«Σφαγή μεγάλη αρχινά, περίσσια φωνοκλήσι
ετούτ’ η ώρα θ’ ακουστεί σ’ Ανατολή και Δύση.
Και μέσα στον αναβρασμό, που ο Χάρος εβρουχάτο
βροντή, σεισμός εγίνηκε, κι ο κόσμος άνω – κάτω
φωθιά, καπνός και κτήρια, κορμιά κομματιασμένα
άντρες και γυναικόπαιδα στα νέφελα ανεβαίνουν.
Τρόχαλος έγινε η Μονή κι’ εσείστη ο Ψηλορείτης
κι’ αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ άκρου ως άκρου η Κρήτη»
Με αυτούς τους στίχους απέδωσε η λαϊκή μούσα –ανάγοντάς το στη σφαίρα του μύθου− το ολοκαύτωμα της Μονής του Αρκαδίου της Κρήτης, την αυτοθυσία των υπερασπιστών της και τον απόηχό της στο νησί, σ’ όλο τον ελληνικό χώρο, στην Ευρώπη και την Αμερική.
Ο απόηχος της ηρωικής πράξης των Κρητών επαναστατών φτάνει κι ως τις μέρες μας. Ο εκκωφαντικός θόρυβος από την έκρηξη της μπαρουταποθήκης αντηχεί ακόμα και σήμερα. Το Αρκάδι διεκδικεί μια θέση στην νεότερη ελληνική ιστορία κι εμείς οφείλουμε να του τη δώσουμε. Χαρακτηρίστηκε από κάποιους ιστορικούς ως το «δεύτερο 1821». Αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Σίγουρα πάντως αποτέλεσε το σημαντικότερο επεισόδιο της Κρητικής Επανάστασης του 1866 και μια από τις πιο σημαντικές στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα των Κρητών, σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Δεν είναι τυχαίο που η Unesco έχει χαρακτηρίσει τη Μονή Αρκαδίου Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας.
156 χρόνια έχουν περάσει από τότε που η φλόγα της επανάστασης και ο άσβεστος πόθος της ένωσης με την Ελλάδα κατέκαιγε τις ψυχές των Κρητών, ώστε να μην παραδοθούν ακόμα και μπροστά στον βέβαιο θάνατο.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Κρήτης είχαν επαναστατήσει το 1821 μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, όμως παρά τις σποραδικές επιτυχίες η εξέγερση καταπνίγηκε. Από το 1828 η Κρήτη είχε περάσει υπό τον έλεγχο του Αιγύπτιου ηγέτη, Μοχάμετ Άλη, αλλά το 1840 ξαναπέρασε υπό τον άμεσο έλεγχο της Υψηλής Πύλης, βιώνοντας τον οθωμανικό ζυγό.
Στις 14 Μαΐου του 1866 η Παγκρήτια Συνέλευση οδηγημένη από την κακοδιοίκηση και την καταπίεση των Τούρκων συνέρχεται στα Χανιά και διατυπώνει μια σειρά αιτήματα προς τον Σουλτάνο, που αφορούσαν τη βελτίωση του φορολογικού συστήματος αλλά και τον σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας. Στη συγκέντρωση αυτή μετέχει και ο Γαβριήλ Μαρινάκης, ηγούμενος της μονής Αρκαδίου. Παράλληλα, στέλνει υπόμνημα προς τους μονάρχες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο τους ζητά να ενεργήσουν για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. «Ικετεύομεν λοιπόν θερμώς την Υμετέραν Μεγαλειότητα και τους Μεγαλειοτάτους Μονάρχας των δύο ετέρων Μεγάλων και Προστάτιδων του Ελληνικού Έθνους Δυνάμεων να πραγματοποιήσωσι την μόνην ημών έφεσιν, την ένωσιν μετά των αδελφών ημών Ελλήνων […]. Αν όμως τούτο είναι σήμερον αδύνατον, τουλάχιστον […] ευδοκήσατε […] να μας χορηγηθή οργανισμός πολιτικός, να μας δοθώσι νόμοι, να συσταθώσι τακτικά δικαστήρια, η βαρεία φορολογία μας να μετριασθή και να τακτοποιηθή».
Δυστυχώς, οι εκκλήσεις της Παγκρήτιας Συνέλευσης απευθύνθηκαν εις ώτα μη ακουόντων, γι’ αυτό και οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 21 Αυγούστου του 1866, που θεωρείται η επίσημη έναρξη της Κρητικής Επανάστασης, με σύνθημα το «΄Ενωσις ή Θάνατος». Το κυρίαρχο σύνθημα, που υποκατέστησε το παλαιό «Ελευθερία ή Θάνατος», εκφράζει εύγλωττα και επιγραμματικά τον εθνικό χαρακτήρα του Κρητικού Ζητήματος, που γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε σοβαρότατα την ελληνική και την ευρωπαϊκή διπλωματία. Έτσι, ο Σουλτάνος, αφού έχει απορρίψει τα αιτήματα των Κρητικών και θορυβημένος από την εξέγερση, στέλνει στις 30 Αυγούστου τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, ο οποίος αντικαθιστά τον Αιγύπτιο διοικητή Ισμαήλ Φερίκ Πασά, με εντολή να την καταστείλει. Ο Μουσταφά έφερε το προσωνύμιο Γκιριτλί (Κρητικός), επειδή είχε συντελέσει στην κατάπνιξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, και προφανώς για την αποτελεσματικότητά του επιλέχθηκε από τον Σουλτάνο.
Αρχικά προσπάθησε −με προκήρυξη που εξέδωσε σε κολακευτικό ύφος και ήπιο τόνο− να καλοπιάσει τους επαναστάτες και να τους πείσει να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Όταν οι υποσχέσεις και οι απειλές του όμως έπεσαν στο κενό, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το στρατιωτικό του σχέδιο για την καταστολή της επανάστασης. Έτσι, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου προβαίνει σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή των Χανίων, λεηλατεί και κατακαίει 90 χωριά και στη συνέχεια στρέφεται προς το Ρέθυμνο και τη Μονή Αρκαδίου, η οποία ήταν η έδρα της τοπικής επαναστατικής επιτροπής, αποθήκη πολεμοφοδίων και τροφίμων, καθώς και καταφύγιο πολλών χριστιανών. Στέλνει επιστολή στον ηγούμενο της Μονής Αρκαδίου, Γαβριήλ Μαρινάκη, απειλώντας τον ότι, αν δεν υποταγεί, θα βαδίσει με όλη του τη δύναμη εναντίον του περιτειχισμένου μοναστηριού, που φιλοξενούσε τότε πολλά γυναικόπαιδα και γέρους από τις γύρω περιοχές, όπου είχαν ξεσπάσει ταραχές.
Ο Γαβριήλ όμως, θαρραλέος και άφοβος, ήταν αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τον Μουσταφά στο Αρκάδι. Στην απόφασή του αυτή έμεινε σταθερός κι αμετακίνητος, παρόλο που ο επικεφαλής των 4 επαρχιών Ρεθύμνου, ο συνταγματάρχης του ελληνικού πυροβολικού, Πάνος Κορωναίος, προσπάθησε να τον μεταπείσει. Δεν κάμφθηκε από το επιχείρημα του Κορωναίου πως ούτε η μάντρα ούτε η τοποθεσία μπορούσαν να αντέξουν την επίθεση πολυάριθμου και οργανωμένου στρατού, απέρριψε μάλιστα και την πρότασή του να γκρεμιστούν τα γύρω οικήματα προκειμένου να μην τα χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι ως προμαχώνες∙ έσπευσε μόνο να ζητήσει ενισχύσεις από τις γύρω περιοχές. Ελάχιστοι βέβαια ανταποκρίθηκαν, με αποτέλεσμα στις αρχές Νοεμβρίου να βρίσκονται μέσα στο μοναστήρι εκτός από τα γυναικόπαιδα, οι καλόγεροι, λίγοι πολεμιστές με 40 εθελοντές, συνολικά 250 άντρες υπό τη διοίκηση του υπολοχαγού Ιω. Δημακόπουλου.
Αν είχε πρυτανεύσει η λογική, κανένας τους δεν θα το τολμούσε. «Μα πότε γίνηκε ένα μεγάλο πράμα στον κόσμο με σιγουράδα; Πότε η φρονιμάδα ξεσήκωνε τους ανθρώπους να παρατήσουν τα σπίτια τους και το χουζούρι τους, και να πιάσουν τα βουνά, να ζητούν ελευτεριά; Μα αυτό θα πει παλικαριά: Να κινάς και να μην είσαι σίγουρος.» Αυτά τα λόγια του Ν. Καζαντζάκη στον Καπετάν Μιχάλη, αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο τον παραλογισμό του εγχειρήματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Αρκαδίου.
Τελικά, ο Μουσταφά πασάς ξεκίνησε από το Ρέθυμνο για το Αρκάδι το βράδυ της 7ης προς 8η Νοεμβρίου του 1866 με στρατό 15.000 ανδρών, Τουρκοαιγύπτιων, Αλβανών και Τουρκοκρητικών. Για άλλη μια φορά ο Δαυίδ βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Γολιάθ. Δεν προμηνυόταν όμως η έκβαση της μυθικής μονομαχίας. Η επίθεση από τον Μουσταφά άρχισε αμέσως, αλλά ως το μεσημέρι δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Οι κλεισμένοι στο Αρκάδι, παίρνοντας θάρρος από τον ηγούμενο Γαβριήλ και τον φρούραρχο Δημακόπουλο, αντιστέκονται σθεναρά και παραμένουν ακλόνητοι στις ορμητικές επιθέσεις των εχθρών. Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται κρίσιμη, όταν πλέον οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τον ανεμόμυλο και τους στάβλους του μοναστηριού, αλλά και πάλι απορρίπτονται οι προτάσεις να παραδοθούν. Εντωμεταξύ είναι και ο καιρός ενάντιός τους: χιόνι και παγωνιά, αλλά οι έγκλειστοι δεν πτοούνται. Δυστυχώς είναι πλέον φανερό ότι το τέλος πλησιάζει.
Την επόμενη νύχτα, στις 8 Νοεμβρίου, οι Τούρκοι ζητούν επειγόντως πυροβόλα μεγάλης ολκής για να γκρεμίσουν το τείχος. Ο Μουσταφά πασάς μετέφερε βαρύ πεδινό πυροβολικό και γκρέμισε τη δυτική πύλη. Ανάμεσα στον εξοπλισμό που μετέφερε ήταν κι ένα γιγάντιο πυροβόλο, με το όνομα «μπουμπάρδα κουτσαχείλα». Έτσι κατάφεραν οι δυνάμεις του να εισβάλουν στο μοναστήρι. Αρχίζουν να σφυροκοπούν αδιάκοπα τη μονή. Εκείνη τη νύχτα τρεις άντρες καταφέρνουν να βγουν από τη μονή ντυμένοι τούρκικα για να μεταφέρουν γράμματα στον Κορωναίο, αλλά επιστρέφουν, εφόσον έχουν δώσει υπόσχεση να εγκαρτερήσουν μέχρι τον θάνατο. Στο μοναστήρι ο ηγούμενος κοινωνεί τον κόσμο. Οι ένοπλοι πίνουν από ένα ποτήρι τσικουδιά και συγχωρούνται αναμεταξύ τους.
Τρεις εφόδους πραγματοποίησαν οι Τούρκοι, όπως αναφέρει ο Τιμόθεος Βενιέρης στο έργο του «Το Αρκάδι δια των αιώνων». Στη δεύτερη έφοδο, όταν έπεσε η δυτική πύλη, τα στίφη των πολιορκητών όρμησαν με αλαλαγμούς και σκόρπισαν παντού τον θάνατο. Αίμα και κραυγή κυρίευσαν το μοναστήρι. Εκτυλίχθηκαν σκηνές αλλοφροσύνης: όσα γυναικόπαιδα γλίτωσαν τη σφαγή έσπευσαν να κρυφτούν στην πυριτιδαποθήκη.
Εκεί γράφτηκε και η τελευταία πράξη του δράματος, όταν ο Κων/νος Γιαμπουδάκης (ή σύμφωνα με το δημ. τραγούδι, ο ανωγειανός δάσκαλος Εμ. Σκουλάς ) την ανατίναξε, με το σάλπισμα της τρίτης και γενικής εφόδου. Τις τελευταίες στιγμές πριν την έκρηξη και τη στιγμή της ανατίναξης αφηγείται αριστοτεχνικά ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του «Παντέρμη Κρήτη»: «Θα’ χε περάσει μισή ώρα που λιανίζουνταν μπρος στη σιδερόπορτα και μέσα στην αυλή, απ’ όταν γεννήθηκε κατά την καστρινή πόρτα, μια άξαφνη σιγαλιά. Τα γυναικόπαιδα που στριγκλίζανε στην μπαρουταποθήκη είχανε βουβαθεί μονομιάς κι είχαν κρεμαστεί από την ειδή του Γιαμπουδάκη. Τόνε τήραξαν που γύρισε προσηλιακά κι’ έκαμε το σταυρό του. Τα σφιγμένα χείλια του δεν παίξανε. Έσυρε από τη μέση του την κουμπούρα και την άναψε μέσα στο λαγούμι. Η γης ταρακουνήθηκε, και λαύρισεν απάνω στη φωτιά σα ν’ άνοιγεν ο Άδης τον καταποτήρα του. Το ανώγι και η σκέπη σηκωθήκανε στον αέρα σαν αχεροκάλυβο και σωριαστήκανε πάνω σ’ αθώους και αμαρτωλούς. Ο τοίχος πού βλεπε την ανατολή κόπηκε ξυστά από τη γης και πλάγιασε μονόπαντα πάνω στους Μισιρλήδες πού’ χανε ζυγώσει. Τα βογγητά και τα ουρλιαχτά κατασκεπάσανε το βροντησμό της μάχης. Δεν άργησε ν’ ακουστεί και το δεύτερο λαγούμι πού ‘χανε κάτω από το κελί του γούμενου. Λαγούμι! Λαγούμι! ξεφωνίζανε τρέχοντας οι Τούρκοι και θαρρούσανε πως η γης άνοιγε όπου πατούσανε να τους καταπιεί. Οι φωτιές ξεχύνουνταν ένα γύρο από τα παραθύρια σα ζωντανές. Ο ουρανός είχε χαμηλώσει στα κεφάλια τους, μαύρος και μπουρουκωμένος από τα σύννεφα. Μια κολόνα καπνός μεγάλη σα φουντωμένο πλατάνι ανάβρυζε από τη μπαρουταποθήκη κι’ από τα κελαρικά, κι’ έλεγες θα πάρει μαζί της, ό,τι έχει απομείνει από το σεισμό….!»
Με την ανατίναξη χάθηκαν κι όσα γυναικόπαιδα βρίσκονταν εκεί και στα γειτονικά κελιά, αλλά και πολλοί εχθροί. Αμέσως μετά, Τουρκοκρητικοί και Αλβανοί σκότωσαν όσους ήταν κρυμμένοι σε μέρη που δεν καταστράφηκαν με την ανατίναξη, ενώ άλλοι έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν ιερά κειμήλια. Όπως έγραψε ένας ανώνυμος Άγγλος: «ούδ’ αυτή η έξαλλος φαντασία ημπορεί να συλλάβη την φρικαλεότητα της διαδραματισθείσης σκηνής. Οι Αλβανοί και οι Κρήτες Μουσουλμάνοι απέκαμον φονεύοντες…».
Σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες, από τα 964 άτομα που είχαν κλειστεί στο Αρκάδι κατόρθωσαν να διαφύγουν μόλις 3 ή 4 και αιχμαλωτίσθηκαν 114. Ο ηγούμενος Γαβριήλ φονεύθηκε πριν την έκρηξη, κι ας εικονογραφείται σε αρκετές εκδοχές ως ο πυρπολητής, ενώ ο Δημακόπουλος αιχμαλωτίστηκε και βρήκε φρικτό θάνατο με λογχισμό. Όταν αργότερα έφτασε ο Κορωναίος με ενισχύσεις, όλα είχαν τελειώσει. Αλλά και οι Τούρκοι δεν βγήκαν αλώβητοι από αυτήν την άνιση αναμέτρηση, αφού μετρώντας τις πληγές τους βρίσκουν περίπου 1.500 νεκρούς και τραυματίες.
Η πτώση του Αρκαδίου μπορεί να επέδρασε άσχημα στο ηθικό των επαναστατών, η ηρωική θυσία όμως των πολιορκημένων είχε ως συνέπεια την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης εναντίον της τουρκικής θηριωδίας και τη δημιουργία μεγάλης φιλοκρητικής κίνησης. Στην Ευρώπη σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Ουγκώ, ο Γκαριμπάλντι και ο Τομαζέο γίνονται θερμοί υποστηρικτές των Κρητών και υμνούν τους αγώνες τους. «Η ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα. Το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον», θα γράψει ο γάλλος συγγραφέας. Στην Ελλάδα, μπορεί ο Σολωμός να έχει πεθάνει, αλλά ο επτανήσιος Γεράσιμος Μαρκοράς («Ο όρκος»), οι ρομαντικοί ποιητές Δημήτριος Παπαρηγόπουλος («Αρκάδι»), Αχιλλέας Παράσχος ( «Επιγράμματα») και Γεώργιος Παράσχος («Ο ύμνος της Κρήτης», το γνωστό ριζίτικο «Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη»), ο Παντελής Πρεβελάκης (Παντέρμη Κρήτη) κι αργότερα η Ρέα Γαλανάκη (Ο βίος του Ισμαήλ Φερίχ πασά) εμπνέονται από τη θυσία και γράφουν για τους ελεύθερους πολιορκημένους της Κρήτης.
Η θυσία των Κρητών στο Αρκάδι δεν έφερε την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα. Αυτή χρειάστηκε 47 τουλάχιστον χρόνια ακόμα για να πραγματοποιηθεί. Άνοιξε όμως τον δρόμο: δυσκόλεψε του Τούρκους, ταρακούνησε τους Έλληνες, συγκίνησε τους Ευρωπαίους. Ακόμα και σήμερα οι φλόγες της πυρπολημένης μπαρουταποθήκης φέγγουν τον δρόμο μας και οι ψυχές των νεκρών Κρητών στοιχειώνουν τη συνείδησή μας.
Μέσα στα σκοτάδια των ημερών, την ηθική σήψη και τη βία, τον εγωκεντρισμό, τις πολιτικές διαπλοκές και τις σεξουαλικές διαστροφές που παρατηρούμε γύρω μας, δίπλα στους υπανθρώπους που μας περιτριγυρίζουν και στα ανθρωπάκια που συχνά μας κυβερνούν, υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις, Άνθρωποι (με Α κεφαλαίο) του παρόντος και του παρελθόντος που μας τραβούν από το χέρι προς το φως. Γι’ αυτό, παρόλο που μπορεί να φαντάζει άκαιρο, θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου με τα τελευταία λόγια του σπουδαίου αθλητή και ανθρώπου Αλέξανδρου Νικολαΐδη, που έφυγε πριν από μερικές μέρες από κοντά μας: «Αν ερχόμαστε σε αυτή τη ζωή για κάποιο σκοπό, εγώ έχω αποφασίσει ποιος θα είναι αυτός. Να προσφέρω ελπίδα μέσα από όσα κατάφερα στην ζωή μου, από τα όμορφα μέχρι τα άσχημα. […]Αυτό είναι το αποτύπωμα που θέλω να αφήσω στην κοινωνία, αυτή είναι η κληρονομιά που θέλω να μείνει στα παιδιά μου».
Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης έγινε σύμβολο δύναμης, ανθρωπιάς και ήθους, πρότυπο για πολλούς μας, ήρωας για όλους, φορέας ελπίδας ότι το αποτύπωμα που αφήνουμε στον κόσμο έχει αξία. Όσοι επέλεξαν, επίσης, να χαθούν υπερασπιζόμενοι το Αρκάδι άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα, έγιναν σύμβολο αυτοθυσίας, ηρωισμού και αυταπάρνησης. Όλοι τους φάροι στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε απέδειξαν πως σκοπός μας σε αυτή τη ζωή, αυτό που μας καταξιώνει ως ανθρώπινα όντα, είναι να υπηρετούμε μέχρι τέλους τα ιδανικά και τις αξίες μας, μηδενίζοντας αν χρειαστεί τον εαυτό μας, ακόμα κι «όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)/ πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος/ κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».
Πηγές:
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών
Η Κρητική Επανάστασις του 1866-69, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1967, τόμος 1
Βενιέρης Τιμόθεος, Το Αρκάδι δια των αιώνων, Πυρσός, 1938
Η μεγάλη κρητική επανάσταση του 1866-1869. http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2758/Themata-Neoellinikis-Istorias_G-Lykeiou_html-apli/index4_4.html.
Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου. Σαν Σήμερα.gr. https://www.sansimera.gr/articles/337.
Γαλανάκη Ρέα, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά, Άγρα, Αθήνα 1990
Πρεβελάκης Παντελής, Παντέρμη Κρήτη, Το χρονικό του σηκωμού του 66, Εστία, Αθήνα 1995
Καβάφης, Κ.Π., «Θερμομπύλες»
Ειρήνη Παξιμαδάκη
Κατερίνη, Νοέμβριος 2022