Πέρασαν οι γιορτές, τα πανηγύρια και τα γιορτινά τραπέζια. Ξαναγυρίσαμε στη μίζερη ρουτίνα και τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Το τυχερό λαχείο που είχαμε πάρει δεν κέρδισε ούτε στους λήγοντες. Το τζάκποτ που είχαμε ονειρευτεί πήγε αλλού. Κι απομείναμε, όπως συνήθως, “ταπί και ψύχραιμοι”.
Η ελπίδα, βέβαια, πεθαίνει τελευταία. Μετά από τόσες πολλές ευχές διατηρούμε την πόρτα ελαφρά ανοιχτή, μια υποσυνείδητη ελπίδα ότι, δεν ξέρεις καμιά φορά τι μπορεί να γίνει στο μέλλον, ακόμα είμαστε στην αρχή της χρονιάς, έχουμε καιρό μπροστά μας, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2025 μπορεί κάτι να γίνει.
Ομοιοπαθής είμαι κι εγώ, έχασα στο Τζόκερ, στο Λόττο, στο ξυστό και στο λαχείο. Ξαναγύρισα στην λιτότητα, στο καλάθι της νοικοκυράς, τα pass και τις προσφορές. Για να τη βγάλω οικονομικά και με στερήσεις μέχρι τέλος του μήνα που θα ξαναπάρω την σύνταξη.
Είχε δίκιο ο φίλος που ήθελε να με παρηγορήσει:
«Καλύτερα που δεν κέρδισες. Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη Το λέει και το Ευαγγέλιο, «Κάλλιον το δίδειν παρά το λαμβάνειν», δηλαδή καλύτερα να δίνεις παρά να παίρνεις. Για σκέψου λιγάκι, τι θα είχε γίνει και τι θα είχες πάθει εάν είχες κερδίσει τα εκατομμύρια;
Πρώτα από όλα θα έχανες τον ύπνο και την ησυχία σου. Όλοι θα σού ζητούσαν δανεικά κι αγύριστα. Θα σε θυμόντουσαν όλοι οι φίλοι και συγγενείς, κοντινοί και μακρινοί, συμμαθητές, γείτονες, η αποπεράτωση της εκκλησίας, το γηροκομείο, τα συσσίτια, οι σύλλογοι εκπολιτιστικοί, αθλητικοί κλπ., οι ποδοσφαιρικές ομάδες, τα πολιτικά κόμματα κλπ.
Η γυναίκα σου θα είχε μεγάλες απαιτήσεις, μετακόμιση σε μεγαλύτερο σπίτι σε αριστοκρατική συνοικία, ταξίδια στο Παρίσι για ψώνια, γούνες, κρουαζιέρες κλπ.
Το χειρότερο από όλα, θα κινδύνευε η ζωή σου. Μέρα – νύχτα θα σού τηλεφωνούσαν, θα σε απειλούσαν και θα σε εκβίαζαν, αν δεν τους δώσεις τα λεφτά να τρυπήσουν τα λάστιχα του αυτοκινήτου, να απαγάγουν τον εγγονό σου και να ζητάνε λύτρα για να τον ελευθερώσουν και να μη τον σκοτώσουν…
Θα αναγκαζόσουν να κάνεις πλαστική εγχείρηση στο πρόσωπο, να αφήσεις γενειάδα, να φοράς περούκα για να μη σε αναγνωρίζουν και θα μετακόμιζες στην άκρη του κόσμου στη Νότια Αμερική κοντά στη ζούγκλα άγνωστος μεταξύ αγνώστων…
Γι’ αυτό, καλύτερα που δεν κέρδισες!»,