Ένας άνθρωπος Μποέμ ευγενής με αρχοντικό παράστημα και λάτρης του ωραίου φύλου που νομίζω δεν τιμήθηκε όπως έπρεπε δεν γνωρίζω εάν υπάρχει έστω και κάποιος δρόμος με το όνομά του.
Επιστρέφοντας στην γενέτειρα αρχές του 90 μεταξύ των άλλων πολλών εργασιών που κάναμε με την Δέσποινα για να βιοποριστούμε ,σκεφθήκαμε και για κάποιο εμπορικό μαγαζί με ιδιαίτερης αισθητικής αντικείμενα πίνακες κλπ το μετέπειτα γνωστό “Παραθύρι”.
Στην αγορά όμως το γνωστό Παζάρι δεν υπήρχε κανένα διαθέσιμο κτήριο προς ενοικίαση μια και η αγορά ήταν στο απόγειο εκείνη την εποχή και πολλοί συντοπίτες μας δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στον συγκεκριμένο δρόμο.
Τα μόνο ξενοίκιαστο μαγαζί ήταν το παλιό κτήριο του γιατρού του Γεωργουλή διακοσίων και πλέον ετών κτήριο που ήταν πάντα εμπορικό ενώ τις τελευταίες δεκαετίες ήταν εγκαταλελειμμένο. Τα παλιοντάμια του Γεωργουλή όπως τα έλεγαν στην πιάτσα.
Ρωτήσαμε λοιπόν αλλά μάθαμε ότι ο γιατρός όχι μόνο δεν τα νοικιάζει αλλά έδωσε χρονικό περιθώριο για να βγεί και ο μόνος ενοικιαστής που υπήρχε ο γνωστός σε όλους Στράνζιος (Δημήτρης Σκρέτας) που επισκεύαζε ρολόγια και πάσης φύσεως ηλεκτρικές συσκευές. γιατί ήθελε να τα γκρεμίσει.
Mια αντιδικία όμως που είχε με τον δήμο σχετικά με τα μέτρα για να φαρδύνει ο δρόμος καθυστερούσε την κατεδάφιση.
Για να μην τα πολυλογώ επειδή το μαγαζί του το ζητήσανε και γνωστοί του και δεν το έδωσε, τι πιθανότητες είχαμε εμείς δυο νέα παιδιά που δεν μας ήξερε;
Οπότε αποφασίσαμε να βολιδοσκοπήσουμε την κατάσταση εκ της πλαγίου οδού.
Ο γνωστός χαράκτης Αστέρης Γκέκας εκείνη την εποχή έκανε παρέα μαζί του και μεσολάβησε να του μιλήσει να τον ρίξει στο φιλότιμο. επίσης και η σύζυγος του γιατρού η κυρία Μάγδα, που ήταν πιο προσιτή . γνώριζε και την Δέσποινα και υποσχέθηκε να του κάνει μια κουβέντα.
Πράγματι λοιπόν του μίλησαν και όλως παραδόξως δέχθηκε αρχικά να μας δει.
Χτυπήσαμε το κουδούνι με ανάμικτα συναισθήματα μας πέρασε η κυρία Μάγδα στο σαλόνι να περιμένουμε … σε λίγο επιστρέφει και μας λέει:
-Ο γιατρός είναι έτοιμος να σας δεχθεί.
Περάσαμε στο γραφείο του. Ο Γόλας με το ένα του χέρι ακουμπισμένο στο σαγόνι και το άλλο χωμένο στο σακάκι του σαν τον Ναπολέων.
Πάνω στο γραφείο του ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τον ίδιο πιο νέο με μια ιδιαίτερη ομορφιά κινηματογραφικού χαρακτήρα. (Ζαν Πολ Μπελμοντό)
-Καθίστε.
Μετά σιωπή. Εμείς αμηχανία …Μας κοιτούσε χωρίς να μιλά τουλάχιστον για ένα λεπτό.
-Ώστε εσείς είστε που θέλετε το μαγαζί; και τι θέλετε να το κάνετε;
Του εξηγήσαμε πάνω κάτω.
Σιωπή πάλι …συνέχισε να μας κοιτάει χωρίς να μιλά, πέρασε κανένα λεπτό ψαρωτικής παύσης.
-Εντάξει αποκρίνεται, αλλά υπό έναν όρο: μόλις βγει η απόφαση με τον Δήμο θα τα κατεδαφίσω οπότε δεν θα κάνουμε συμβόλαιο και θα σας πω ένα μήνα νωρίτερα να φύγετε.
Μπήκα την επαύριο μέσα σε ένα κτήριο γεμάτο ιστορία
Αγκωνάρια πελεκητά στο χέρι, τζινέτια και σίδερα χειροποίητα στο καμίνι και σφυρήλατα στο αμόνι, γριντιές κεδρίσιες πάνω από διακόσια χρόνια με χειροποίητα καρφιά. Ξεκινήσαμε με μεράκι και αγάπη για αυτό που κάναμε.
Άρχισα να δουλεύω χωρίς να πειράξω τίποτα απ το παρελθόν …σε κάποια σημεία στον τοίχο μάλιστα άφησα τα παλιά χρώματα λουλάκια και ώχρες
Κάθε μεσημέρι λοιπόν ανεβαίνοντας ο Γόλας από το εστιατόριο του Μπούρου κι απ’ το ζαχαροπλαστείο του Λιάγκα όπου σύχναζε έβαζε το κεφάλι μέσα και με παρατηρούσε με περιέργεια χωρίς να μιλά με το χέρι χωμένο στο σακάκι του σαν Ναπολέων την συνήθιζε αυτή την στάση όταν δεν μιλούσε.
Με έβλεπε λοιπόν μία να κάνω τον πετρά μια τον ξυλουργό , τον υδραυλικό κλπ και κοιτούσε κάθε μέρα με περιέργεια την πορεία της αναπαλαίωσης του χώρου.
Στο πάνω μέρος του μαγαζιού, όσοι το θυμούνται, υπήρχε ένας σωρός από πέτρες και κεραμίδια που είχαν πέσει από την σκεπή που είχε καταρρεύσει σε κάποιο σημείο
όταν λοιπόν μετέφερα αυτά τα υλικά από κάτω υπήρχε μισοθαμμένη μία πόρτα στιβαρή και μεγάλη, εξώπορτα . Την έβγαλα την καθάρισα επιμελώς για δυο μέρες, παράτησα τις εργασίες και ασχολήθηκα με την πόρτα Χειροποίητη με σιδερένια πριτσίνια φτιαγμένα στο χέρι και επάνω είχε σκαλισμένα αρχικά σαν αυτά που σκαλίζαμε μικροί στα δένδρα
Την τελείωσα και τη έβαλα στην άκρη να την χρησιμοποιήσουμε αργότερα σαν πάγκο με ανάλογα αντικείμενα.
Την επομένη ξαναπερνάει ο Γόλας με το γνωστό ύφος να δει τι κάνω. Είχα από μέρες διαπιστώσει από το μειδίαμα του ότι του άρεσε που έδινα ζωή στο κτήριο. Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας και του δείχνω την πόρτα που βρήκα.
Την κοίταζε ώρα, δεν έλεγε τίποτα, κάποια στιγμή πέρασε το χέρι του τρυφερά στο ξύλο και σταματάει στα σκαλισμένα αρχικά Γ.Ν.Γ (Γρηγόριος Νικολάου Γεωργουλής)
Φεύγει σαν σκιαγμένος χωρίς να πει τίποτα και γυρίζει σε λίγο με μια φωτογραφία στο χέρι και μου την δείχνει.
Είναι ο Γιατρός μικρός επτά οκτώ χρονών με κοντό παντελονάκι και τιράντες και ένα άσπρο φανελάκι και είναι μπροστά σ αυτήν την πόρτα που ήταν η εξώπορτα του πατρικού του σπιτιού , πάνω στην οποία είχε χαράξει τα αρχικά του ονόματός του.
Γυρίζει με κοιτάει :
-Βρές μαστόρους να κάνουν όλη την σκεπή από την αρχή και θα τους πληρώσω εγώ.
Στα εγκαίνια του ζήτησα την φωτογραφία και την έβαλα δίπλα στην πόρτα
Έτσι ίσως χάρη σε αυτήν την πόρτα αντί για έξι μήνες στο μαγαζί βιοποριστήκαμε 22 χρόνια με το γνωστό “Παραθύρι”
Η πόρτα αυτή τώρα είναι τραπέζι στο κτήμα και κάθε φορά που κάθομαι θυμάμαι αυτή την ιστορία, ακούω το σφυρί στο αμόνι που έγιναν τα πριτσίνια και τα τζινέτια της πόρτας και το σκαρπέλο να χαράζει το αυλακωτό περίγραμμα στο ξύλο.
Επίσης φορές σιγοτραγουδώ
Δεν μπορώ μανούλαμ δεν μπορώ
αχ συρε να φέρεις τον γιατρό
τον γιατρό μανάμ τον Γεργουλί
να με γιάνει μάναμ την πληγή.
Θάνος Κυρίτσης