Του Κων/νου Τζέκη
Χειμώνας. Η μικρή μας πολιτεία, κρυμμένη στα θολά τζάμια των σπιτιών, μοιάζει ερημωμένη και ορφανή. Μονάχα τα στολίδια, που κρέμονται από τους εξώστες των διαμερισμάτων, μαρτυρούν την αναμονή κάποιου γεγονότος, που σε λίγο θα έρθει.
Κρύο αβάσταχτο και τα χοντρά ρούχα μοιάζουν αραχνοΰφαντα, καθώς ο παγωμένος βοριάς εκμηδενίζει την αποστολή τους.
Οι σκύλοι δεν αλυχτούν κρυμμένοι στα καλύβια τους και ο κόκορας του γείτονα σήμερα καθυστέρησε να διαμαρτυρηθεί για την καθυστερημένη άφιξη του ήλιου. Φαίνεται το κρύο δεν επηρεάζει μόνο ανθρώπους αλλά οτιδήποτε αναπνέει πάνω στη γη.
Αυτά σκεφτόταν, καθώς σκυφτός και κουλουριασμένος στα χοντρά του αντιανεμικά, που τα αγόρασε με κόπο και στέρηση από το μαγαζί της πόλης του και αποτέλεσε αφορμή διαλόγου από τους γείτονες, αφού θεώρησαν, ότι θα πήγαινε για σκι τρομάρα του, γιατί σαν τέτοια διαφημίζονταν τα ρούχα στο κατάστημα.
Ξύπνησε χαράματα, αφού το ξυπνητήρι δεν του έκανε το χατίρι να ξεχάσει την εντολή που του έδωσε και ντύθηκε τουρτουρίζοντας, αφού το κρύο άλωσε και την άμυνα των τοίχων του σπιτιού του. Πήρε το δρόμο για την εκκλησιά χαράματα. Σήμερα ήταν αποφασισμένος να παραστεί στην ακολουθία της γέννησης του Χριστού.
Βαδίζοντας σκυμμένος και κουλουριασμένος από το πλουμιστό κασκόλ του, που του το χάρισε μια φίλη του τότε που έμπαινε στο σπίτι της στην αρχή της γνωριμίας και τον περιποιούνταν σαν αφέντη, σκόνταψε στη γωνιά, σε έναν όγκο. Άκουσε μια κραυγή πόνου και γυρίζοντας ξαφνιασμένος αντίκρισε έναν σκούρο όγκο, που κουνιόνταν και έβγαζε κραυγές πόνου και αγωνίας.
Διαπίστωσε σκύβοντας, πως ήταν μια κοπέλα ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο, στην μικρή κόχη της εισόδου κάποιου σπιτιού, που απάγκιαζε λίγο. Η έκπληξή του ήταν ότι η κοπέλα ήταν σε ενδιαφέρουσα και σε λίγο μάλλον θα γεννούσε, αφού οι λυγμοί της, ήταν πόνοι γέννας.
Κοίταξε το ρολόι του και αυτό έδειξε με τους φωσφορίζοντες δείκτες του ώρα έξη. Ψυχή δεν περνούσε και αποφάσισε να βοηθήσει αυτή τη μοναχική Παναγιά, που σε λίγο θα γεννούσε έναν Χριστούλη, σε πρόχειρη φάτνη και αυτή, σαν την Παναγιά της πίστης μας.
Σε ελάχιστο χρόνο ένα ασθενοφόρο τη μετέφερε στο Νοσοκομείο με συνοδό τον ξαφνικό βοσκό του Ευαγγελίου, που μεταμορφώθηκε εδώ σε έναν τυχαίο διαβάτη, που κατευθύνονταν προς την εκκλησία, να παραστεί στην επέτειο ενσάρκωσης του θείου λόγου.
Ένα βογγητό ανακούφισης και ένα κλάμα μωρού ήταν το χαρμόσυνο γεγονός στη μαιευτική.
Γεμάτος περηφάνια και χαρά κατηφόρισε προς την εκκλησία. Σε λίγο άκουγε τη χαρμόσυνη είδηση από τους ψάλτες της. «Χριστός γεννάται δοξάσατε..». Κοντοστάθηκε, έκανε το σταυρό του και απομακρύνθηκε. Είχε επιτελέσει το καθήκον του στο ακέραιο. Είχε παραστεί στη γέννηση ενός άλλου φτωχού και ορφανού Χριστού σε νέα έκδοση.
Αποφάσισε να γίνει ο προστάτης του νεογέννητου. Ανατρίχιασε με τη σκέψη. Προστάτης ενός νέου Χριστού, ποιος ξέρει.
Με τη σκέψη ότι την ίδια ώρα πόσα παιδάκια να είδαν το φως του ήλιου και ποιο άραγε μέλλον τους επιφύλασσε η μοίρα τους, έφθασε στο Μαιευτήριο. Ο μικρός στην αγκαλιά της μάνας του αναζητούσε την πηγή της ζωής, το μητρικό γάλα. Του φάνηκε γνώριμη η εικόνα. Έμοιαζε στα δικά του μάτια σαν Παναγία με το θείο βρέφος στην αγκαλιά της.
Μόνο το φωτοστέφανο τους έλειπε. Βούρκωσε. Άρχισε να ψέλνει τα κάλαντα μπρός στα έκπληκτα μάτια των ασθενών. Μόνο που ακούγονταν σαν ψαλμωδίες αγγέλων.
Δεν ακούγονταν, ήταν ψαλμωδίες αγγέλων.