Γράφει ο Χρήστος Γκουγκουρέλας, Δικηγόρος
Εδώ και 7 χρόνια και μετά από 3 (επισήμως) Μνημόνια η Ελλάδα συνεχίζει να είναι προβληματική, η κατάσταση στην Οικονομία υφεσιακή και η ανάκαμψη όχι δυστυχώς η πραγματικότητα, αλλά το ποθητό ζητούμενο. Η ανάκαμψη πανθομολογείται (σχεδόν) ότι προσδοκάται μέσα από την εντατικοποίηση και σταθεροποίηση των ρυθμών ανάπτυξης, η οποία όλο και πιο εναγωνίως αναζητείται… Πως θα έρθει όμως η ανάπτυξη;
Η Price Waterhouse Coopers (PWC) με την κατά τον τρέχοντα μήνα δημοσιευθείσα έκθεση της ‘‘Από την ύφεση στην αναιμική ανάκαμψη’’ φωτίζει με άκρως ενδιαφέροντα τρόπο πτυχές της ουσίας της ελληνικής παθογένειας, επικεντρώνοντας την έρευνα της στον ‘‘παράγοντα-κλειδί’’ της ανάπτυξης, που δεν είναι άλλος από τις επενδύσεις.
Κατά την περίοδο της ύφεσης (2008-2016) οι επενδύσεις στην Ελλάδα συρρικνώθηκαν κατά 12,1 ποσοστιαίες μονάδες και καθώς αυτές ιστορικά σχετίζονται με την αύξηση του ΑΕΠ, καταρρέοντας από το 2009 και μετά, δημιούργησαν προϋποθέσεις τεχνολογικής και ανταγωνιστικής υστέρησης.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αντιστοιχούν σε λιγότερο του 10% του συνόλου των επενδύσεων (την περίοδο 2006-16 μειώθηκαν κατά 34%) και ο φαύλος κύκλος ύφεσης διαιωνίζεται καθώς το διττό έλλειμμα εμπιστοσύνης των επενδυτών, δηλαδή και ως προς τη χώρα μας και ως προς την απόδοση της επένδυσης τους, στην ουσία μετατρέπεται σε χρηματοδοτικό έλλειμμα της ανάπτυξης.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι η δυσκολία στην υλοποίηση επενδυτικών πλάνων έγκειται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις προσφέρουν χαμηλές αποδόσεις, δεν υπάρχει η απαιτούμενη ρευστότητα ως βάση της πιστωτικής επέκτασης και όγκος αποταμιευτικών ποσών, αλλά αντιστρόφως, συρρίκνωση της ‘‘μαλακής’’ χρηματοδότησης και διεύρυνση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Μάλιστα το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων στην Ελλάδα αντανακλά την χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της χώρας έναντι των περισσότερων Ευρωπαϊκών Οικονομιών. Από το 2009 ως το 2016 οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα απομακρύνθηκαν από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο επενδυτικό κενό, συνολικά της τάξης των € 540δις!!!
Αλλά λόγω του οικονομικού κλίματος έπεσαν στο κενό και πολλές γεγενημένες επενδύσεις καθώς οι αποσβέσεις εξοπλισμού για τα έτη 2010-2016 ανήλθαν κατά μέσο όρο σε €35,4 δισ. ετησίως. Για να παρέμενε η Οικονομία στο ίδιο σημείο έπρεπε να γίνονται τουλάχιστον ισόποσες επενδύσεις κατά τη διάρκεια των αποσβέσεων εξοπλισμού, ενώ ακόμα περισσότερες επενδύσεις απαιτούνταν για να συμβάλλουν αναπτυξιακά στην ελληνική Οικονομία. Έτσι, ο συνδυασμός της παρατεταμένης ύφεσης και της πιστωτικής ανεπάρκειας έχει εξανεμίσει το 64% των «φυσικών» επενδύσεων στην ελληνική οικονομία (2008-2016).
Γι’ αυτό και σοκάρεται κανείς με το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται έξω ακόμη και από την κατηγορία (cluster) των χωρών χαμηλής ανταγωνιστικότητας, καθώς έχει τον χαμηλότερο δείκτη ανταγωνιστικότητας από τις 28 Ευρωπαϊκές χώρες του δείγματος της έκθεσης της PWC, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζεται και από χαμηλότερες επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ της. Μάλιστα, η διαπίστωση είναι ότι για να μετακινηθεί προς το cluster των χωρών χαμηλής σχετικώς ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα χρειάζεται συστηματικές και σημαντικές επενδύσεις. Αυτό είναι δε και το μεγαλύτερο δομικό πρόβλημα της χώρας.
Σε μελέτες τους, λοιπόν, το ΔΝΤ (“Creditless Recoveries”, IMF 2011) και η EKT (“Determinants of Creditless Recoveries”, ECB 2011) υποστηρίζουν πως η ανάκαμψη μετά από μια ύφεση μπορεί να συμβεί είτε με πρόσβαση σε χρηματοδότηση είτε χωρίς. Mη χρηματοδοτούμενη αποκαλείται μια ανάκαμψη όταν κατά τα τρία πρώτα χρόνια της, η μεταβολή της τραπεζικής πίστωσης είναι μηδενική ή αρνητική.
Κατά τη διάρκεια μιας μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης οι επενδύσεις διαδραματίζουν πολύ μικρότερο ρόλο στην ανάπτυξη από ότι η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση. Και μια τέτοιου είδους «ανάπτυξη», δυστυχώς, προβλέπεται να έχει η Ελλάδα καθώς όλοι οι παραμετρικοί πυλώνες προς τούτο κατατείνουν: Υπάρχει μείωση του ρυθμού αύξησης της διαθέσιμης πίστωσης, καθίζηση του κατασκευαστικού τομέα που προέρχεται από την αγορά κατοικίας, εκτενής πιστωτική επέκταση και παράλληλα τραπεζική κρίση, οικονομική και κοινωνική συμπίεση (ήτοι αυξημένη συμπίεση στην Οικονομία με το ΑΕΠ μειωμένο κατά 22% (2010-2016) και την ανεργία στο 24% του πληθυσμού).
Αντιθέτως, σε μια χρηματοδοτούμενη ανάπτυξη, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης είναι κατά 40% υψηλότερος από τη μη χρηματοδοτούμενη. Στην περίπτωση αυτή απαιτούνται ευνοήτως ρευστότητα, πιστώσεις, υγιής τραπεζικός τομέας και σετ αλλεπαλλήλων επενδύσεων.
Η PWC υπολογίζει ότι στο σενάριο της χρηματοδοτούμενης ανάπτυξης οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας, για την περίοδο 2017-2022, που είναι συμβατές με γρήγορη οικονομική μεγέθυνση, ανέρχονται στα €270δισ. αλλά οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης φυσικά και δεν επαρκούν για να τις καλύψουν. Τουτέστιν, οι πηγές χρηματοδότησης, με τα σημερινά δεδομένα, υπολείπονται σημαντικά των απαιτήσεων με το κενό χρηματοδότησης εκτιμώμενο στα €155 δισ. !!!
Η PWC παρουσιάζει ανάγλυφα όχι μόνο την κατάσταση της Οικονομίας αλλά και όλα αυτά που πρέπει να αποτελέσουν τον καμβά της δημόσιας συζήτησης και της εφαρμόσιμης Πολιτικής στη χώρα. Η συζήτηση για την επόμενη δόση και την επόμενη αξιολόγηση δεν οδηγεί πουθενά.
Η χώρα έχει ανάγκη από χρηματοδοτούμενη ανάπτυξη. Έχει ανάγκη από ένα boom επενδύσεων που θα πυροδοτήσουν την ανάπτυξη. Και μάλιστα επενδύσεων που κατά κόρον θα υποστηρίζονται από ιδιωτικά κεφάλαια.
Βρίσκεται άραγε η λύση κάπου αλλού;;; Να, ένα απολύτως κρίσιμο και καθοριστικό ερώτημα, επί του οποίου η απάντηση είναι… μάλλον ΟΧΙ.
Μήπως μοχλός της ανάπτυξης μπορεί να είναι οι δημόσιες επενδύσεις; Οι δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα είναι ετησίως στα 6,5 δις, δηλαδή σε τέτοιο χρηματοδοτικό ύψος που επ’ ουδενί δεν καλύπτουν το χρηματοδοτικό κενό επενδύσεων, άρα και ούτε μπορούν να φέρουν το είδος και το ρυθμό ανάπτυξης που απαιτείται για την ανάκαμψη.
Μήπως ο τραπεζικός κλάδος, στον παρόντα χρόνο, μπορεί να καλύψει το συνολικό αναπτυξιακό project με χρηματοδοτική επάρκεια; Οι μη εξυπηρετούμενες εκθέσεις των Ελληνικών τραπεζών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και ανέρχονται (στο τέλος του 2016) σε περίπου €105 δισ., αποτελώντας το 50% των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα και αντιστοιχώντας στο 60% του ΑΕΠ (!!!), εξαντλώντας πρακτικά τη δυνατότητα χρηματοδότησης του ισολογισμού των τραπεζών. Σε αυτήν την κατάσταση (Θυμίζω, ισχύουν ακόμη τα περίφημα….capital controls) οι ελληνικές τράπεζες κοιτούν κυρίως το πώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν, παρά το πώς θα αποτελέσουν τον βασικό χρηματοδότη της ανάπτυξης.
Μήπως τα ‘‘λεφτά των Μνημονίων’’ θα μπορούσαν να φέρουν την ανάπτυξη; Επ’ αυτού του ερωτήματος η συζήτηση είναι βέβαια μεγάλη αλλά σοβαρές μελέτες (βλ. ESMT White Paper, Where did the Greek Bailout money go? Joerg Rocholl, Alex Stahmer και επίσης Institute for New Economic Thinking, The Greek Rescue, Where did the money go? An Analysis, Pablo Bortz) υποδεικνύουν ότι τα χρήματα των μνημονιακών δανείων χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για την επαναπληρωμή παλαιών και υφιστάμενων δανείων, για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, για την επαναγορά χρέους μετά το PSI και κάποια για τις δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας. Το δε διαβόητο πακέτο των 50 δις ευρώ που θα προερχόταν από την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας έμεινε ‘‘όνειρο απατηλό’’, και ο νέος στόχος είναι να αντληθούν από τη διαδικασία αυτή μόλις 17 δις μέχρι το….2060 (βλ. Καθημερινή 22-6-2017, Έσοδα 17 δις ευρώ από αποκρατικοποιήσεις ο στόχος μέχρι το 2060). Συνεπώς, ούτε μέσω των μνημονιακών χρηματοδοτικών ροών προβλέπεται να… έρθει η ανάπτυξη.
Μήπως η πολιτική υπερφορολόγησης των πάντων, η πολιτικής της «συνεχούς και επί των πάντων διαπραγμάτευσης’’, η πολιτική της υποσχεσιολογίας και κατόπιν του ανεφάρμοστου των υποσχέσεων, αυτή δηλαδή που εφαρμόζει η Κυβέρνηση Τσίπρα, θα μπορούσε να φέρει την ανάπτυξη;;; Την απάντηση μπορεί να δώσει και μωρό παιδί ή έστω και ένας… ολιγοφρενής ενήλικος. Ο άνθρωπος που ‘‘πανηγύριζε’’ για τα 8,5 δις, με το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, για το ότι δεν ‘‘πτωχεύουμε’’ δηλαδή τον Ιούλιο του 2017, θα φέρει στην Ελλάδα την ανάπτυξη;;; Αυτό δεν στέκει ούτε ως…ανέκδοτο..
Παρεμπιπτόντως, στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου έγινε αμυδρή και ‘‘αόριστη’’ αναφορά για ροή χρημάτων προς την Ελλάδα, εφόσον τηρεί τις υποχρεώσεις της, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕΠ). Πληροφοριακά, η ΕΤΕΠ για το 2016 δανείστηκε από τις Αγορές 66,4 δις και εκταμίευσε από την πλευρά της προς διάφορες κατευθύνσεις 83,8 δις ευρώ. Η Ελλάδα όμως, σύμφωνα με τα παραπάνω, χρειάζεται πολλαπλάσια κεφάλαια. Συνεπώς, η ΕΤΕΠ μπορεί κάπως να βοηθήσει την κατάσταση και όχι ασφαλώς να λύσει το μεγαλύτερο δομικό πρόβλημα της χώρας.
Χρειάζονται άμεσα, λοιπόν, πολλές και σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις. Κατά την PWC η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τη χώρα συνολικά μπορεί να ενισχυθεί με συντονισμένες πολιτικές σε οκτώ άξονες: i. βελτίωση εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία και τους θεσμούς, ii. ενεργή διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων, iii. επιτάχυνση των επενδύσεων σε υποδομές, iv. αναβίωση της αγοράς κατοικίας, v. αλλαγή της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος, vi. κινητοποίηση θεσμικών ιδίων κεφαλαίων για τις ΜΜΕ, vii. αύξηση της “μαλακής” χρηματοδότησης και viii. σταθεροποίηση φορολογικού συστήματος. Η δε έκθεση κλείνει με τη χαρακτηριστική φράση του Herbert Hoover, 31ου Προέδρου των ΗΠΑ: ‘‘Σας υπενθυμίζω ότι η χρηματοδότηση αποτελεί το αίμα των επιχειρήσεων, το αίμα των τιμών και των θέσεων εργασίας’’.
Πότε, άραγε, θα το εννοήσουμε επιτέλους; Πόσο ακόμη χαμένος χρόνος θα χρειαστεί; Πόσοι ακόμη από εμάς θα φύγουν στο εξωτερικό; Η Ανάπτυξη δεν θα έρθει με τον κρατισμό, τη δημοσιοϋπαλληλία ως απόλυτο όνειρο και στόχο ζωής κάθε Έλληνα, δεν θα έρθει με το ‘‘κλείσιμο’’ της επόμενης (τρίτης) αξιολόγησης του νυν προγράμματος το Φθινόπωρο(;), αλλά και ούτε με τα λεφτά των Μνημονίων, που ούτως ή άλλως καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες, ή με το μοίρασμα πενιχρών ή ακόμη πενιχρότερων επιδομάτων και συντάξεων στο λαό.
Η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να αναλάβει την ιδιοκτησία ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου εξόδου από την Κρίση, που θα στοχεύει κυρίως στις επενδύσεις. Ο τουρισμός, η ναυτιλία και η Industry 4.0, τα πρώτα δύο ως διαχρονικά και ισχυρότατα όπλα όχι απλά της ελληνικής Οικονομίας, αλλά και άπαντος του Ελληνισμού, το δε τελευταίο ως κατεύθυνση και επιταγή της σύγχρονης πραγματικότητας του προοδευμένου Κόσμου, πρέπει να αποτελέσουν τα στοχοθετικά υποστυλώματα της νέας εθνικής προσπάθειας. Μιας νέας εθνικής προσπάθειας, που γίνεται μέρα με τη μέρα ολοένα και πιο επιτακτικό, να ξεκινήσει με σαρωτικές αλλαγές ο επόμενος Πρωθυπουργός, που θα είναι και αξιόπιστος και μεταρρυθμιστής και αληθινά πατριώτης. Κυριάκο, ήρθε η ώρα…
Κατερίνη, 23/6/2017
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN EUROPEAN LAW