Η 30η Σεπτεμβρίου είναι μια ημερομηνία που θα μείνει για πάντα καταγεγραμμένη στην παγκόσμια Ιστορία. Μετά την προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας στη (ναζιστική) Γερμανία το 1938, το ευρωπαϊκό κάρμα βιώνει, έπειτα από μια μακρά ιστορική περίοδο ειρήνης και εξισορρόπησης (είναι η αλήθεια), μια νέα εκδοχή προσαρτήσεων, αυτή τη φορά με ‘‘δράστη’’ τη Ρωσία του Πούτιν. Προηγήθηκε η περίπτωση της Κριμαίας το 2014 και μόλις χθες ακολούθησε η προσάρτηση των γνωστών τεσσάρων ουκρανικών επαρχιών (oblasts), δηλαδή του Λουγκάνσκ, του Ντονέτσκ, της Ζαπορίζια και της Χερσώνας, στον κορμό του ρωσικού κράτους.
Παρότι είναι κοινή παραδοχή ότι τον Ρώσο ηγέτη δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει η διεθνής νομιμότητα, η Ρωσία εντούτοις επικαλέστηκε μια επίφαση νομιμοποιημένης διαδικασίας αναφορικά με την ενσωμάτωση στον κρατικό κορμό της σχεδόν του 20% της ουκρανικής εδαφικότητας. Πριν λίγες μέρες, με τον τρόπο βέβαια που έγινε παγκοσμίως γνωστός και κατανοητός, διοργανώθηκαν ‘‘δημοψηφίσματα’’ στις παραπάνω ουκρανικές επαρχίες και με ποσοστό 99% (!) ο λαός των περιοχών αυτών ‘‘ευτυχής’’ μάθαμε ότι αποφάσισε την αποκοπή του από τη χώρα του και την ένταξή του στη Ρωσία.
Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να αναλυθεί το ερώτημα αν η όλη διαδικασία της προσάρτησης στηρίζεται στη διεθνή νομιμότητα ή αν συνιστά μια ακόμα ωμή προσβολή της διεθνούς έννομης τάξης από την πλευρά του Πούτιν.
Καταρχάς, δέον να μνημονευτεί ότι η με βάση το άρθρο 2§4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών όλα τα έθνη οφείλουν στις διεθνείς τους σχέσεις να απέχουν από την απειλή ή τη χρήση (και πολεμικής) βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας κάθε κράτους και δη (από την απειλή ή τη χρήση βίας) κατά τρόπο που δεν συνάδει με τους σκοπούς του ΟΗΕ. Επικουρικά, η Διακήρυξη επί των αρχών του Διεθνούς Δικαίου αναφορικά με τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των χωρών που υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Γ.Σ. του ΟΗΕ αναφέρει ότι η επικράτεια ενός κράτους δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κτήσης από έτερο κράτος δια της απειλής ή δια της χρήσης, βεβαίως, πολεμικής βίας. Αυτές δε τις θεμελιώδεις αρχές του ειρηνικού modus operandi της διεθνούς Κοινότητας τις επιβεβαίωσε 8 φορές από το 1967 με ψηφίσματά του (Resolutions) το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Παράλληλα, στα δύο ‘‘δίδυμα’’ Σύμφωνα των Ηνωμένων Εθνών (1966), ήτοι στο Διεθνές Σύμφωνο για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, αποτυπώνεται εγγράφως (άρ. 1) ο βασικός οικουμενικός δημοκρατικός κανόνας της αυτοδιάθεσης των λαών που συνεπάγεται τον αυτοπροσδιορισμό τους ως προς το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό τους status.
Έχοντας τα παραπάνω ως μείζονα σκέψη του συλλογισμού μας, εν συνεχεία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ειδικότερο πλαίσιο των διεθνών δικαιϊκών κανόνων ως προς την κατοχή (occupation) μέρους ή του συνόλου του εδάφους ενός κράτους από ένα άλλο. Τους κανόνες αυτούς τους αποκρυσταλλώνουν οι Διεθνείς Κανονισμοί της Χάγης του 1907 (Hague Regulations), η 4η Σύμβαση της Γενεύης σχετικά με την προστασία των πολιτών σε περίοδο Πολέμου και το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλό της.
Σύμφωνα με το άρθρο 42 των Διεθνών Κανονισμών της Χάγης (ΔΚΧ) μια επικράτεια θεωρείται υπό κατοχή όταν επ’ αυτής αποκτά την εξουσιαστική δύναμη ο στρατός ενός ξένου κράτους. Παρά ταύτα, το άρθρο 43 των ΔΚΧ προβλέπει ότι ακόμη και στην περίπτωση που η εξουσία και η νομιμοποιητική ισχύς έχει περάσει στα χέρια της επιτιθεμένης χώρας, αυτή οφείλει το συντομότερο να κατοχυρώσει (επί του κατειλημμένου εδάφους) τη δημόσια τάξη και ασφάλεια σεβόμενη τους εν ισχύει νόμους της υπό κατοχή χώρας. Είναι δε απολύτως απαγορευμένοι οποιασδήποτε μορφής εξαναγκασμοί των πολιτών που να τους ωθούν σε υποταγή στην κατακτητική δύναμη και στα κελεύσματά της (άρ. 45 των ΔΚΧ).
Επιπρόσθετα, στην 4η Σύμβαση της Γενεύης σχετικά με την προστασία των πολιτών σε περίοδο πολέμου (ΣΓ IV) ορίζεται (άρ. 8 και 47) ότι οι πολίτες του κράτους που δέχθηκε τη στρατιωτική επίθεση δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να αποκηρύξουν εν όλω ή εν μέρει τα αστικά και πολιτικά τους δικαιώματα, ότι η κατακτητική δύναμη οφείλει να απέχει από την απεμπόληση των δημοσίων λειτουργών και των δικαστών στα κατεχόμενα εδάφη (άρ. 54) και ότι, τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να επιβάλλει στους πολίτες της υπό κατοχή χώρας μόνο εκείνες της ρυθμίσεις που στοχεύουν στην πραγματοποίηση των σκοπών της Σύμβασης, διατηρώντας, ει δυνατόν, την τακτική κυβέρνηση (orderly government) του κατεχόμενου κράτους (άρ. 64).
Εν προκειμένω, εφόσον τα παραπάνω θεμελιακά για την παγκόσμια νόρμα και το ius universalis νομοθετήματα επιβάλλουν τον σεβασμό της εσωτερικής έννομης τάξης του υπό κατοχή κράτους, το ίδιο το Ουκρανικό Σύνταγμα, το οποίο τουλάχιστον μέχρι χθες ‘‘εφαρμοζόταν’’ (και) στις 4 ήδη προσαρτηθείσες στη Ρωσία άνω επαρχίες, αποτελεί και ‘‘συν-κριτήριο’’ για την υπόσταση και τη νομιμοποιητική βασιμότητα των ‘‘δημοψηφισμάτων’’ που οδήγησαν, κατά τον Πούτιν, στις επίμαχες ‘‘ενσωματώσεις’’ των συγκεκριμένων περιοχών στη Ρωσία.
Με βάση, λοιπόν, το Ουκρανικό Σύνταγμα (άρ. 73) η μεταβολή (αύξηση ή ελάττωση) της ουκρανικής επικράτειας μπορεί να αποφασιστεί μόνο δια ενός πανουκρανικού δημοψηφίσματος, καθώς το Σύνταγμα εφαρμόζεται σε όλη την εδαφική δομή της χώρας (άρ. 92 περιπτ. 13). Ένα τέτοιο δε πανουκρανικό δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή το Κοινοβούλιο (Verkhovna Rada) και είναι δυνατόν να διεξαχθεί και αν τουλάχιστον 3 εκατ. Ουκρανοί πολίτες το ζητήσουν (άρ. 72 του Συντάγματος της Ουκρανίας).
Εν τέλει, θα ήθελα να θυμίσω ότι με βάση τη δεύτερη Συμφωνία του Μινσκ (Minsk Agreement II, 12-2-2015) η εξασφάλιση της διενέργειας εκλογών σύμφωνα με τον ουκρανικό νόμο ‘‘περί προσωρινής τάξης της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συγκεκριμένες περιοχές των περιφερειών Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ’’ ήταν κάτι που υποσχέθηκε, αποδέχθηκε και συνυπέγραψε ο ίδιος ο Πούτιν.
Τι ακριβώς, λοιπόν, από όλα τα παραπάνω έγινε τόσο όσον αφορά τον συνταγματικό-νομικό αυστηρό φορμαλισμό των δημοψηφισμάτων που επικαλείται ο Πούτιν όσο και την ουσιαστική βασιμότητα και εγκυρότητά τους που συνδέεται, ασφαλώς, ομφαλικά με τη μύχια θέληση όλου του ουκρανικού λαού και όχι μόνο των κατοίκων των 4 παραπάνω προσαρτηθεισών περιφερειών; Φυσικά, απολύτως τίποτε.
Καθίσταται, κατά ευσύλληπτη συνέπεια, απολύτως ξεκάθαρο ότι τα δημοψηφίσματα που διενεργήθηκαν πριν λίγες μέρες στην Ουκρανία είναι πέρα ως πέρα αντικείμενα τόσο στην εσωτερική έννομη τάξη της Ουκρανίας, κορυφή της οποίας είναι το Σύνταγμα της χώρας, όσο και στο Διεθνές Δίκαιο. Η δε προσάρτηση των συγκεκριμένων ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία συνιστά μια ωμή και κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας και σφοδρή διασάλευση, συνεπαγωγικά, της οικουμενικής ‘‘ordo rerum’’.
Ο Πούτιν εν προκειμένω είναι σαφές ότι έκανε χρήση του δικού του ‘‘Δικαίου’’ ή, για όποιον θέλει να εκφραστεί παντελώς ψυχρά, χρήση του ‘‘δικαίου του (προς το παρόν;) ισχυρότερου’’ κλιμακώνοντας τις εξελίξεις στο ‘‘Ουκρανικό Ζήτημα’’ και πυρακτώνοντας την αντιπαράθεσή του με τη Δύση. Πλέον νέες γεωπολιτικές δυναμικές εκλύονται και πολυφασματικές διεθνείς αντιδράσεις αναμένονται.
Ωστόσο, ως παγκόσμια (δημοκρατική) Κοινότητα γενικά και ως Ελλάδα ειδικά, φρονώ ότι πρέπει να επιμείνουμε στην καθιερωμένη διεθνή νόρμα νομιμότητας. Το Διεθνές Δίκαιο, άλλωστε, αποτελεί, στο βάθος της Iστορίας, την κορυφαία πανανθρώπινη πολιτισμική κατάκτηση διότι είναι η κατευθυντήρια πυξίδα στις διαδιεθνικές, πολυμερείς σχέσεις, το πολυτιμότερο ‘‘εργαλείο’’ της διεθνούς στρατηγικής και διπλωματίας και το ουσιαστικό βάθρο για έναν Κόσμο ειρηνικό, ασφαλή και ισορροπημένο. Ένας Κόσμος χωρίς Διεθνές Δίκαιο είναι ένας ασύλληπτα και τρομακτικά επικίνδυνος Κόσμος! Και αυτό φαίνεται να το έχουν ξεχάσει ή περιφρονήσει οι αναθεωρητικές δυνάμεις τούτης της εποχής σ’ αυτόν τον Πλανήτη…..
Κατερίνη, 1/10/2022
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International Relations and the political science