Ήταν κάποτε μια αμυγδαλιά, η πρώτη που άνθιζε μες στη βαρυχειμωνιά, Ιανουάριο μήνα. Από τα σπίτια μας βλέπαμε τέτοιαν εποχή την κορφή του Ολύμπου ολόλευκη, ευχόμενοι να ξυπνήσουμε έστω και μια φορά με νιφάδες χιονιού που θα έπεφταν απάνω από το χωριό μας.
γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Και πράγματι πολλές φορές η προσευχή μας έπιανε και η πλάση όλη στην Παλιόστανη ντυνόταν λευκή και τότε όλα τα παιδιά φορούσαμε ζεστα ρούχα, βαζαμε τις μπότες μας και κάναμε πατινάζ από το ύψος του κουκορίκου της Αγίας Παρασκευής έως την διασταύρωση, άλλοι γλυστρουσαμε όρθιοι κατηφορίζοντας τον χιονισμένο δρόμο και άλλοι γεμιζανε τσουβάλια με άχυρο τα δένανε σφιχτά με σχοινί η συρμα και αφού καθότανε πάνω στα ιδιότυπα αυτά έλκηθρα κατηφοριζανε και αυτοί γλιστρώντας έως την διασταύρωση, εννοείται ότι όποτε χιόνιζε στο χωριό δεν είχαμε μαθημα, μιας και ήτανε δύσκολο να φτάσει ο δάσκαλος στο χωριό από την πόλη.
Όταν μετά από χρόνια ο πατέρας μετατέθηκε στην Κονταριώτισσα εκει δεν χιόνιζε σχεδόν ποτέ. Λόγω της καταγωγής μας απο την Σκοτινα ο πατέρας, μας έλεγε πολλές φορές αστειεύομενος ότι εμείς οι “θαλασσινοί” είχαμε τη δική μας αντιστοιχία του χιονιού, αφού η φουρτουνιασμένη μολυβιά θάλασσα και τα κύματα ανάβλυζαν αφρούς και στην ακτή επικρατούσε μια λευκή πανδαισία. Όταν οι γονείς μάς έπαιρναν βόλτες στην παραλία ή στην προκυμαία, βλέπαμε τα κύματα να σπάνε στα βράχια σκορπώντας λευκά σταγονίδια απάνω μας, το «αφροχιόνι» όπως το ονόμαζα.
Τις μέρες του «χιονιά», ένας παγωμένος αέρας ερχόταν από τον Βοριά, με τα χέρια μας να «βορκάζουν» και να γεμίζουν «χιονίστρες». Μαζευόμασταν από νωρίς στα σπίτια μας για να ζεσταθούμε γύρω από σόμπες ξύλου ή πετρελαίου και η ζωή στο χωριό παρέλυε σαν έβρεχε πολύ. Συνάξεις αναβάλλονταν, ραντεβού για παιχνίδι ακυρώνονταν.
-Μα πού να βγεις έξω με τέτοιον παλιόκαιρον…κάτσε στα αυγά σου έλεγε η μάνα μου.
Οι βροχερές και οι κρύες μέρες ήταν έντονες μα πάντα μετρημένες, εύκρατο το κλίμα στην Κονταριώτισσα όπως μας μάθαιναν στο δημοτικό. Ο χρόνος κυκλικός, σύμφωνα με τις ιεροτελεστίες των τεσσάρων εποχών, τις γιορτές και τις αγροτικές εργασίες, τη σπορά, το κλάδεμα, το θέρος, τον τρύγο, το μάζεμα των ελιών.
Η πρώτη αμυγδαλιά που άνθιζε στη δική μου πεδινή επικράτεια, βρισκόταν στα αριστερά του δρόμου για την εξωτερική βρύση στην αυλή του σπιτιού μας στην Παλιόστανη, σε μια διαδρομή μέσα από πολύ πράσινο, γεμάτο δένδρα, τα οποία κατά την ανθοφορία τους, την άνοιξη, προκαλούσαν μέθη στους περαστικούς. Σ’ αυτήν στρεφόμουν κάθε Γενάρη, κάπου μετά τη γιορτή του Άι Αντώνη, βρίσκοντάς την, τρελή και ενθουσιώδη, στολισμένη με τα πρώτα της λευκά ανθάκια. Η άνοιξη αργούσε ακόμη, μα ο πόθος της δεν μπορούσε να περιμένει, ανάβλυζε ομορφιά εξορκίζοντας τον βαρύ χειμώνα.
Στον τόπο όπου άλλοτε άνθιζε η αμυγδαλιά μας τώρα βρίσκετε ένα τοιχίο και μερικές αποθήκες, το σπίτι που στέγαζε καλά κρυμμένες όλες μας τις παιδικές αναμνήσεις δεν υπάρχει πλέον, ούτε η όμορφη αυλή μας και τα δενδρα της, τα οποία θα υπαρχουν πλέον στο μυαλό μας και θα ζωντανεύουν κάθε φορά μέσα απο τις φωτογραφίες μας.
Αυτός είναι ο τόπος μας, θάλασσα, βουνά, χιόνια, κάμποι με ανθισμένες αμυγδαλιές, ανεμώνες και κήποι των Εσπερίδων φορτωμένοι καρπούς μες στον χειμώνα. Κατά την ανθοφορία τους, την άνοιξη, μας μεθούν και μας συνεπαίρνουν με το απόλυτο άρωμα της Ανάστασης και της Αναγέννησης. Εύχομαι όλη αυτή η ομορφιά και η αφθονία να μην γίνουν μια μέρα νοσταλγία, όπως τόσα άλλα που είχαμε σαν θείο δώρο αλλά τα καταστρέψαμε ή τα αποποιηθήκαμε.
«Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της
κι εγέμισε από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Άχ! χιονισμένη σὰν την είδα την τρελλή, γλυκά τη φίλησα,
της τίναξα όλα τα άνθη απ᾿ την κεφαλή κι έτσι της μίλησα…
-Τρελλή να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά, τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να ’ρθει η βαρυχειμωνιά, δεν το στοχάζεσαι;».
(Στίχοι: Γεώργιος Δροσίνης)
Θεοχάρης Στύλος