Γράφει ο Χρήστος Γκουγκουρέλας
Το Προσφυγικό, ως φαινόμενο και ως πλαίσιο αναφοράς της ευρωπαϊκής τουλάχιστον πολιτικής θεματολογίας, συνιστά σίγουρα την κύρια συζήτηση (και) της ελληνικής καθημερινότητας, αλλά και διαρκές πλέον σημείο τριβής της Κοινής Γνώμης. Στη χώρα μας, δύο αδρομερείς τάσεις αποκρυσταλλώνονται, ως συνισταμένες, στη δημόσια συζήτηση. Η μία είναι αυτή της επίδειξης του ανθρωπισμού μας και της αλληλεγγύης μας προς όλους όσοι έρχονται προς και βρίσκονται εδώ, της παροχής αρωγής σε συνανθρώπους που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους. Στην ακραία της μορφή αυτή η προσέγγιση καταλήγει να αποδέχεται ανεπιφύλακτα τα ‘‘ανοιχτά σύνορα’’, τη μαζική εισροή, την αδιάκριτη εισδοχή, το αίτημα της καθολικής συνύπαρξης-συμβίωσης ντόπιων και μεταναστών. Η άλλη είναι αυτή της μη αποδοχής ή έστω της επιφυλακτικότητας απέναντι στους αλλοδαπούς-αλλοεθνείς και πάντως του προβληματισμού και για την ποσότητα των εισερχομένων και για τη δυνατότητα της κοινωνικο-πολιτικής ενσωμάτωσης τους. Στην ακραία της έκφανση η τάση αυτή καταλήγει σε ξενοφοβία, σε ρατσισμό, σε ετοιμότητα προς διενέργεια βιαίων αντιδράσεων. Ποια όμως από τις δύο διακριτές επιλογές-συμπεριφορές βλέπει και ακουμπά σ’ όλο το κάδρο των εξελίξεων, ποια προσμετρά τα δεδομένα και ανοίγει το παράθυρο του Μέλλοντος;
Όποια κι αν είναι, ωστόσο, η τοποθέτηση του καθενός στο ζήτημα, μια διάσταση που ad hoc θα ξεδιπλωθεί, ως επόμενο βήμα, στο δημόσιο διάλογο και κυρίως στους πολιτικούς υπολογισμούς και στρατηγικούς σχεδιασμούς, είναι η δημογραφική αριθμολογία των χωρών προορισμού των μεταναστών σε αλληλένδετη συνάρτηση με την προοπτική επιβίωσης και ανάπτυξης των εν λόγω χωρών, που δεν είναι άλλες από τις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας φυσικά. Καλές και θεμιτές οι θεωρητικές προσεγγίσεις (εκφράζουν τον ιδεολογικό κόσμο, τις ψυχολογικές αφετηρίες, τα πολιτικά πιστεύω καθεμιάς από τις δύο άνω βασικές τάσεις-συνισταμένες), αλλά στην πραγματική ζωή, με την οποία πάντα έχει να κάνει η Πολιτική και η Ιστορία, συχνά οι αριθμοί είναι εκείνοι που συγκεκριμενοποιούν καταστάσεις και ορίζουν ζητούμενα και στόχους.
Στην Μελέτη, λοιπόν, του Κέντρου Σπουδών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (Η Παγκόσμια Οικονομία το 2030, τάσεις και στρατηγικές για την Ευρώπη) η Διεύθυνση Πληθυσμού του ΟΗΕ προβλέπει ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξηθεί κατά 1 δις και θα φτάσει τα 8,5 δις μέχρι το 2030, όταν και θα έρθει σε τούτο το σημείο σε πιθανή κορύφωση του.
H Ευρώπη όμως που είχε το 2012 δείκτη γονιμότητας (fertility rate) 1,53 , πολύ χαμηλό εν συγκρίσει με τον υψηλότερο στον Κόσμο, αυτόν δηλαδή της υποσαχάριας Αφρικής (4,64) θα αρχίσει αφενός να γηράσκει ταχέως λόγω της υπογεννητικότητας, της μείωσης της θνησιμότητας και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής (Το προσδόκιμο ζωής κατά το 2025 θα αυξηθεί κατά 3,7 χρόνια για τους άντρες και 3 χρόνια για τις γυναίκες, βλ. Jacques Attali, A brief History of the future), αφετέρου δε από ένα σημείο και μετά να συρρικνούται πληθυσμιακά. Το 2030 ο πληθυσμός της ΕΕ ειδικά θα είναι 488 εκατ. από τα σημερινά 508 εκατ. (όλη δε η Ευρώπη σήμερα έχει 711 εκατ.).
Όντως η Ευρώπη είναι η Ήπειρος με τον γηραιότερο πληθυσμό του Πλανήτη. Η μέση ηλικία είναι επί του παρόντος τα 38 χρόνια, αλλά κατά το 2050 θα είναι τα 52 χρόνια. Συνεπεία τούτου αντί για τέσσερις, όπως σήμερα, στα μέσα αυτού του αιώνα θα αντιστοιχούν μόνο δύο νέοι σε κάθε συνταξιούχο. Για να το θέσουμε αντιστρόφως, στην Ευρώπη των ημερών μας κάθε εργαζόμενος πληρώνει το λογαριασμό για το 25% όλων των συνταξιούχων, το 2050 όμως θα αναγκαστεί να το κάνει για περισσότερο από το 50% των λαμβανόντων σύνταξη (βλ. Jacques Attali, σελ. 128 και 130).
Ειδικά, η Γερμανία, η λεγόμενη ‘‘ατμομηχανή’’ της Ευρωπαϊκής Οικονομίας και ηγετική δύναμη της ΕΕ, αντιμετωπίζει γιγαντιαίο πρόβλημα, μιας που είναι η δεύτερη χώρα με την ταχύτερη γήρανση στον Κόσμο. Το εργατικό δυναμικό της από 41 εκατ. σήμερα θα περιοριστεί το 2030 στα 36 εκατ. και μέχρι το 2030 το 37% του πληθυσμού της θα αποτελείται από άτομα άνω των 60 ετών! (βλ. Guy Verhofstadt, Η ασθένεια της Ευρώπης, σελ. 142).
Και η Ελλάδα; Τι θέση έχει σ’ όλα αυτά; Σύμφωνα με την τελευταία (2015) έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (βλ. και World Bank – IMF Monitoring Report 2015-16, Development Goals in an era of Demographic Change) το “ολικό ποσοστό (ή ολικός συντελεστής) γονιμότητας” στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ήταν 1,53 την περίοδο 1985-1990 (δηλ. προ 30 ετών) και εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 1,3 την περίοδο 2015-2020. Το κυριότερο δε είναι ότι και οι δύο τιμές του δείκτη υπολείπονται του “ποσοστού αναπλήρωσης”, δηλαδή του αριθμού των παιδιών που θα έπρεπε να γεννήσει κάθε γυναίκα στη διάρκεια του γόνιμου βίου της προκειμένου ο πληθυσμός να μείνει σταθερός, το οποίο (ποσοστό) είναι υψηλότερο από το 2,00.
Επίσης, στην Ελλάδα μεταξύ 2015 και 2030 το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία απασχόλησης (ηλικίες από 15 έως 64 ετών) προβλέπεται να μειωθεί κατά 2,46 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ (βλ. IMF Report 09/245/2009, σελ. 11) το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό της χώρας μας (αυτοί δηλαδή που είναι ικανοί προς εργασία, είτε έχουν, είτε δεν έχουν εργασία) από 5,02 εκατ. την τρέχουσα δεκαετία θα μειωθεί την δεκαετία 2050-2060 στα 4,12 εκατ., ήτοι θα υποστεί μείωση κατά 1 περίπου εκατομμύριο! Και αυτή είναι μια πρόβλεψη του 2009, πριν ξεσπάσει η κρίση και εκκινήσει από τότε η ταχέως επιδεινούμενη ‘‘αιμορραγία’’ ελληνικού ανθρωπίνου κεφαλαίου.
Μια ‘‘αιμορραγία’’ που τείνει να εξελιχθεί σε ανοιχτή πληγή της εθνικής μας υπόστασης και σύνθεσης: Η σταθερή εξερχόμενη ροή 38 χιλιάδων ατόμων στα έτη 2008 και 2009 υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μόλις δύο έτη 2010-2011, ξεπερνώντας το 2013 τις 104 χιλιάδες και σχεδόν τις 427 χιλιάδες άτομα σωρευτικά για όλη την περίοδο. Η δε ετήσια ροή των μονίμως εξερχόμενων Ελλήνων υπηκόων ηλικίας 25-39 ετών αυξήθηκε από 20 χιλιάδες το 2008 σε 53 χιλιάδες το 2013, ενώ αθροιστικά σχεδόν 223 χιλιάδες άτομα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα. Την ίδια περίοδο, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε από 93,8% του μέσου όρου της ευρωζώνης των 19 το 2008 σε μόλις 68,8% το 2013 (βλ. άνω Έκθεση ΔΤΕ, σελ. 75).
Οι αλλαγές, λοιπόν, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα του Μέλλοντος, αναμένονται ‘‘κοσμογονικές’’ και συνάμα ‘‘εντεινόμενα τεκτονικές’’ αν κανείς αναλογιστεί από την άλλη πλευρά το γεγονός πως στις χώρες του Ισλάμ ο δείκτης γεννητικότητας είναι 7, ήτοι ότι οι μουσουλμάνοι αποκτούν κατά μέσο όρο 7 παιδιά (βλ. J. Attali, σελ 129) και ότι η αναλογία νεανικού πληθυσμού επί του συνολικού πληθυσμού (youth ratio) θα κρατηθεί σταθερά άνω του 25% στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής μέχρι και το 2050 (βλ. άνω έκθεση Η Παγκόσμια Οικονομία το 2030 σελ. 130).
Η εν γένει όμως Οικονομική Πρόοδος στον Πλανήτη προβλέπεται να συνεχιστεί (παρά τις όποιες επιμέρους Κρίσεις). Το παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά κάτι λιγότερο από 100% όταν μετράται σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (purchasing power parity) ή κάτι περισσότερο από 100% αν κάποιος συμπεριλάβει την πραγματική ανάπτυξη στις αναδυόμενες οικονομίες. Το παγκόσμιο προϊόν θα αυξηθεί από 65 τρις δολάρια σε 130 τρις δολάρια (Η Παγκόσμια Οικονομία το 2030 σελ. 62). Η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα μεγεθυνθούν κατά 2%, ενώ η Αυστραλία και ο Καναδάς κατά 3,1% και 2,4% αντίστοιχα (σελ. 63).
Τι συνεπάγονται, επομένως, όλα τα παραπάνω; Με μια κουβέντα, την αδήριτη και επιτακτική ανάγκη του Ανεπτυγμένου Κόσμου να διατηρήσει και τα επίπεδα του πληθυσμού του και τον ζωτικό του γεωγραφικό και κοινωνικό-πολιτικό Χώρο και την Οικονομική του Ισχύ και Πρωτοπορία, η οποία ερείδεται στην εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση, της ύπαρξης και εξασφάλισης παρουσίας και πρωτόλειου αλλά και υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Η υπόθεση/παραδοχή της άνω Έκθεσης είναι ότι μια αύξηση του ποσοστού των εχόντων γνώσεις τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά 10% συνεπάγεται αύξηση του Συνολικού Δείκτη Παραγωγικότητας (Total Factor of Productivity) κατά 0,5%. Συνεπώς, η πρόκληση για την Κοινή Ευρωπαϊκή (άρα και για την ελληνική) Πολιτική είναι κολοσσιαία. Και πως πραγματικά θα επιτευχθεί αυτό όταν η δημογραφική εξασθένιση της ‘‘Γηραιάς Ηπείρου’’ προοιωνίζει τον ‘‘κίνδυνο’’ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρώπη να παραμείνει στάσιμο ακόμα και αν η παραγωγικότητα του κάθε ευρωπαίου εργαζόμενου αυξηθεί κατά 1,5% ανά έτος;
Η απάντηση είναι απλή. Το ‘‘νέο αίμα’’ διαφαίνεται ως η σοβαρή λύση. Η Ευρώπη γεράζει και ως εκ τούτου γίνεται όλο και πιο προβληματική. Ο αριθμός των θέσεων εργασίας στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, τη ραχοκοκαλιά της απασχόλησης, μειώθηκε δραματικά τα τελευταία 15 χρόνια, πάνω από 20% και η Ευρώπη έχασε από το 2004 έως το 2011 το 10% του μεριδίου που κατείχε στην αγορά (βιομηχανικών προϊόντων). Ενώ, αντιθέτως, στις ΗΠΑ οι τιμές της ενέργειας μειώθηκαν κατά 1/3 λόγω της εξόρυξης σχιστολιθικού αερίου (μέσω fracking), τη στιγμή που στην Ευρώπη εισάγεται το 90% του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που η Ήπειρος χρειάζεται. Στο τέλος του περασμένου αιώνα η Ευρώπη ήταν η βιομηχανική δύναμη του Πλανήτη και παρήγε το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής, από τα μέσα αυτού του αιώνα όμως θα γίνει η Τρίτη Δύναμη μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ. Και από εκεί που στο τέλος του περασμένου αιώνα αντιπροσώπευε το 1/3 της Οικονομίας του Πλανήτη, το 2050 θα είναι το 18% της Παγκόσμιας Οικονομίας. Η δε Γερμανία θα παράγει από το 10% της παγκόσμιας παραγωγής μόλις το 3,2%.
Που καταλήγουμε, λοιπόν, έπειτα απ’ όλα τα ανωτέρω; Ποιο είναι το νόημα των αριθμών, της ακατάσχετης αριθμολογίας, που προκαλεί ‘‘πονοκέφαλο’’; Το συμπέρασμα είναι ότι απαιτείται ενδυνάμωση του πληθυσμιακού στοιχείου στην Ευρώπη και ταυτόχρονα Οικονομική Διεύρυνση. Επί παραδείγματι η Κομισιόν υπολογίζει ότι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν περισσότερες από 900.000 θέσεις εργασίας, αν άνοιγε τελείως η ευρωπαϊκή ψηφιακή αγορά (Guy Verhofstadt σελ. 178). Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να τονωθεί αρχικά το αριθμητικό υπόβαθρο του εργατικού δυναμικού. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που και θα παράγουν και θα κρατούν ‘‘ζωντανά’’ τα ασφαλιστικά συστήματα’’.
Για να διατηρήσουμε δε την τρέχουσα αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων υπάρχουν τρεις δρόμοι: 1. Είτε η αύξηση ή της φορολογίας ή του παραγωγικού πλούτου διαμέσου κυρίως του προσανατολισμού και προς τις παγκόσμιες τεχνολογικές εξελίξεις, 2. Είτε η αύξηση της Γεννητικότητας, 3. Είτε η Μετανάστευση. Μπορεί βεβαίως οι άνω τρεις αξονικές κατευθύνσεις να συγκερασθούν και να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία Πολιτικής κατά σωρευτικό-αθροιστικό τρόπο.
Και κατά δεύτερο λόγο, το εργατικό δυναμικό, πέρα από ‘‘αριθμητική επάρκεια’’, απαιτείται να έχει επιστημονική εξειδίκευση. Ο ρόλος του ανθρώπινου κεφαλαίου στην αναπτυξιακή διαδικασία αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της θεωρίας της “ενδογενούς ανάπτυξης”. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 επικράτησε ο όρος “Οικονομία της Γνώσης” (knowledge-driven ή knowledge-based economy, OECD 1991), καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τη σχέση ανάμεσα στην Οικονομία της Αγοράς και στη Γνώση. Η Οικονομία που συσσωρεύει υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο νέμεται τους καρπούς της τεχνολογικής προόδου, βελτιώνει την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά της και επιδεικνύει υψηλό και διατηρήσιμο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
Οι προκλήσεις του Μέλλοντος, επομένως, είναι μονολεκτικώς ‘‘συγκλονιστικές’’. Τα πλοκάμια της Διασύνδεσης του Προσφυγικού-Μεταναστευτικού με πολυποίκιλους τομείς τόσο του συνολικού ευρωπαϊκού γίγνεσθαι όσο και της καθημερινότητας των εκάστοτε εθνικών κοινωνιών, ένας των οποίων (και δη σημαντικός) είναι και το Δημογραφικό-Αναπτυξιακό (ευρωπαϊκό και άρα και ελληνικό) Στοίχημα, θα αρχίσουν να γίνονται ολοένα και πιο ορατά. Η Προβληματική για μια πιθανή εξάπλωση και τελική επικράτηση της (κατά κάποιους)… ‘‘Ισλαμικής Λοιμικής’’ σ’ όλη την Ευρώπη, είναι ο ένας Θεμελιακός Πυλώνας του Μεταναστευτικού. Ο άλλος είναι δίχως αμφιβολία ο διασυνδεδεμένος Πυλώνας Δημογραφικό ζήτημα – Αναπτυξιακό Πρότυπο. Χώρες που δεν θα επιτύχουν τόνωση του πληθυσμού τους θα αντιμετωπίσουν πληθυσμιακή κατάρρευση. Αλλά και κάποιες άλλες που θα ενισχυθούν μονομερώς δια του τρίτου άνω τρόπου (Μετανάστευση) θα βρεθούν αντιμέτωπες με πληθυσμιακές αλλοιώσεις, που θα αντανακλούν άμεσα στην πολιτική σταθερότητα και κοινωνική συνοχή τους. Ο Χρόνος θα φέρει και θα…αποκαλύψει πολλά!
Κατερίνη, 8/4/2016
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ LLM