Του Μόσχου Λαγκουβάρδου
Του Μόσχου Λαγκουβάρδου
Ὁ Ἔντγκαρ Λή Μάστερς Ἀμερικανός ποιητής, γεννήθηκε στό Γκάρνερ τοῦ Κάνσας τό 1869 καί πέθανε στό Μέλροζ Πάρκ τό 1950. Ἀπέκτησε φήμη μέ τό ποιητικό του ἔργο «Ἀνθολογία τοῦ Σπούν Ρίβερ» (1915) ὅπου μέσα ἀπό τά ἐπιτάφια ἐπιγράμματα ἑνός φανταστικοῦ νεκροταφείου μιᾶς μικρῆς πόλης τοῦ Μίντλ Οὐέστ, οἱ νεκροί ἀφηγοῦνται τήν ἀλήθεια γιά τή ζωή τους. Τό βιβλίο μετέφρασε ἀπό τά ἀγγλικά ὁ Σπύρος Ἀποστόλου καί κυκλοφορεῖ ἀπό τίς ἐκδόσεις Γκύντεμπεργκ. Ὁ Ντέϊβις Μάτλοκ εἶναι ἕνας ἀπό τούς νεκρούς αὐτούς, πού ἀφηγεῖται μέσα ἀπό τό ἐπιτάφιο ἐπίγραμμά του τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς γι’ αὐτόν.
Ὁ Μάστερς ξεχώρισε τρεῖς κατηγορίες ἀνάμεσα στά δημιουργήματά του. Στήν ταξινόμηση τοῦ βιβλίου του «οἱ βλάκες, οἱ μέθυσοι καί οἱ ἀποτυχημένοι μπῆκαν πρῶτοι, δεύτεροι τοποθετήθηκαν ἄνθρωποι μέ περιορισμένο μυαλό, καί τελευταῖοι πῆραν θέση οἱ ἥρωες καί τά πεφωτισμενα πνεύματα, ὡς ἕνα εἶδος Θείας Κωμωδίας». Δέν ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στίς τρεῖς κατηγορίες, ἀλλά ὁ Μάτλοκ φαίνεται ὅτι ἀνήκει στήν τρίτη κατηγορία, ἀπό τό εἶδος τῆς μεταφυσικῆς ἀγωνίας του. Ὁ Μάτλοκ
ἀναρωτιέται, ἄν ἡ ἀνθρώπινη φύση διαφέρει ἀπ’ τήν ὑπόλοιπη φύση, τή φύση τῶν ζώων π.χ. ἤ δέν ὑπάρχει διαφορά, καί δέν ὑπάρχει οὖτε πνευματική ζωή, οὖτε πνεῦμα.
Δέν ξέρουμε τί δουλειά ἔκανε, ἄν ἦταν παντρεμένος ἤ ἐργένης, ἄν ἦταν πλούσιος ἤ φτωχός. Δέν ἔχουν ἄλλωστε καί μεγάλη σημασία ὄλα αὐτά γιά τόν Μάτλοκ, γιατί αὐτό πού τόν ἐνδιέφερε πιό πολύ ἦταν ἡ ἀληθινή ζωή. Ἀπό τά λόγια του φαίνεται πῶς ἔμαθε τελικά ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή. Λέει μέσα ἀπ’ τόν τάφο του, προφανῶς στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του: «Νά τῆνε ζήσεις σά θεός/ Σίγουρος γιά τήν ἀθανασία, μ’ ὄλο πού ἀμφιβάλλεις/ Εἶναι ὁ μόνος τρόπος νά τή ζήσεις».
Ἀπό τά ἴδια του τά λόγια φαίνεται πῶς ὁ Μάτλοκ δέν ἦταν κανένας θεωρητικός, πού ἐξαπατοῦσε τόν ἑαυτό του μέ διάφορες θεωρίες. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ἀποφεύγει νά θεωρητικολογεῖ παρόλο πού τό ἐνδιαφέρον του ἀνάγεται στό χῶρο τῆς θεωρίας. Ὁ Μάτλοκ σάν χαρακτήρας ἦταν ἕνας θυμόσοφος, ἕνας καλοκάγαθος ἄνθρωπος, πού ἀσκοῦσε κάποιο ἐπάγγελμα χειρωνακτικό. Τό πιό πιθανό εἶναι νά ἦταν κάποιος μελισσουργός. Θά ἦταν ἕνας ἥσυχος ἄνθρωπος, πού δέν θά χρειαζόταν νά φοράει μάσκα, γιατί οἱ μέλισσες δέν θά τόν πείραζαν. Οἱ κινήσεις του θά ἦταν ἀπαλές καί γενικά ἡ στάση του πρός τούς ἄλλους θά ἦταν ὄλο τρυφερότητα. Ἕνας ὠραῖος τύπος, πού θά εὐχόταν νά τόν εἶχε κανείς πατέρα, δάσκαλο, ἀδερφό ἤ φίλο.
Ὑποθέτω πῶς ἦταν μελισσουργός, γιατί τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἐπιταφίου του μιλάει γιά μέλισσες. Ἡ κεντρική ἰδέα εἶναι πῶς ἡ ἀνθρωπότητα δέν εἶναι παρά μία μεγάλη κυψέλη καί ἡ ἀνθρώπινη ἀνάγκη δέν εἶναι εὐρύτερη ἀπ’ τήν ἀνάγκη τῆς φύσης, τότε Θεός δέν εἶναι παρά βαρύτητα (δηλαδή φυσικοί νόμοι) κι ὁ θάνατος εἶναι ὁ μόνος ὑπέρτατος σκοπός.
Ἀλλά ὁ ἴδιος δέν πιστεύει κάτι τέτοιο. Ξέρει ἀπ’ τήν προσωπική του πείρα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἱκανοποιεῖται ὅπως τό ζῶο μέ τήν τροφή καί τήν ἀναπαραγωγή καί ζητάει κάτι περισσότερο. Ξέρει «ὅτι τοῦ ἀνθρώπου ἡ φύση εἶναι πλατύτερη/ ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς φύσης στήν κυψέλη/ κι ὅτι πρέπει νά σηκώνεις τό βάρος τῆς ζωῆς/ καθῶς καί τήν παρόρμηση ἀπ’ τό περισσό σου πνεῦμα.»
«Πνευματικός καθρέφτης»