Του Γιάννη Κορομήλη
Η εκλογολογία αποτελεί ένα πολύ συνηθισμένο σπορ για τους πολιτικούς μας. Κυρίως τους εκάστοτε ευρισκόμενους στην αξιωματική αντιπολίτευση. Με την βάσιμη τις περισσότερες φορές – ελπίδα ότι ο λαός, που «δεν ψηφίζει αλλά καταψηφίζει» θα διώξει την κυβέρνηση και στη θέση της θα αναδείξει την αξ. Αντιπολίτευση. Η εμπειρία μας διδάσκει ότι πάντα κάπως έτσι γίνεται.
Για να περιοριστούμε στα σχετικά πρόσφατα ο Γιώργος Παπανδρέου με το «λεφτά υπάρχουν», που βέβαια δεν υπήρχαν αλλά δεν τον ενδιέφερε, πρωθυπουργός ήθελε να γίνει ο άνθρωπος και έγινε. Τα ίδια περίπου και με τον Αντ. Σαμαρά. Τα ίδια και χειρότερα με τον Αλ. Τσίπρα. Που έλεγε συχνά – πυκνά: «Θα συμμαχήσω και με το διάβολο αρκεί να φύγει η ανίκανη κυβέρνηση». Έτσι έλεγε αλλά κανείς δεν αμφιβάλει ότι ευνοούσε «αρκεί να γίνω εγώ Πρωθυπουργός». Εκμεταλλευόμενος δε, όπως πριν απ΄ αυτόν κι ο ΓΑΠ, την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας τα κατάφερε.
Δεν συνεργάσθηκε με το.. διάβολο. Με τον Καμμένο συνεργάστηκε και λουστήκαμε τα «χαΐρια» τους. Προκαλεί ωστόσο εντύπωση πως ένας άνθρωπος που δηλώνει βέβαιος (πως το κατάφερε;) ότι Θεός δεν υπάρχει, δηλώνει ότι Σατανάς υπάρχει και πως είναι έτοιμος να… συνεργαστεί μαζί του. Λόγια, θα πείτε. Αλλά από τους ηγέτες έργα περιμένουμε όχι λόγια. Τέλος πάντων.
Πάντως στο χάλι που φθάσαμε οι εκλογές μάλλον αποτελούν λύση στο αδιέξοδο που οδήγησαν τη χώρα η «πρώτη και δεύτερη φορά αριστεροδεξιά κυβέρνηση». Εξάλλου ανέκαθεν οι πολιτικοί μας δεν σκέφτονταν την επιταγή του Συντάγματος «οι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συναπτά έτη». Και χρησιμοποιώντας την πρόβλεψη του Συντάγματος ότι «πρόωρες εκλογές μπορούν να γίνουν για την αντιμετώπιση σοβαρού εθνικού προβλήματος» προσφεύγουν σε πρόωρες εκλογές επικαλούμενοι εθνικό πρόβλημα που τις περισσότερες φορές δεν είναι και τόσο σοβαρό, τη συγκεκριμένη περίοδο, ώστε να επιβάλλεται όντως η διενέργεια εκλογών . Αλλά ποιος νοιάζεται για το Σύνταγμα…
Έτσι στα 42 χρόνια από τη Μεταπολίτευση έγιναν 18 εκλογές! Και δύο δημοψηφίσματα. Είχαμε δηλαδή εθνικές εκλογές κάθε δύο χρόνια και τέσσερις μήνες! Αλλά και τα 195 χρόνια του νεοελληνικού κράτους κάναμε περίπου 95 εκλογές. Δηλαδή κάθε δύο χρόνια και κάτι. Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα; Γιατί άραγε να λέμε ότι κάνουμε εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια ( κατά το Σύνταγμα) και να μην καθιερωθεί (με αναθεώρηση) να γίνονται κάθε δύο χρόνια;
Με μια προϋπόθεση ότι δεν θα γίνονται ποτέ για άλλους λόγους ( π.χ. εκλογή προέδρου Δημοκρατίας ή καταχρηστική επίκληση σοβαρού δήθεν θέματος).
Κι όταν λέμε δύο χρόνια θα το εννοούμε. Όπως οι προηγμένες χώρες της Ευρώπης ή οι ΗΠΑ δεν επιδίδονται στο παιχνίδι των πρόωρων εκλογών. Τα χρόνια που προβλέπει το Σύνταγμα τα σέβονται. Όχι σαν εμάς. Εξάλλου έχουμε και προηγούμενο. Η πρώτη στον κόσμο δημοκρατία ,αυτή της πόλης – κράτους των Αθηνών επέλεγε τη Βουλή της των 500 κάθε χρόνο. Κάτι ήξερε για τους πολίτες της …
Θα πει ίσως κάποιος ότι κάθε δύο χρόνια εκλογές θα πληρώνουμε ως κράτος, πολλά έξοδα. Αυτά τα έξοδα έτσι κι αλλιώς τα κάνουμε. Γιατί να μην τα «νομιμοποιήσουμε» με πιο σοβαρούς λόγους. Όπως π.χ. με συνταγματική κατοχύρωση; Κι εξάλλου σε δύο χρόνια η εκάστοτε κυβέρνηση θα δείξει το πραγματικό πρόσωπο της. Κι αν μεν είναι καλή, αποτελεσματική και έντιμη θα ξαναεκλεγεί για τα επόμενα δύο χρόνια. Αν όμως άλλα έλεγε προεκλογικά, για να ξεγελάσει τον κοσμάκη και έκανε τα ακριβώς αντίθετα (βλέπε σημερινή κυβέρνηση) τότε όσο παραμένει τόσο μεγαλύτερο κακό κάνει. Γιατί δηλαδή πρέπει να πληρώνουμε τα λάθη και τις παραλείψεις της για τέσσερα χρόνια. Δεν φτάνουν δύο; Φτάνουν και περισσεύουν.
Πέραν αυτού με τη διετία, θα γλιτώσουμε κι από την εκλογολογία που παίρνει συνήθως τις διαστάσεις της εκλογολαγνείας.
Συνεχίζεται