Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
– Είμαι γεμάτος ενοχές!
– Εσύ; Είναι δυνατόν; Πρωτάκουστο!
– Και όμως φίλε μου! Νιώθω ένοχος!
– Πως κι έτσι; Εμπλέκεσαι σε κανένα φόνο;
– Ναι, σε πέντε έξι! Τι είναι αυτά που μου λες μωρέ; Τι φόνους και αηδίες!
– Ευτυχώς! Ησύχασα! Τίποτα υπεξαιρέσεις;
– Σταματά και άκου! Οι μισοί Έλληνες ηλικίας δεκαοχτώ έως τριανταπέντε στηρίζονται οικονομικά από τους γονείς τους. Και όχι μόνο! Και από άλλους συγγενείς!
– Και; Για αυτό νιώθεις ένοχος;
– Ναι, ρε! Για αυτό! Και είμαστε ένοχοι όλοι μας! Είμαστε… και όχι απλώς να νιώθουμε ένοχοι! Διότι ξεκινάει ένας νέος τη ζωή του! Γεμάτος όνειρα, ελπίδες, στόχους… και που είναι όλα αυτά; Υπάρχει τίποτα; Αέρας κοπανιστός τα όνειρα, οι ελπίδες… όλα χαμένα και ούτε φαίνεται κάποιο φως ότι, ίσως, μπορεί, κάποια στιγμή λίγο μακριά λίγο κοντά να μπορέσουν να αρχίσουν να ελπίζουν, να ονειρεύονται… Φρούδες ελπίδες… Τι έχουν να ελπίζουν; Τίποτα! Και για αυτό στην έρευνα που δημοσιεύτηκε ένα σαράντα τα εκατό θέλει να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του… Και για πες μου λοιπόν! Ποιος φταίει για όλα αυτά; Ξαφνικά στα νιάτα τούς ήρθε η φαεινή ιδέα να γίνουν μετανάστες; Πως τα καταφέραμε έτσι ρε φίλε μου; Για σκέψου; Πόσο γρήγορα θα φύγουν τα χρόνια, χαμένα χρόνια και τα νιάτα τα σημερινά ακόμη θα ζουν με τις αναμνήσεις χαμένων ελπίδων, φυσικά για όσους μείνουν την χώρα, γιατί οι άλλοι θα φτιάξουν καινούριες πατρίδες θα τις βοηθήσουν να αναπτυχθούν, με ένα κρυφό σαράκι να τους τρώει ότι λείπουν από το σπίτι τους… Και εδώ; Εδώ… Ποιος θα προϋπαντήσει την ανάπτυξη; Ποιος θα δουλέψει γι αυτήν; Θα γίνει η χώρα, μια χώρα συνταξιούχων; Και μετά; Δεν θέλω να σκέφτομαι το μετά! Με τίποτα! Μα με τίποτα σου λέω! Είναι σκέτος εφιάλτης! Εφιάλτης… Μόνο που αφήνω και μια χαραμάδα φως, έτσι για το γαμώτο, ότι ίσως κάτι μπορεί να γίνει! Αλλά μάλλον δεν θα το προλάβουμε εμείς ρε! Θα προλάβουμε; Έτσι, για το γαμώτο!