Οι απώλειες σε έσοδα από το απόθεμα των χορηγήσεών τους και από την παρκαρισμένη στην Ευρωτράπεζα ρευστότητα, λόγω της υποχώρησης των επιτοκίων, η οποία κατά τα φαινόμενα θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του 2025, είναι αναπόφευκτες.
Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη προετοιμαστεί για αυτήν την εξέλιξη με διάφορους τρόπους τους τελευταίους μήνες, ενώ σχεδιάζουν να εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αποκλιμάκωση στο κόστος του χρήματος για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων τους.
Οι ελληνικές τράπεζες
Το σχέδιό τους προβλέπει τα εξής:
Αντιστάθμιση κινδύνου
Ήδη από τα τέλη του 2023 οι ελληνικές τράπεζες έχουν αρχίσει το χτίσιμο θέσεων αντιστάθμισης κινδύνου, καίγοντας ένα μικρό μέρος των εσόδων τους για την προστασία τους έναντι του κινδύνου μείωσης των επιτοκίων.
Καθώς τα επιτόκια στην ευρωζώνη θα συνεχίσουν να υποχωρούν, οι τράπεζες από αυτές τις τοποθετήσεις θα σημειώνουν κέρδη, μέσω των οποίων θα αναπληρωθεί ένα αξιοσημείωτο μέρος των απωλειών που θα έχουν από τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου που έχουν χορηγήσει στο παρελθόν.
Νέα παραγωγή
Η μείωση των επιτοκίων θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να προσφέρουν πιο ελκυστικά δανειακά προγράμματα.
Η τάση αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για νέες χρηματοδοτήσεις, τόσο από νοικοκυριά, όσο και από επιχειρήσεις.
Πρόκειται για βασική πτυχή του επιχειρησιακού σχεδιασμού της περιόδου 2024 – 2026, όπως έχει παρουσιαστεί από τις διοικήσεις τους.
Σύμφωνα με αυτόν, θα καταγραφεί επιτάχυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης τα επόμενα χρόνια, με γύρισμα σε θετικό έδαφος ακόμη και των χορηγήσεων λιανικής, τα υπόλοιπα των οποίων μειώνονται συνεχώς επί μία 15ετία.
Σύνδεση με αγορές
Η μείωση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με την εν εξελίξει αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και των τραπεζών, αποτελεί συνθήκη ικανή για τον περιορισμό του επιτοκιακού βάρους του κλάδου.
Ο λόγος γίνεται κατά βάση για τις υποχρεώσεις που έχουν για ομόλογα που έχουν εκδώσει και τα οποία θα μπορούν να αντικατασταθούν με νέους τίτλους, οι οποίοι θα φέρουν χαμηλότερα κουπόνια.
Επίσης, οι πρόσθετες εκδόσεις που είναι απαραίτητες προς επίτευξη των στόχων για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις (MREL), θα γίνουν με μικρότερο κόστος.
Οι σχετικοί δείκτες όχι μόνο πρέπει να βρίσκονται στη ζώνη του 28% – 29% έως και την Πρωτοχρονιά του 2026, αλλά να διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα και στη συνέχεια.
Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα μόνιμο βάρος για τις ελληνικές τράπεζες. Με την υποχώρηση λοιπόν του κόστους εξυπηρέτησής του, θα περιοριστούν τα έξοδα για τόκους, ενισχύοντας την οργανική τους κερδοφορία.
Καταθετική βάση
Σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης πόρων έχουν οι ελληνικές τράπεζες και από την επιτοκιακή πολιτική που εφαρμόζουν στις καταθέσεις, οι οποίες αποτελούν σήμερα τη μεγαλύτερη πηγή άντλησης ρευστότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, καθώς θα μειώνονται τα επιτόκια της ΕΚΤ, θα προχωρούν σε συνεχείς προς τα κάτω αναπροσαρμογές των αποδόσεων που προσφέρουν μέσω λογαριασμών προθεσμίας.
Ταυτόχρονα, θα επιχειρήσουν να στρέψουν τους αποταμιευτές που διατηρούν σήμερα περί τα 35 δισ. ευρώ σε προϊόντα προσυμφωνημένης διάρκειας, προς άλλες επενδυτικές λύσεις, από τις οποίες εισπράττουν προμήθειες.
Εν προκειμένω δηλαδή το κέρδος για τις τράπεζες θα είναι διπλό. Από τη μία πλευρά θα περιορίσουν τις δαπάνες σε τόκους και από την άλλη θα ενισχύσουν τα έσοδά τους από τις πωλήσεις επενδυτικών προϊόντων.
Πηγή: ot.gr