– Εκδότη μου, γεννήθηκα το ’60 κι ορκίστηκα πτυχιούχος το ‘82, έφεδρος οπλίτης το ’83 και μόνιμος δημόσιος υπάλληλος το ’93, χωρίς μπάρμπα στην Κορώνη. Να ελπίζω σε σύνταξη ή όχι;
– Εκδότη μου, γεννήθηκα το ’60 κι ορκίστηκα πτυχιούχος το ‘82, έφεδρος οπλίτης το ’83 και μόνιμος δημόσιος υπάλληλος το ’93, χωρίς μπάρμπα στην Κορώνη. Να ελπίζω σε σύνταξη ή όχι;
– Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, αλλά γιατί ζητάς τη γνώμη μου. Ειδήμονες δεν υπάρχουν;
– Αποφαίνονται, από τηλεοράσεως, αφενός. Αφετέρου, οι εκδότες πάντοτε κάτι παραπάνω ξέρουν, οπότε τι λέτε; Να ελπίζω;
– Τα χαλάει το «άνευ».
– Το «άνευ πτυχίου»; Και δεν το λέγατε, έγκαιρα, να μη ζορίζομαι τζάμπα και βερεσέ;
– Το «άνευ μπάρμπα», διευκρινίζω, ένεκα που θα διοριζόσουνα νωρίτερα και θα ήσουν ήδη συνταξιούχος, γηραιότατος ετών 56(!), για να μη συζητάμε τώρα, αλλά τέλος πάντων. Ευκαιρίας δοθείσης, ερωτώ: Από προϋπηρεσία τι διαθέτουμε;
– Πολυθεσίτη με περάσατε να περιμένω διορισμό, εργαζόμενος αλλού, ήτοι δυο δουλειές ταυτόχρονα;
– Εντάξει, αλλά τα χρόνια της εναγώνιας αναμονής τι έτρωγες, νομοταγή μου;
– Τη σύνταξη τού πατέρα.
– Κι ο πατέρας πώς την έβγαζε; Τον χαρτζιλίκωνε η μητέρα;
– Μακάρι να είχε σύνταξη η μανούλα και θα βλέπατε χαρές ο υποφαινόμενος. Όμως, αυτή δεν ασφαλίστηκε ποτέ.
– Γιατί, δεν της κολλάγανε τα ένσημα;
– Ποια ένσημα, εκδότη μου; Ο πατέρας την έπεισε να μην εργαστεί.
– Και τι έκανε; Καθόοοτανε άπραγη;
– Όχι κι άπραγη, όταν έφερε στον κόσμο εμέ τον μοσχαναθρεμμένο. Λίγο με έχετε;
– Τότε, φτου, μη σε ματιάσω, πορφυρογέννητε!
– Ξεματιάσματα τέλος, πριν τα πω όλα στον υπουργό Παιδείας. Νίκο Φίλη, είσαι εδώ;
– Μη μου πεις. Πιστεύουν στα ματιάσματα κι οι θεωρητικοί της Αριστεράς; Βρε, τι πάθαμε!…
– Δεν νομίζω(!), αλλά επειδή ο σύντροφος Φίλης δεν συμπαθεί τους τίτλους ευγενείας, σκέφτηκα να πέμψω ραπόρτο με τα καθέκαστα. Σε παραλείψεις θα υποπίπτουμε τέτοιες δύσκολες ώρες;
– Καλά λες, οπότε φτου, μη σε ματιάσω, άνευ λοιπών σχολίων.
– Μη φτύνετε, παρακαλώ, Νίκο Φίλη, είσαι εδώ;
– Γιατί, αντιπαθεί και τα σχόλια; Βρε, πού μπλέξαμε!…
– Όχι, αλλά η υγρασία βλάπτει σοβαρά την υγεία κι εγώ μόλις έκανα μπάνιο.
– Να το κόψεις.
– Για να με ξεματιάζετε, ανενόχλητος, ή μήπως είστε εναντίον του μπάνιου και μας το κρύβετε; Ιδού, η απορία!
– Ιδού, η αστοχία, διευκρινίζω, καθότι σκόπευα να επισημάνω ότι οι «δεύτερη φορά αριστερά» συντάξεις σε συνδυασμό με τις τιμαριθμικές αναθερμάνσεις προοιωνίζονται μπάνιο κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, άντε και σε καμιά εθνική εορτή. Εννόησες, βρε θηρίο;
– Όχι.
– Τα λουσίματα στις 28 Οκτωβρίου αποτελούν σπατάλη, εγγύς ο χειμώνας γαρ, διευκρινίζω. Συνεννοηθήκαμε;
– Όχι, καθότι με την «υδρολογία» ξεχάσαμε τις συντάξεις. Να ελπίζω;
– Ξέρω κι εγώ. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, το είπαμε.
Αναγνώστες μου, μόλις απολαύσατε παλαιότερο πόνημα του εμπειροτέχνη πολιτικού αναλυτή θείου Αφεντούλη (11/5/2010), με τις δέουσες επικαιροποιήσεις, λόγω των επώδυνων δημοσιονομικών αλλαγών, Μνημονίων ένεκεν, βεβαίως – βεβαίως, που αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, ότι μεταδώσαμε νωρίς τα αδιέξοδα του παρόντος στο συνταξιοδοτικό και όχι μόνον.
Εξ ου ο τίτλος, λοιπόν, που δίνει λαβή να άδουμε τον πόνο μας, σε παράφραση Κώστα Βίρβου, και πάμε όλοι μαζί:
Γεννήθηκα για να πεινώ
και να με κοροϊδεύουν
αφού όλοι όσοι ψήφισα
στην ψύχρα με δουλεύουν.
Με φτώχυναν και δεν ξεχνώ
το πόσο έχω ιδρώσει
να γίνει η έρμη ψήφος μου
«σταυρός» να τους «σταυρώσει»,
πολιτικοί μου, πείτε «αλεύρι». Υποψήφιος μικροσυνταξιούχος αγορεύει!…
-Ω-