Του Κώστα Δαλακιουρίδη
Η μεγάλη σύγχρονη πληγή της ανθρωπότητας είναι τα μεγάλα αστικά κέντρα που συνεχώς μεγαλώνουν. Το να δαπανά κανείς γι’ αυτά, είναι σαν να ρίχνει νερό στον πίθο των Δαναίδων που ήταν τρύπιος. Η συμβίωση τόσων ατόμων σε τερατούπολεις θέλει έργα για να γίνει ανεκτή. Μόλις καλυτερέψει, καινούργιες ροές έχουμε από την ύπαιθρο που συνεχώς ερημώνει.
Αυτό συμβαίνει και στην ακόρεστη Αθήνα που έχει συγκεντρωθεί ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας. Το ίδιο και στην Κωνσταντινούπολη κι αν πεις και για το Τόκιο χάνεις το μυαλό σου.
Κανονικά με τις μεγάλες δυνατότητες των επικοινωνιών το φαινόμενο έπρεπε να αντιστραφεί αφού σε λίγο αυτά που θα επακολουθήσουν στη μετάδοση των πληροφοριών δεν μπορεί κανείς να τα προβλέψει. Θα μεταδίδονται όχι μόνο εικόνες και ήχοι αλλά και οσμές και η αίσθηση της αφής όταν χαϊδεύεις από μακριά το παιδί σου. Μερικών πονηρών το μυαλό πάει αλλού αλλά τέλος πάντων. Άγνωστο το τι τέξεται η επιούσα!
Εκεί όμως που η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο είναι η μετάδοση του κορονοϊού. Στην επαρχία όταν αυξηθούν τα κρούσματα, το πολύ σε ένα μήνα τα πράγματα επανέρχονται. Άντε τώρα να ελέγξεις τις μετακινήσεις τόσων εκατομμυρίων όταν ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν και οι βαρεμένοι από τις συνομωσίες. Γιατί αυτό το φρούτο θέλει πολλούς για να ευδοκιμήσει. Επί πλέον τα περιμένουν όλα από την πολιτεία, όταν αυτή έχει δυνατότητες (και μάλιστα περιορισμένες) μόλις σε πιάσει ο ιός. Μέχρι τότε η ευθύνη είναι ατομική. Αλλά πώς να συμπεριφερθείς σε ανθρώπους που νομίζουν ότι έχουν μόνο δικαιώματα;
Τώρα δεν μπορούμε να καταλάβουμε την ευχαρίστηση που αντλούν μερικοί στις συναθροίσεις στις πλατείες με ένα μπουκάλι μπίρας στο χέρι. Μας θυμίζουν τα πρόβατα όταν «σταλούσαν» (συγκεντρώνονταν) στις στάνες. Κάθονται ακίνητα δίπλα δίπλα, χαμένα στις σκέψεις (;) τους και στη ψυχή του κοπαδιού. Γιατί όλα τα όντα έχουν ανάγκη συντροφιάς. Έτσι και οι νεαροί που συγκεντρώνονται τις νύχτες στις πλατείες με ένα ποτήρι, βασικά δεν πίνουν. Διαλύεται η ψυχή τους στη συλλογική ψυχή, χάνουν την ταυτότητά τους και συγχρόνως τις έγνοιες και η ώρα περνά ευχάριστα. Δεν σκέπτονται. Απόλαμβάνουν! Έτσι το να απευθυνθείς στη λογική τους θυμίζει την παροιμία «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα».
Μας έλεγε ένας φίλος : «στα χρόνια που μου μένουν θέλω να σκέφτομαι. Έχω αυτό το θείο δώρο και το έχω παραμελημένο». Αλλά οι άνθρωποι σπάνια σκέπτονται· ακολουθούν κι αν αναλογιστούμε ποιους ακολουθούν στο ίνσταντγκραμ τότε κλάψ’ τα Χαράλαμπε.
Κώστας Δαλακιουρίδης