Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου κι ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στα φονικά πλοκάμια του πιο φριχτού από τους πολέμους, του εμφυλίου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν απέστειλε στην καθημαγμένη χώρα μας ( το 1947 συγκεκριμένα) τον Πολ Πόρτερ για να αξιολογήσει την επικρατούσα κατάσταση. Ο Π. Πόρτερ στην σχετική έκθεση που συνέταξε μετά την επιτόπια έρευνά του διατύπωσε την πεποίθηση πως κανείς δεν θα πρέπει να περιμένει το παραμικρό για την Ελλάδα και ότι η χώρα μας χρειαζόταν ένα θαύμα για να ορθοποδήσει. Το 1950 ωστόσο ξεκίνησε το μεγαλύτερο άλμα που πραγματοποίησε ποτέ η Ελλάδα.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου κι ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στα φονικά πλοκάμια του πιο φριχτού από τους πολέμους, του εμφυλίου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν απέστειλε στην καθημαγμένη χώρα μας ( το 1947 συγκεκριμένα) τον Πολ Πόρτερ για να αξιολογήσει την επικρατούσα κατάσταση. Ο Π. Πόρτερ στην σχετική έκθεση που συνέταξε μετά την επιτόπια έρευνά του διατύπωσε την πεποίθηση πως κανείς δεν θα πρέπει να περιμένει το παραμικρό για την Ελλάδα και ότι η χώρα μας χρειαζόταν ένα θαύμα για να ορθοποδήσει. Το 1950 ωστόσο ξεκίνησε το μεγαλύτερο άλμα που πραγματοποίησε ποτέ η Ελλάδα.
Σε παρόμοια κατάσταση μ’ αυτή του 1949 βρέθηκαν οι Έλληνες, και για χρόνια, μετά την χρεοκοπία του 1983 και την ήττα του 1897. Οι Έλληνες βρισκόταν και τότε σε μόνιμη απελπισία και κατάθλιψη. Ώσπου ήρθε το μέγα θαύμα του 1910. Και από τη σκοπιά του 1908 το 1913 έμοιαζε εντελώς αδύνατο.
Σήμερα βρισκόμαστε στο ίδιο περίπου απελπιστικό σημείο που βρισκόμασταν και το 1908 (και πριν) και το 1949-50. Και στις δύο εκείνες περιπτώσεις έγινε το θαύμα. Και ξέρουμε πόσο δύσκολα γίνεται ένα θαύμα. «Κοιλοπονάνε χρόνια κι αιώνες βασανίζονται να κάνουν ένα θαύμα». Σ’ εμάς έφτασαν μερικές δεκαετίες. Μπορούμε άραγε να ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο και τώρα; Κανείς δεν ξέρει…
Ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε έγραφε τον 19ο αιώνα – προφητικά θάλεγε κανείς και με μια δόση ζηλοφθονίας – στο «Η γέννηση της τραγωδίας»: … Σχεδόν όλες οι εποχές και όλα τα στάδια της κουλτούρας προσπάθησαν κάποια στιγμή με βαθιά δυσθυμία, να απελευθερωθούν από τους Έλληνες, επειδή κάθε προσωπική εμφανώς πρωτότυπη και αξιοθαύμαστη δημιουργία φαινόταν σε σύγκριση μ’ εκείνους, να χάνει ξαφνικά τη ζωή και το χρώμα της, και να γίνεται αποτυχημένο αντίγραφο, ακόμη και καρικατούρα. Κι έτσι, κάθε τόσο ξεσπάει μια βαθιά οργή εναντίον του αλαζονικού μικρού λαού , που είχε την τόλμη να χαρακτηρίζει «βάρβαρο» ότι δεν ήταν δικό του γέννημα θρέμμα (…) Πρέπει να αναγνωρίσουμε ετούτη την αλήθεια: ότι οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας και κάθε άλλης κουλτούρας, αλλά και ότι σχεδόν πάντα τα άρματα και τα άλογα είναι κατώτερης ποιότητας και δόξας από τους οδηγούς τους, που το είχαν παιχνίδι να γκρεμίσουν αυτό το σύνολο σε μια άβυσσο, την οποία εύκολα πηδούν εκείνοι με ένα άλμα όμοιο μ’ εκείνο του Αχιλλέα».
Τα τελευταία αυτά λόγια του Νίτσε επαληθεύτηκαν και τις δύο χρονολογίες που προαναφέρθηκαν και πολλές άλλες πριν από αυτές ή ανάμεσά τους. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια παρόμοια κατάσταση:
Απελπισμένοι κι ανήμποροι χάσκουμε μπροστά σε μιαν άβυσσο που απειλεί να μας καταπιεί. Και καθώς όλα δείχνουν πως «άρματα και άλογα» έπεσαν ήδη στο γκρεμό. Κι αυτά που σήμερα καμώνονται πως τρέχουν και πως αντέχουν κι αυτά σύντομα θα βρεθούν στην άβυσσο που βρέθηκαν και τα προηγούμενα.
Το κρίσιμο ερώτημα που παραμένει είναι αυτές τις τελευταίες ώρες που μας απομένουν πριν καταλήξουμε κι εμείς οι Έλληνες – που τόσο υπέροχα, αν και όχι χωρίς ζήλεια, περιγράφει ο Φρ. Νίτσε – θα βρούμε την πατροπαράδοτη δύναμη να επαναλάβουμε το άλμα «το όμοιο μ’ εκείνο τον Αχιλλέα», να υπερπηδήσουμε την άβυσσο μπροστά μας και να σταθούμε απέναντι, στο ξέφωτο της δημιουργίας και της προκοπής.
Συνεχίζεται