Του Κώστα Δαλακιουρίδη
Μόνοι μας γεννιόμαστε και μόνοι μας φεύγουμε από αυτό τον μάταιο κόσμο που δεν μας δίνει κάποιο σημάδι για το γιατί ήρθαμε και κυρίως γιατί και πώς θα φύγουμε. Μόλις γεννιόμαστε μας αρπάζει η ζωή και μας βάζει στο μαγγανοπήγαδο και δεν βρίσκουμε ευκαιρία να μείνουμε έστω για λίγο μόνοι με τον εαυτό μας. Ακόμα κι όταν είμαστε μόνοι, ασχολούμαστε με άλλα πράγματα, έξω από εμάς, πόσο μάλλον όταν είμαστε με άλλους
Γιατί το μυαλό μας αρνείται να σταματήσει να ασχολείται με τα εγκόσμια και να καταπιαστεί για λίγο με τον εαυτό μας.
Με αυτό δεν εννοούμε το τι θα φάμε , θα πιούμε, θα φορέσουμε, πώς θα πιάσουμε την καλή ή πώς να τα βγάλουμε πέρα. Ούτε θα το αφήσουμε να κάνει κριτική που την κάνει έτσι κι αλλιώς μετά από κάθε απόφασή μας, αλλά για να μείνουμε σε μια αταραξία, σε μια μακαριότητα που σε ζωογονεί και σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τη ζωή. Αυτή είναι πάνω ακόμα και από την ευτυχία που είναι περαστική. Η μακαριότητα απλά είναι έξω από τον χρόνο. Δεν τον νιώθεις να περνά, δεν σε απασχολεί. Είναι η ανώτερη κατάσταση που μπορεί να βρεθεί άνθρωπος και την κυνηγούν όλοι οι φιλόσοφοι αναντάμ παπαντάμ.
Βέβαια ένα είδος μακαριότητας ήταν αυτή που επεδίωκε ο Επίκουρος (ένας βαθιά παρεξηγημένος φιλόσοφος) δηλαδή τη φιλοσοφική συζήτηση με τους φίλους. Όχι βέβαια το κουτσομπολιό αλλά μια συζήτηση που αγγίζει τη ύπαρξη μας, τις ελπίδες, τις ανησυχίες και τους φόβους μας.
Για να γίνει αυτό και οι Ινδοί και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν το ίδιο μέσο. Να μην εξαρτάται η ψυχική σου κατάσταση από τα γήινα πράγματα. Ουσιαστικότερα να σταματήσουν οι πόνοι κι οι ανησυχίες που προκαλούν οι επιθυμίες, το ατέλειωτο «θέλω» του εγώ. Αυτό έκανε ο Σωκράτης, ο Επίκουρος, ο Πλωτίνος, αυτό έκαναν και οι βουδιστές για να φτάσουν στη Νιρβάνα την απόλυτη μακαριότητα. Μια στιγμή αν πετύχεις αυτή την άχρονη κατάσταση συνέχεια θα τη νοσταλγείς.
Βέβαια θα πει κάποιος ότι ο Σωκράτης πήγαινε σε συμπόσια και έπινε ουκ ολίγον. Όμως εκείνα τα συμπόσια ήταν φιλοσοφικά και το κρασί απλά συνόδευε τις σκέψεις χώρια που το έπιναν νερωμένο. Δεν είχαν τη μουσική να παίζει στο διαπασών και να μη μπορείς να πεις μια κουβέντα.
Μακάρι να μπορούσαμε να απολαύσουμε τέτοιες φιλοσοφικές συντροφιές και όταν δεν μπορούμε ας μας κάνει συντροφιά ο εαυτός μας. Ή αν δεν θέλει να μιλά δεν πειράζει. Απλά να νιώθουμε την παρουσία του ήρεμη δίπλα μας.
Κώστας Δαλακιουρίδης