2.ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ.
Γ. ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΑΙΔΙΩΝ
– Εκτός από τα παιδιά με μέσες ικανότητες στον αθλητισμό, συμμετέχουν και ορισμένες κατηγορίες παιδιών που έχουν ειδικές ικανότητες η μειονεκτήματα.
Από τη μία μεριά της κατηγορίας των ειδικών παιδιών είναι εκείνα που έχουν αναπτυξιακά προβλήματα και σωματικές η ψυχικές αποκλίσεις από το φυσιολογικό και η άλλη κατηγορία αναφέρεται στα παιδιά
εκείνα, που κοινά αποκαλούνται ταλέντα.
Στην τελευταία αυτή κατηγορία θα μπορούσαν να ενταχθούν εκείνα τα παιδιά που παρουσιάζουν κάποιες ικανότητες, που υπερβαίνουν τις φυσιολογικές για την ηλικία τους.
Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των προικισμένων παιδιών (ταλέντων) δεν έχουν ερευνηθεί διεξοδικά.
Πάντως στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τα τεστ προσωπικότητας χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό των ατόμων που έχουν ταλέντο, για να εισαχθούν στα ειδικά σχολεία για αθλητές.
Επίσης στα παιδιά αυτά γίνονται τεστ για να μετρηθεί το άγχος που έχουν και αν αυτό επιτρέπει συμμετοχή σε αγωνιστικό αθλητισμό, όπου η πίεση πάνω στο παιδί είναι μεγάλη.
Έρευνες σχετικά με τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των προικισμένων αθλητικά παιδιών έχουν δείξει ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
– Ορισμένες από τις απλές αθλητικές δραστηριότητες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τα παιδιά εκείνα που επιδεικνύουν σωματική αδυναμία.
Απαιτείτε όμως ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή από τους προπονητές αυτής της κατηγορίας παιδιών, γιατί συνήθως πάσχουν από προβλήματα αυτοπεποίθησης και κακής εικόνας για τον εαυτό τους.
Επίσης οι γονείς των παιδιών πρέπει να επιδείξουν ιδιαίτερη ευαισθησία στην επιλογή του αθλητικού περιβάλλοντος, που συμμετέχουν τα παιδιά, καθώς επίσης και του επιπέδου του προγράμματος άθλησης.
Υπάρχει επίσης περίπτωση πολλά παιδιά, παρά τη φανερή σωματική τους ευρωστία η την ευφυΐα τους, να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις σύνθετων κινητικών δραστηριοτήτων.
Θα ήταν λάθος να υπερτονίζεται αυτή η “αδυναμία” τους από τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής η τους προπονητές σε κάποιο συγκεκριμένο άθλημα.
Ιδιαίτερη προσοχή επίσης χρειάζονται και τα παιδιά που έχουν “ακραία σωματική διάπλαση”, όπως τα πολύ παχύσαρκα παιδιά ή τα πολύ λεπτά και ψηλά.
Συχνά οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής και η προπονητές ενθαρρύνουν σε πολύ μικρή ηλικία, τα παιδιά να ασχοληθούν με ένα μόνο άθλημα που λογικά ταιριάζει με την σωματική τους διάπλαση, όπως π.χ τα παχύσαρκα παιδιά με το μπάσκετ μπωλ.
Κάτι τέτοιο δε θεωρείτε σωστό, γιατί στην ηλικία αυτή τα παιδιά πρέπει να μυηθούν σε έναν αριθμό δραστηριοτήτων από τις οποίες αργότερα θα επιλέξουν εκείνη που τους ταιριάζει περισσότερο.
Χρειάζονται δε συνεχή ενθάρρυνση από τους γονείς και καθηγητές Φυσικής Αγωγής και η προπονητές για να ξεπεράσουν τα προβλήματα που σχετίζονται με τη σωματική τους διάπλαση.
Δ. ΠΡΩΪΜΗ ΚΑΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ ΩΡΙΜΑΝΣΗ
– Στον αθλητισμό παιδιά ίδιας χρονολογικής ηλικίας συχνά εμφανίζουν μεγάλες διαφορές στις επιδόσεις και αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη διαδικασία ωρίμανσης.
Υπάρχουν, δηλαδή παιδιά που παρουσιάζουν πρώιμη ωρίμανση και παιδιά που ωριμάζουν αργά και στην κάθε κατηγορία ανήκει ένα μεγάλο ποσοστό του παιδικού πληθυσμού.
Συμβαίνει δε τα παιδιά που ωριμάζουν νωρίτερα να παρουσιάζουν καλλίτερες επιδόσεις στη νευρομυική συναρμογή, το χρόνο αντίδρασης, την ταχύτητα, την ακρίβεια, τη σταθερότητα κ.λ.π. από αυτές των άλλων παιδιών
της ίδιας χρονολογικής ηλικίας.
– Εχει διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι ο αθλητισμός μεροληπτεί, με σκανδαλώδη τρόπο, υπέρ των παιδιών που εμφανίζουν πρόωρη ωρίμανση.
Το γεγονός δηλαδή ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα παιδιά αυτά έχουν καλλίτερες επιδόσεις από τους συνομηλίκους τους, οδηγεί τους υπευθύνους στην απλοϊκή σκέψη ότι θα εξακολουθήσουν να υπερέχουν και στο μέλλον.
Αυτό βέβαια απέχει από την πραγματικότητα.
Τα στοιχεία που να στηρίζουν τον ισχυρισμό για την προβλεπτικότητα της αθλητικής ικανότητας κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του παιδιού είναι περιορισμένα.
Σε ότι αφορά την πρόβλεψη της αθλητικής ικανότητας στην εφηβεία, από τις ικανότητες της παιδικής ηλικίας η έρευνα δείχνει ότι δεν είναι δυνατή.
Ετσι μόνο ένα στα τέσσερα παιδιά που επέδειξαν αθλητική υπεροχή στο δημοτικό σχολείο εξακολουθούν να υπερέχουν και στο γυμνάσιο.
Γενικά πάντως το παιδί που ωριμάζει γρήγορα μπορεί να υπερέχει των άλλων παιδιών μέχρι την ηλικία των 15-16 χρόνων.
Όμως αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή τα παιδιά αυτά ενθαρρύνονται στην αρχή περισσότερο λόγω του μεγέθους τους και των άλλων ικανοτήτων, από ότι τα άλλα.
– Συμβαίνει επίσης τα παιδιά με μεγαλύτερες σωματικές ικανότητες πάντα έχουν ισχυρότερη επιβολή στη νεανική κουλτούρα και ως συνέπεια της αναγνώρισης των ικανοτήτων τους, τα παιδιά αυτά νοιώθουν πιο ασφαλή.
Αυτή η ασφάλεια επεκτείνεται μέχρι και την ενηλικίωση τους.
Αντίθετα τα παιδιά που ωριμάζουν αργά έχουν προβλήματα αναγνώρισης και οι γονείς αυτών δεν τα ενθαρρύνουν να αναπτύξουν τις φυσικές τους ικανότητες.
– Συνήθως τα αντιπροσωπευτικά σχολικά αθλητικά συγκροτήματα απαρτίζονται από παιδιά με πρώϊμη ωρίμανση, γιατί έχουν καλλίτερες επιδόσεις από τα άλλα παιδιά της ίδιας ηλικίας.
Επίσης τα παιδιά αυτά από νωρίς δέχονται προπονητικά ερεθίσματα και γι αυτό τα άλλα παιδιά υστερούν ακόμα περισσότερο στις αθλητικές δραστηριότητες.
Αυτή φυσικά είναι μία κατάσταση που, παρά τις δυσφορίες που εκφράζονται για την λειτουργία της Φυσικής Αγωγής στο σχολείο, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ταύτιση της με την δημιουργία ομάδων, εξακολουθεί να υπάρχει στον ελλαδικό χώρο.
Αργότερα όμως όταν τα υπόλοιπα παιδιά ωριμάσουν επίσης, τα παιδιά με πρόωρη ωρίμανση έχοντας χάσει το αρχικό πλεονέκτημα, παύουν να αποτελούν πόλο έλξης της προσοχής την συμμαθητών τους και του καθηγητή.
Το γεγονός ότι παύουν να είναι “πρώτοι” δημιουργεί και άλλα προβλήματα στα παιδιά αυτά, που οφείλονται στην κριτική που ασκείται από το κοινωνικό τους περίγυρο.
Ετσι, όλη η εικόνα για τον εαυτό τους που είχαν σχηματίσει, μπορεί να θρυμματιστεί ξαφνικά και να μείνουν χωρίς εναλλακτικές διεξόδους έκφρασης γιατί λόγω της πρώιμης ωρίμανσης τους στο παρελθόν ασχολήθηκαν μόνο με μία δραστηριότητα.
– Το φαινόμενο παρατηρείτε συχνά, παρά το γεγονός ότι δεν είναι καταφανές, απλά γιατί είναι “μικρά προσωπικά δράματα” που για προφανείς λόγους δε γνωστοποιούνται πλατιά.
Φυσικά ο ευαίσθητος και ενημερωμένος επιστημονικά καθηγητής πρέπει να είναι σε θέση να χειριστεί κατάλληλα τα παιδιά που ωριμάζουν νωρίς.
Θα μπορούσε, πιθανόν, ο καθηγητής να ενημερωθεί σχετικά με την ωρίμανση των γονέων των παιδιών, όταν ήταν μικρά παιδιά.
Έχοντας εντοπίσει τα παιδιά εκείνα που ωριμάζουν γρηγορότερα, θα μπορούσε να τα εντάξει σε ομάδες με την ίδια αναπτυξιακή και όχι χρονολογική ηλικία.
– Τα προβλήματα όμως είναι περισσότερα για τα παιδιά που ωριμάζουν καθυστερημένα.
Φυσικά αυτό οφείλεται στο μικρό σώμα τους και στο μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης των άλλων φυσικών ικανοτήτων.
Τα παιδιά αυτά πρέπει να ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε αθλήματα που δεν απαιτούν μεγάλες σωματικές διαστάσεις και ικανότητες, όπως η ενόργανη γυμναστική, τα αθλήματα με ρακέτες ( τένις, επιτραπέζια αντισφαίριση, κολύμβηση κ.λ.π)
Επίσης θα ήταν ωφέλιμο να καθυστερεί σκόπιμα η εισαγωγή των παιδιών αυτών στα αγωνιστικά σπμέχρι να ωριμάσουν.
Γενικά πάντως πρέπει να αποφευχθεί η είσοδος των παιδιών αυτών σε αγωνιστικά σπόρ που απαιτούν σωματικές ικανότητες γιατί πιθανότατα τα παιδιά θα έχουν αρνητικές εμπειρίες από μία τέτοια συμμετοχή.
Όσοι λοιπόν εργάζονται με μικρά παιδιά, πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τις διαφορές αυτές στο ρυθμό ανάπτυξης.
Το πρόγραμμα άθλησης πρέπει να είναι ευλύγιστο και να παρέχει τη δυνατότητα για τη διεξαγωγή αγώνων διαφόρων κατηγοριών δυσκολίας.
Θα ήταν λάθος να αποθαρρύνονται τα παιδιά που ωριμάζουν αργά, γιατί συμβαίνει συχνά, εξαιτίας του ότι δεν έχουν εκτεθεί νωρίς στους κινδύνους συναγωνισμού, να ασχολούνται με τα σπορ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι τα παιδιά που ωριμάζουν νωρίς.