Πριν μέρες έπεσε στα χέρια μου το μυθιστόρημα της Μάρως Βαμβουνάκη «Η μοναξιά είναι από χώμα». Επειδή μου τράβηξε το ενδιαφέρον σε λίγες ώρες το διάβασα όλο. Μου άρεσε ιδιαίτερα μια φράση της συγγραφέως : «Είμαι ο σπόρος που πρέπει να πεθάνει για να φέρει καρπό κι εσύ καλή μου, μοναδική μου αγάπη, ήσουν αυτή που ανέλαβες τον δικό μου θάνατο και σε ευχαριστώ».
του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Προφανώς η συγγραφέας όταν έγραφε αυτή την φράση είχε στον νου της τα εξής λόγια του Ευαγγελίου : «αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει . εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Κατά Ιωαν.12,24). Αλήθεια σας λέγω, εάν το μικρό σπυρί του σιταριού δεν πέσει στην γη και δεν σαπίσει μέσα στο χώμα, μένει μοναχό του και δεν πολλαπλασιάζεται. Αν όμως με την σπορά του στην γη πεθάνει και ταφεί, βγάζει πολύ καρπό (ερμηνεία Π. Τρεμπέλα).
Βέβαια αυτά τα λόγια του Ευαγγελίου εφαρμόζονται σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Μήπως το θαύμα να αντέξει ο ελληνικός λαός πάνω από 400 χρόνια απάνθρωπης τουρκικής τυραννίας και να μην χάσει την ταυτότητά του δεν καρποφόρησε από τα αίματα των Νεομαρτύρων ; Μήπως το θαύμα του Μακεδονικού Αγώνα δεν καρποφόρησε από το αίμα του Παύλου Μελά ; Θα ακολουθήσω όμως τα λόγια της συγγραφέως και θα τα επεκτείνω μόνο για την ανάγκη να πεθάνουμε μέσα στον γάμο.
Ήμουν ένα παραχαϊδεμένο παιδάκι αγάπη μου όταν με παντρεύτηκες που έπρεπε να πεθάνει για να αναστηθεί ο άντρας που θα βλέπει κατάματα την ζωή κι αυτό μου το έμαθες εσύ που δεν μου χαριζόσουν και δεν με άφηνες να το βάλω στα πόδια όπως έκαμνα τόσα χρόνια μπροστά στην παραμικρή δυσκολία. Εσύ ανέλαβες να μεταμορφώσεις το δειλό σπουργιτάκι σε αετό που σχετίζεται θαρρετά με τους άλλους ανθρώπους. Κοντά σου αναγκάστηκα να παραμένω σε οποιαδήποτε εργασία εργάζομαι για να βγάλω τα προς το ζην όσο και να μου φαίνεται ότι δεν μου ταιριάζει, αν δεν έχω ήδη βρει άλλη καλύτερη.
Κοντά σου άρχισα να ζυμώνομαι με την πραγματικότητα επειδή οι γονείς μου που μάλλον με θεωρούσαν χαζό και ανίκανο (έβλεπαν την τρέλα που κουβαλούσα) φρόντιζαν να μου τα παρέχουν όλα έτοιμα και δεν μου ανέθεταν καμία ευθύνη ούτε καν να αγοράσω ένα ρούχο. Εσύ με προσγείωσες στον πραγματικό κόσμο από τον φανταστικό που τόσα χρόνια ζούσα και ήμουν φυσικά ένα εύκολο θύμα που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί ο κάθε επιτήδειος. Εσύ μου έμαθες να φροντίζω για αυτούς που έχω δίπλα μου και με γλίτωσες από το παραμύθι ότι θα σώσω όλο τον κόσμο.
Εσύ μου χτυπούσες τον εγωισμό μου που ήταν πιο ψηλός κι από τον Όλυμπο δείχνοντάς μου τα λάθη που έκαμνα, τις ανοησίες που πίστευα, τον λήθαργο που ζούσα. Με τόσα μπράβο που άκουσα μέχρι να σε γνωρίσω έφτασα να νομίζω ότι είμαι αλάθητος σαν τον Πάπα και η δικιά σου αμφισβήτηση με προσγείωνε. Δεν με λυπόσουν μήπως πονέσω αλλά σαν καλός χειρουργός έβαζες βαθιά το νυστέρι όταν καυχιόμουνα και μούλεγες «για τα καλά καβάλησες το καλάμι». Τις φανταστικές ιστορίες που δηγιόμουν μπροστά σε άλλους για να εντυπωσιάσω και να μονοπωλώ τον λόγο, μου τις έκοβες με το μαχαίρι. Εσύ θανάτωσες την ιδιορρυθμία μου και μ’ έμαθες να συνεργάζομαι με τους άλλους.
Και άλλες πολλές καλές αλλοιώσεις μου προκάλεσες καλή μου αγάπη που όλες με έκαμναν και πονούσα και δεν στο κρύβω πολλές φορές κρυφά από εσένα έκλαιγα. Γιατί δεν είναι τόσο εύκολο και ανώδυνο ο κόκκος του σίτου να σαπίσει στην γη και να πεθάνει. Αν δεν πεθάνει όμως δεν θα φέρει καρπό, θα μείνει μόνος του σαν την καλαμιά στον κάμπο. Κι αυτός ο κόκκος του σίτου ήμουν εγώ που εσύ με αγάπησες και με στεφανώθηκες.
«Είμαι ο σπόρος που πρέπει να πεθάνει για να φέρει καρπό κι εσύ καλή μου, μοναδική μου αγάπη, ήσουν αυτή που ανέλαβες τον δικό μου θάνατο και ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ».