– Έστω για μια πλάκα χρυσού, άντε κι ένα κότερο!
– Άρχισες πάλι να τραγουδάς!
– Α! Δεν μπορώ, είμαι παράφωνος! Όποιος με ακούει να τραγουδώ την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια! Δεν αντέχει!
– Μεταφορικά ρε, εννοούσα!
– Ρε, ξέρεις κάτι; Έχω κι εγώ τρεις ράβδους χρυσού! Έλα, τι έπαθες; Πιες λίγο νερό!
– Καλά, ρε, τρελός είσαι; Που βρήκες ράβδους χρυσού; Εσύ;
– Κοίτα να σου πω, ξέρεις ότι κάθε μέρα γράφω στο μπαλκόνι μου, ξέρεις ότι φυσάει πάντα εκεί,
– Ναι…
– Ξέρεις τι πρακτικές είναι οι ράβδοι χρυσού; Τις βάζεις επάνω στην ντάνα με τα χαρτιά και όποιον πάρει ο χάρος! Δεν πα να φυσάει όσα μποφόρ θέλει; Αμετακίνητα εκεί τα χειρόγραφα μου, δεν φεύγουν με τίποτα. Το φαντάζεσαι να σηκωθεί από το πουθενά κανένας αγέρας και άντε να με βλέπεις να τρέχω να τα μαζέψω. Ενώ με τις ράβδους… Τίποτα, έχεις το κεφάλι σου ήσυχο!
– Είσαι σοβαρός; Και που τις βρήκες; Δεν μπορεί να έχεις ράβδο χρυσού με νόμιμο τρόπο!
– Αυτά τα λες εσύ!
– Εγώ τα λέω και όλος ο κόσμος!
– Γιατί δεν βάζεις ένα τούβλο πάνω στα χαρτιά σου,. Την ίδια δουλειά δεν κάνει;
– Είσαι καλά; Είναι δυνατόν; Άκου τούβλο! Τι με πέρασες, για κανένα φτωχούλη;
– Και δεν φοβάσαι μη σε κλέψουν;
– Όχι ρε, δεν φοβάμαι!
– Εγώ θα έλεγα να πάρεις ένα τούβλο να πάρεις κι ένα κομμάτι χαρτί χρυσού χρώματος και να το τυλίξεις, όποτε ούτε γάτα ούτε ζημιά! Άκου εκεί, ράβδο χρυσού! Ο κόσμος δεν έχει να φάει και εσύ χρησιμοποιείς ολόκληρη πλάκα χρυσού για τα χαρτιά σου! Έλεος πια! Κρίμα από το Θεό ρε, αυτό είναι πρόκληση!
– Κοίτα να σου πω, ο καθένας έχει τον τρόπο του! Εσύ έτσι κι εγώ αλλιώς, δεν μπορεί να είμαστε ίδιοι!
– Αυτό θα μας φάει!
– Εγώ έχω και κότερο, εσύ δεν έχεις! Πως γίνεται αυτό; Γίνεται ρε, αλλά πρέπει να έχεις τον τρόπο σου! Αν δεν τον έχεις δεν έχεις ούτε πλάκες ούτε πλωτά! Πλιτς πλατς ξεπλάτς!
– Αυτά τι είναι; Συνθηματικά;
– Όχι, αυτή τη στιγμή έχω βουτήξει στην πισίνα μου! Δεν πιστεύω να σ’ έβρεξα;
– Όχι, ρε, κάνε δουλειά σου!