπάσ’ τα κιραμίδια (οι απειλές).
Μικρασιατικά κάλαντα
Στα μικρασιατικά παράλια τα παιδιά έψαλαν τα κάλαντα κρατώντας στα χέρια τους τραμπούκες και βαποράκια. Κατασκεύαζαν και στόλιζαν πολύχρωμα καράβια με φωτεινά φαναράκια και χάρτινα φουντάκια. Κάποιες φορές αντί για βαπόρια κατασκεύαζαν εκκλησίες χάρτινες και φωτιζόμενες εσωτερικά, μικρά ομοιώματα της Αγίας Σοφίας.
Κατά την αρχική περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας στη χώρα μας καθιερώθηκε το έθιμο της απαγγελίας των καλάντων από τους άνδρες της ανακτορικής φρουράς ενώπιον του βασιλιά σε αντιστοιχία παρόμοιων εθιμικών ευχητικών εκδηλώσεων σε άλλους Ευρωπαϊκούς Βασιλικούς Οίκους της Ευρώπης. Το έθιμο αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα γενικευμένο όμως και σε πρόσωπά πολιτικά αλλά και από ομάδες, συλλόγους, χορωδίες κλπ.