Και για το Α΄ τρίμηνο του 2017-05-02 έρχεται ολική ανατροπή του τρέχοντος μνημονίου με απρόβλεπτες συνέπειες
Απογοητευτική» χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση της χώρας και για το πρώτο τρίμηνο του 2017 το Γραφείο της Βουλής για την πορεία του κρατικού προϋπολογισμού επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι η αφαίμαξη των νοικοκυριών, η μείωση καταθέσεων, η αύξηση των κόκκινων δανείων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών «έρχονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες που επενδύθηκαν στο τρέχον Μνημόνιο και επομένως μπορεί να οδηγήσουν σε ολική ανατροπή των δεδομένων του με απρόβλεπτες συνέπειες».
Οι συντάκτες της τριμηνιαίας έκθεσης Ιανουάριος – Μάρτιος 2017 θεωρούν «απίθανη» την επίτευξη του στόχου για 2,7% ανάπτυξη το 2017, προβλέπουν περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας, μείωση του ΑΕΠ και εκτροχιασμό όλων των στόχων του προϋπολογισμού και των φορολογικών εσόδων με ότι αυτό σημαίνει για την ενεργοποίηση του περίφημου «κόφτη» και την ανάγκη λήψης νέων επώδυνων δημοσιονομικών μέτρων.
Αναγνωρίζουν ως μόνο θετικό «πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία» την επίτευξη τεχνικής προκαταρκτικής συμφωνίας με τους θεσμούς η οποία ανοίγει το δρόμο για την οριστική τεχνική συμφωνία (Staff level Agreement).
Επιστροφή σε ύφεση
Στο κεφάλαιο συμπερασμάτων οι συντάκτες εκφράζουν επιφυλάξεις για το αν η χώρα μπορεί να αλλάξει σελίδα υπογραμμίζοντας πως «Η οικονομική κατάσταση το πρώτο τρίμηνο 2017 είναι απογοητευτική σε σχέση με τις προσδοκίες.Το πρώτο τρίμηνο του 2017 η οικονομία της χώρας δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα. Παραμένει σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση».
Επίσης, εκφράζεται ανησυχία καθώς από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η ελληνική οικονομία εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί».
Απίθανος στόχος η ανάπτυξη 2,7%
Σε άλλο σημείο τονίζεται ότι η πορεία και οι επιδώσεις της ελληνικής οικονομίας καθιστούν «απίθανη την ανάπτυξη 2,7% που πρόβλεπε ο Προϋπολογισμός για το 2017, γιατί δεν εκπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις για ένα υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης» ενώ σημειώνεται ότι αναμένεται περαιτέρω απώλεια του ΑΕΠ για το 2017 κατά 1 δις ευρώ!
Για τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μπορούν να
– Έχουμε βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ και αυξάνουν το χρέος.
– Το 2016 τα έσοδα του κράτους υπερκάλυψαν τις δαπάνες. Η επίδοση αυτή οφείλεται στην αύξηση των φόρων και στη μείωση συντάξεων το 2016, καθώς και στην επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που μαζί με άλλα μέτρα κατέληξαν σε μείωση της φοροδιαφυγής…
– Αμφιβάλλουμε αν τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν επί μακρόν στο επίπεδο του 3,5% ΑΕΠ μετά το 2018 χωρίς ζημιά για την οικονομία. Και βέβαια, θα ήταν καλύτερα οι στόχοι για το 2018 και μετά να ήταν χαμηλότεροι, περίπου 2% ΑΕΠ όπως προτείνουν μεταξύ άλλων το ΔΝΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος.
– Με τα παρόντα επίπεδα χρέους (και ακριβώς λόγω του υψηλότατου κόστους δανεισμού) η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές το 2018 είναι δύσκολη. Μια αναδιάρθρωση (ή γενναία επιμήκυνση) του ελληνικού χρέους καθίσταται αναγκαία
Δεσμεύει μελλοντικές κυβερνήσεις
Για την νέα συμφωνία αναφέρεται ότι «ουσιαστικά μετατέθηκε η εφαρμογή μέρους του προγράμματος προσαρμογής (2015) για την περίοδο μετά το τέλος του, δεσμεύει επομένως και μελλοντικές κυβερνήσεις. Οι συντάκτες εξηγούν πως «τα «αντίμετρα» τελούν υπό την αίρεση ότι η δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνει τον στόχο 3,5% ΑΕΠ και το ΔΝΤ αξιολογεί θετικά την πολιτική προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018 μετά τη λήξη του προγράμματος.
Συνεπώς είναι δύσκολο να υπολογισθεί σήμερα με ασφάλεια το ισοζύγιο της περιοριστικής και επεκτατικής επίπτωσης της τεχνικής προκαταρκτικής συμφωνίας της 1ης Μαΐου 2017».
Λιτότητα ως 2021… ίσως ως 2023
Οι συντάκτες προειδοποιούν πως αν η κυβέρνηση εξακολουθήσει να λειτουργεί με καθυστερήσεις και επιφυλάξεις και «επαναληφθεί το δράμα της δεύτερης αξιολόγησης , απλά θα παραταθεί η αβεβαιότητα και θα εξουδετερωθεί το «ατμοσφαιρικό» όφελος της συμφωνίας».
Επίσης, εξηγούν πως «η διατήρηση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον ως το 2021 (στη χειρότερη περίπτωση ως το 2023) ισοδυναμεί με παράταση της λιτότητας που θα πιέζει την οικονομία προς τα κάτω καθώς συνεπάγεται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις (ως το 2020 το αργότερο) οι οποίες όμως θα νομοθετηθούν σήμερα.
Με άλλα λόγια δεν αίρεται μια πηγή της αβεβαιότητας που αφορά κυρίως στους φόρους! Η συμφωνία δεν συμβάλλει θετικά στη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος».