Του Γιάννη Κορομήλη
Η κυβέρνηση απέτυχε στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει χθες το βράδυ, 200 ψήφους υπέρ του νέου εκλογικού νόμου.
Αναμενόμενο ως ένα βαθμό. Που επιβεβαιώθηκε χθες το βράδυ με την προαναγγελθείσα προ ολίγων ημερών απόφαση της Χρυσής Αυγής αποχής από την ψηφοφορία. Η «αριστερή» κυβέρνηση δεν είχε κανένα πρόβλημα και καμία ευαισθησία να μην συνυπολογίσει στο αποτέλεσμα τις ψήφους της Χρυσής Αυγής. Προς άρση κάθε αμφιβολίας ο Πρόεδρος της Βουλής δήλωσε- πρόσφατα κι αυτός – ότι η Κυβέρνηση θα συνυπολογίσει στους 200, αν υπήρχαν, και αυτούς της ακροδεξιάς Χ.Α. Μόνο που εκείνη δεν τους έκανε το χατήρι.
Κάποτε ( στις αρχές Νοεμβρίου 1963) ο Γεώργιος Παπανδρέου, γνωστός αντικομουνιστής είχε πει το περίφημο: «η ψήφος δεν έχει ούτε χροιάν ούτε οσμήν» (δηλαδή ούτε χρώμα, ούτε μυρουδιά). Το έλεγε γιατί έτσι τον βόλευε. Με την ανοχή, βλέπεις, των βουλευτών της ΕΔΑ κυβέρνησε τη χώρα για τρεις περίπου μήνες για να διενεργήσει νέες εκλογές, στις 16 Φεβρουαρίου 1964 και να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή με το θριαμβευτικό 53%. Που το ξεπέρασε έκτοτε μόνο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974 (με 54%).
Ο Γ. Παπανδρέου ( ο Α΄) πολέμιος των κομμουνιστών, δεν δίστασε να στηριχθεί στις ψήφους του, για λίγους μήνες να κάνει μεγάλες παροχές και να κερδίσει την κυβέρνηση, που δυστυχώς (για εκείνον και τη χώρα) την κράτησε μόνο για λίγο περισσότερο από χρόνο. Ακολούθησαν τα γνωστά Ιουλιανά κ.λ.π. Ο κ. Τσίπρας τον επανέλαβε (στις ελπίδες του) πλην δεν «του βρήκε».
Το γιατί ο κ. Τσίπρας ήθελε τους 200 ψήφους είναι προφανές. Αν τις συγκέντρωνε ο νέος εκλογικός νόμος θα ίσχυε για τις επόμενες εκλογές οπότε και καθώς φαίνεται (δημοσκοπικά τουλάχιστον) ο ΣΥΡΙΖΑ θα έρθει δεύτερο κόμμα. Αν λοιπόν τις εκλογές τις έκανε σύντομα, τον Οκτώβριο π.χ. τότε η ΝΔ θα είναι πρώτο κόμμα, αλλά χωρίς αυτοδυναμία δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να βρει τη «δεδηλωμένη» (τους 151) κι έτσι θα σχημάτιζε το δεύτερο (ο ΣΥΡΙΖΑ) κυβέρνηση, όπως έγινε στην Πορτογαλία.
Έτσι σκεφτόταν αλλά δεν τα κατάφερε. Καλύτερα, θάλεγε κανείς αφού ενεργούσε με γνώμονα το προσωπικό και κομματικό του συμφέρον κι όχι το εθνικό. Στην κατάσταση όμως που βρίσκεται η χώρα χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση κι όχι κυβέρνηση τριών ή τεσσάρων κομμάτων που εύκολο ελέγχονται από τα μεγάλα συμφέροντα ντόπια ή ξένα. Οσο περισσότερα τα κόμματα που συγκυβερνούν τόσο το χειρότερο για τη χώρα. Και περιθώρια για χειρότερα δεν υπάρχουν.
Υπάρχει βέβαια και το ζήτημα της δικαιοσύνης. Πολλοί είναι αυτοί, που πιστεύουν ότι η απλή και άδοξη αναλογική είναι δικαιότερο σύστημα από τα υπόλοιπα. Με μια «πρώτη ανάγνωση» έτσι δείχνουν τα πράγματα. Στην ουσία όμως δεν είναι έτσι. Κι υπάρχουν πολλά παραδείγματα.
Πρώτα – πρώτα ο εκλογικός νόμος δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν επιλέγεται ή ψηφίζεται ένας τέτοιος νόμος για το νόμο και μόνο. Είναι ο νόμος που προβλέπει το πώς θα μετατραπούν οι ψήφοι των πολιτών σε βουλευτικές έδρες.
Συνεπώς το θέμα μας είναι πως εξυπηρετούνται καλύτερα τα εθνικά συμφέροντα κι όχι πόσο «δίκαιος» είναι ένας νόμο. «Υπεράνω όλων – έλεγε ο Σωκράτης – και των γονιών και των συγγενών και των ατομικών ή άλλων συμφερόντων βρίσκεται η Πατρίδα…»
Το καλό της πατρίδας λοιπόν είναι ο υπέρτατος σκοπός της ύπαρξης των όποιων εκλογικών νόμων. Και η πατρίδα μας αυτή την περίοδο θέλει ισχυρή και σταθερή κυβέρνηση. Μ’ αυτή τη λογική ένα κάποιο Bonus- μικρότερο ενδεχομένως, των 50 εδρών ή ανάλογο και με την δύναμη (σε ψήφους) του πρώτου κόμματος θα υπηρετούσε πολύ καλύτερα τη χώρα από την απλή και άδολη αναλογική.
Η απλή αναλογική επίσης έχει και άλλες αδυναμίες και προβλήματα που επισημάνθηκαν από σημαντικούς φιλοσόφους. Ως παράδειγμα αναφέρουμε τον αριστερό (όχι κομμουνιστή) Καρλ Πόππερ στις σχετικές απόψεις του οποίου θα αναφερθούμε στη συνέχεια.