Στις 21 Μαΐου 2022, ο Τομ Τέρτσιχ από το Νιου Τζέρσεϊ έγινε ο 10ος άνθρωπος που πέτυχε αυτό το αξιοσημείωτο κατόρθωμα, ενώ ο τετράποδος σύντροφός του η Σάβανα ήταν ο πρώτος σκύλος που κατόρθωσε ένα τέτοιο άθλο.
Ο Τομ και η Σαβάνα γιόρτασαν το μεγάλο τους επίτευγμα με μια τεράστια γιορτή επιστροφής στην πατρίδα, στην οποία παρευρέθηκαν πολλοί φίλοι και η οικογένεια του μαζί με πολλούς θαυμαστές.
Η θριαμβευτική στιγμή οδήγησε τον Τόμ και τη Σαβάνα στο τέλος ενός επταετούς ταξιδιού 48.000 χιλιομέτρων (29.826 μίλια) για το οποίο είχε αφιερώσει πολύ χρόνο δουλειάς και προετοιμασίας.
«Ήταν πολύ σουρεαλιστικό», λέει ο Tέρτσιχ στο CNN Travel από το σπίτι των γονιών του στην κωμόπολη του Χάντον στο Νιού Τζέρσεϊ.
«Φανταζόμουν πώς θα ήταν το τέλος εδώ και πολύ καιρό. Και όταν συνέβη, υπήρχαν άνθρωποι στους δρόμους και περπατούσαν μαζί μου.
“Το πρωταρχικό συναίσθημα ήταν απλώς η ανακούφιση. Αυτό το εγχείρημα κυριάρχησε στη ζωή μου για 15 χρόνια και το να μπορέσω τελικά να το αφήσω πίσω μου ήταν καταπληκτικό.”
Εμπνευσμένη βόλτα
Η έμπνευση για το ταξίδι προήλθε από μια θλιβερή απώλεια το 2006, όταν η για πολλά χρόνια φίλη του Αν Μαρί πέθανε σε ατύχημα με τζετ σκι σε ηλικία 17 ετών.
«Ο θάνατός της με διαμόρφωσε», εξηγεί. “Ήταν πολύ καλύτερος άνθρωπος από εμένα. Αρχισα να βυθίζομαι στη σκέψη ότι θα πεθάνω πεθάνω μια μέρα και αυτό θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Και τότε άρχισα να επαναξιολογώ τα πάντα.”
Ο Tέρτσιχ, που έχει συγκριθεί με τον Forrest Gump, τον χαρακτήρα του Τόμ Χανκς στην ταινία του 1994, αποφάσισε ότι χρειαζόταν ταξίδια και περιπέτεια στη ζωή του και άρχισε να ψάχνει όλους τους διαφορετικούς τρόπους που μπορούσε.
Αφού διάβασε για τον Στίβεν Νιούμαν, που καταγράφηκε στα Ρεκόρ Γκίνες ως ο πρώτος άνθρωπος που έκανε τον γύρο του κόσμου, και τον περιπατητικό τυχοδιώκτη Καρλ Μπούσμπι, ο οποίος κάνει τον γύρο του πλανήτη με τα πόδια από το 1998, ο Τέρτσιχ άρχισε να ανταποκρίνεται ο ίδιος σε αυτήν την πρόκληση.
«Το περπάτημα φαινόταν σαν ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβεις τον κόσμο και να αναγκαστείς να πας σε νέα μέρη», λέει. «Δεν ήθελα απλώς να πάω στο Παρίσι και στο Μάτσου Πίτσου, ήθελα πραγματικά να καταλάβω τον κόσμο και να δω πώς ζούν οι άνθρωποι καθημερινά».
Μόλις αφοσιώθηκε στην αποστολή του, ο Τέρτσιχ άρχισε να σχεδιάζει τη διαδρομή, ενώ προσπαθούσε να συγκεντρώσει τα χρήματα για τα ταξίδια του.
Κατάφερε να εξοικονομήσει αρκετά για να αντέξει περίπου δύο χρόνια στο δρόμο, δουλεύοντας το καλοκαίρι ενώ ήταν στο κολέγιο και μετακομίζοντας πίσω στους γονείς του μετά την αποφοίτησή του.
Ωστόσο, λίγο πριν φύγει, ο ιδιοκτήτης μιας τοπικής εταιρείας, της Philadelphia Sign, έμαθε για τα σχέδιά του και αποφάσισε να χορηγήσει το ταξίδι του.
«Αυτός ο επιχειρηματίας έτυχε να γνωρίζει την Αν Μαρί και την οικογένειά της», λέει. «Και ήθελε απλώς να με στηρίξει όπως μπορούσε».
Σχεδόν εννέα χρόνια αφότου σκέφτηκε για πρώτη φορά την ιδέα, ο Tέρτσιχ έκανε το πρώτο βήμα της βόλτας του σε όλο τον κόσμο.
Ξεκίνησε στις 2 Απριλίου 2015, λίγο πριν τα 26α γενέθλιά του, σπρώχνοντας ένα καρότσι μωρού που περιείχε εξοπλισμό πεζοπορίας, έναν υπνόσακο, ένα φορητό υπολογιστή, μια κάμερα DSLR και ένα πλαστικό κουτί, το οποίο χρησιμοποιούσε για να αποθηκεύσει το φαγητό του.
Ο Tέρτσιχ λέει ότι επινόησε τη διαδρομή του έχοντας κατά νου δύο βασικούς παράγοντες : ήθελε «να περάσει από κάθε ήπειρο και να ταξιδέψει με όσο το δυνατόν λιγότερα γραφειοκρατικά προβλήματα».
«Νόμιζα ότι θα ήταν περίπου πεντέμισι χρόνια», λέει. «Και αυτό αποδείχθηκε αρκετά ακριβές για το πραγματικό περπάτημα».
Πιστός σύντροφος
Ολο το ταξίδι κατέληξε να διαρκέσει επτά χρόνια, κυρίως λόγω δύο σημαντικών καθυστερήσεων. Το πρώτο συνέβη όταν ο Tέρτσιχ αρρώστησε με βακτηριακή λοίμωξη, η οποία του πήρε αρκετούς μήνες για να αναρρώσει και το δεύτερο οφειλόταν στην πανδημία Covid-19.
Αναπόφευκτα γνώρισε διάφορα σκαμπανεβάσματα στην πορεία, οταν για παράδειγμα βρέθηκε καλεσμένος σε τοπικούς γάμους τόσο στην Τουρκία όσο και στο Ουζμπεκιστάν ενώ τον κρατούσαν αιχμάλωτο με την απειλή μαχαιριού ενώ βρισκόταν στον Παναμά.
Πριν ξεκινήσει για τη μεγάλη βόλτα, ο Tέρτσιχ είχε κάνει πολύ λίγα ταξίδια. Είχε επισκεφθεί την Αγγλία, την Ιρλανδία και την Ουαλία κατά τη διάρκεια σε ταξίδια ανταλλαγής στο γυμνάσιο, ενώ είχε πάει για διακοπές στον Καναδά και τη Δομινικανή Δημοκρατία.
Επίσης, δεν είχε τεράστια εμπειρία στην πεζοπορία, αν και στο παρελθόν είχε ολοκληρώσει μια 10ήμερη πεζοπορία με έναν φίλο του, καθώς και κάποιες το Σαββατοκύριακο.
Το πρώτο στάδιο του ταξιδιού τον βρήκε να περπατά από το Νιου Τζέρσεϊ στον Παναμά. Περίπου τέσσερις μήνες αργότερα, ο Tσέρτσιχ απέκτησε τη σύντροφό του, το κουτάβι Σαβάνα, από ένα καταφύγιο ζώων στο Ώστιν του Τέξας.
Ενώ αρχικά δεν είχε σκοπό να πάρει σκύλο, πάλευε να χαλαρώσει, ιδιαίτερα όταν κοιμόταν σε κάμπινγκ, και ξυπνούσε συνεχώς κατά τη διάρκεια της νύχτας νομίζοντας ότι άκουγε κάτι να έρχεται.
Ένιωθε ότι το να έχει δίπλα του έναν γούνινο φίλο που θα μπορούσε να τον «φυλάει» τη νύχτα θα έκανε τη διαφορά, και αυτό αποδείχθηκε αλήθεια.
«Ήταν φανταστική», λέει για τη Σαβάνα. «Είναι απλά ωραίο να έχεις κάποιον να μοιραστείς κάποιες στιγμές μαζί του».
Μόλις έφτασαν στον Παναμά, το ζευγάρι πέταξε πάνω από το Darien Gap, ένα επικίνδυνο τμήμα της ζούγκλας μεταξύ Παναμά και Κολομβίας. Μετά από εκείνο τον πρώτο χρόνο στο δρόμο, ο Tσέρτσιχ δημιούργησε έναν λογαριασμό στην πλατφόρμα δωρεών Patreon, έτσι ώστε οι ακόλουθοί του να έχουν την επιλογή να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση των ταξιδιών του.
Το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου χρόνου το πέρασαν περπατώντας από τη Μπογκοτά της Κολομβίας στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, όπου πήραν ένα πλοίο για την Ανταρκτική.
Σε εκέινη τη χρονική περίοδο , ο Tσέρτσιχ επέστρεψε για λίγο στην πατρίδα για να βγάλει τα έγγραφα που χρειαζόταν για να ταξιδέψει στην Ευρώπη με τη Σαβάνα.
Μετά την άφιξή τους στην Ευρώπη, το ζευγάρι περπάτησε σε όλη την Ιρλανδία και τη Σκωτία, αλλά αναγκάστηκε να κάνει ένα εκτεταμένο διάλειμμα όταν ο Tσέρτσιχ αρρώστησε.
«Πέταξα λευκή πετσέτα εκεί [στη Σκωτία] και πήγα στο Λονδίνο», λέει, εξηγώντας ότι έμπαινε και έβγαινε από το νοσοκομείο για εβδομάδες ενώ βρισκόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο και τελικά επέστρεψε στο σπίτι του στις ΗΠΑ για να αναρρώσει.
Ο Tσέρτσιχ, ο οποίος κατέγραψε το ταξίδι του στο Ινσταγκραμ και το ιστολόγιό του The World Walk , συνέχισε την περιπέτεια στην Κοπεγχάγη τον Μάιο του 2018, αλλά θα περνούσε καιρός μέχρι να επιστρέψει στον συνηθισμένο εαυτό του, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά.
«Όταν περπατάς έξω και περνάς όλο αυτό το χρόνο μόνος σου, πρέπει πραγματικά να κάνεις καλή παρέα με τον εαυτό σου», εξηγεί.
“Ειδικά όταν είσαι συνεχώς εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης. Και έτσι πραγματικά δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό για μένα.”
Αν και ο Tσέρτσιχ παραδέχεται ότι άρχισε να αμφιβάλει αν θα μπορούσε να συνεχίσει, λέει ότι ποτέ δεν σκέφτηκε σοβαρά να τα παρατήσει.
«Υπήρχαν σίγουρα στιγμές που δεν ήμουν πραγματικά σε καλό φεγγάρι», λέει. «Και σκεφτόμουν, “τι κάνω εδώ έξω; Θα μπορούσα να είμαι με την οικογένειά μου και τους φίλους μου, και αντί για αυτό περπατάω μέσα σε αυτήν την κρύα βροχή στη Γερμανία.
“Αλλά δεν νομίζω ότι θα είχα σταματήσει ποτέ. Σκεφτόμουν αυτή τη βόλτα οκτώ χρόνια πριν καν την ξεκινήσω. Επομένως, θα ήταν τρελό να τα παρατήσω μετά από μερικά χρόνια.”
Μόλις περπάτησε το Camino de Santiago, ένα προσκύνημα που περικλέιει πολλές διαδρομές στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία, άρχισε να νοιώθει έτοιμος να βυθιστεί ξανά πλήρως στο ταξίδι του.
Στη συνέχεια, αυτός και η Σαβάνα πέρασαν στη Βόρεια Αφρική, όπου περπάτησαν στο Μαρόκο, την Αλγερία, όπου είχε αστυνομική συνοδεία, και την Τυνησία.
Από εκεί πέρασαν μέσω Ιταλίας, Σλοβενίας, Κροατίας, Μαυροβουνίου, Αλβανίας και Ελλάδας. Μετά την Ελλάδα, κατευθύνθηκαν προς την Τουρκία, όπου ο Tσέρτσιχ έγινε ο πρώτος ιδιώτης πολίτης που του επετράπη να διασχίσει τη γέφυρα του Βοσπόρου με τα πόδια.
Στη συνέχεια ταξίδεψαν στη Γεωργία ,στα βουνά του Καυκάσου, και στο Αζερμπαϊτζάν, χώρα που βρίσκεται στα σύνορα της Ανατολικής Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας, ακριβώς τη στιγμή που χτύπησε η πανδημία. Αυτό σήμαινε τελικά ότι αναγκάστηκαν να παραμείνουν στο Αζερμπαϊτζάν για τουλάχιστον έξι μήνες.
Ο δρόμος της επιστροφής στο σπίτι
Τότε απλώς περιμέναμε μέχρι να φτάσουμε σε οποιαδήποτε μέρος της Κεντρικής Ασίας», λέει ο Τσέρτσιχ , ο οποίος αρχικά είχε ως στόχο να ταξιδέψει μέσω του Ουζμπεκιστάν, της Κιργιζίας, του Καζακστάν, και της Μογγολίας, πριν πετάξει στην Αυστραλία και μετά πίσω στις ΗΠΑ.
Δυστυχώς, οι αυστηροί ταξιδιωτικοί περιορισμοί που ίσχυαν εκείνη την εποχή σήμαιναν ότι έπρεπε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του να επισκεφθεί την Αυστραλία και τη Μογγολία καθώς και οι δύο προορισμοί ήταν κλειστοί για διεθνείς επισκέπτες για περίπου δύο χρόνια , όπως και με το Καζακστάν.
Αφού περπάτησαν στο Κιργιστάν, μια μικρή χώρα της Κεντρικής Ασίας που συνορεύει με την Κίνα, μαζί με τη Σαβάνα, πέταξαν στο Σιάτλ τον Αύγουστο του 2021 με τελικό προορισμό την επιστροφή για το σπίτι τους στο Νιου Τζέρσεϊ.
Από όλα τα μέρη που διέσχισε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Tέρτσιχ λέει ότι το Γουαϊόμιγκ η λιγότερο πυκνοκατοικημένη πολιτεία των ΗΠΑ, ήταν το πιο δύσκολο.
«Είναι έρημα εκεί έξω», λέει, όταν θυμάται πώς περπάτησαν μαζί με τη Σαβάνα για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο χωρίς να βλέπουν τόσα πολλά από μαγαζί ή ακόμα και άνθρωπο, προτού τελικά συναντήσουν ένα μικροσκοπικό βενζινάδικο.
Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας βόλτας τους, το ζευγάρι περπάτησε σε έξι ηπείρους και 38 χώρες, περνώντας τις περισσότερες νύχτες στο κάμπινγκ.
Το Guinness World Records ορίζει τις απαιτήσεις για έναν γύρο στον κόσμο με τα πόδια, στα 18.000 μίλια (περίπου 30.000 χιλιόμετρα) και να διασχίζει τέσσερις ηπείρους , ένας στόχος που ο Tσέρτσιχ ξεπέρασε.
Κατά μέσο όρο, αυτός και η Σαβάνα περπατούσαν μεταξύ 18 και 24 μιλίων (περίπου 29 έως 38 χιλιόμετρα).
«Το θέμα με τη Σαβάνα ήταν ότι είχε πάντα πολύ περισσότερη ενέργεια από εμένα», λέει. «Αυτό [το περπάτημα από χώρα σε χώρα] είναι το μόνο που έχει γνωρίσει ποτέ.
«Υπήρχαν στιγμές που περνούσαμε από την έρημο και κατέρρεα στο τέλος της ημέρας και εκείνη ερχόταν με ένα ραβδί και ήθελε να παίξει».
Μόλις επέστρεψαν σταθερά στο έδαφος των ΗΠΑ, ο Tσέρτσιχ ήταν πιο πρόθυμος από ποτέ να ολοκληρώσει το μακρύ ταξίδι και να επιστρέψει στην κανονική ζωή.
«Επτά χρόνια είναι πολλά», λέει. “Μόλις φαινόταν το τέλος, απλά ανυπομονούσα να επιστρέψω. Ήμουν έτοιμος να κάνω ξανά παρέα με τους φίλους και την οικογένειά μου και να μην ετοιμάζω τη σκηνή μου κάθε πρωί.”
Πηγή: CNN Travel