Του Γιάννη Κορομήλη
Οι Αριστεροί (όπως λέγαμε και χθες) είναι διεθνιστές. Από πεποίθηση και ιδεολογία. Δικαίωμα τους. Αυτό δεν έχει σαν συνέπεια να μην αγαπούν την Πατρίδα τους. Ωστόσο δεν την αγαπούν όπως οι εθνικιστές που την τοποθετούν πάνω από όλες τις πατρίδες. Θυμηθείτε το γνωστό τοις πάσι «Ντόιτσλαντ ουμπερ άλλες» δηλ. η Γερμανία πάνω απ΄όλα! Υπερβολικό προφανώς, που ξεπερνάει το μέτρο. Υπάρχει όμως κι ο εθνισμός, η λογική και δικαιολογημένη αγάπη προς την Πατρίδα. Χωρίς βέβαια υπερβολές και ακρότητες. Για να μην πλατειάζουμε: Εθνικιστής είναι αυτός που αγαπά πρώτα απ΄όλα και πάνω απ΄όλα την Πατρίδα του και δεν αγαπά (έστω και κατ΄ελάχιστον), αν δεν μισεί κάθε άλλη χώρα. Εθνιστής είναι αυτός που αγαπά την Πατρίδα του χωρίς όμως να μισεί τις Πατρίδες των άλλων κι ούτε να θεωρεί ότι είναι ανώτερος απ΄όλους τους άλλους λαούς λόγω της ιστορίας π.χ. ή της δύναμης τη χώρας του. Διεθνιστής τέλος είναι αυτός που θεωρεί χρέος να΄αγαπά το ίδιο όλες τις πατρίδες. Και τη δική του και τις άλλες.
Πάντως οι διεθνιστές (που υπάρχουν σε μικρά ποσοστά στα άλλα κόμματα αλλά όχι ως ιδεολογική τοποθέτηση, παράδειγμα η «κοσμοπολίτικη δεξιά») πιστεύουν και προωθούν την ένωση των λαών, πέρα από τα εθνικά στεγανά και σύνορα (βλ. προλεταριακός διεθνισμός). Αγαπούν ην πατρίδα τους αλλά βάζουν σε ίση μοίρα και τις πατρίδες των άλλων και πάνω από όλες τις πατρίδες (και την δική τους) βάζουν την οικουμένη, τον πλανήτη Γή.
Η θέση αυτή νιώθεται μεν, αλλά σκοντάφτει συνήθως στις απαιτήσεις των άλλων χωρών, των άλλων πατρίδων. Η Ελλάδα έχει πικρά πείρα πάνω σ΄αυτό. Πικρή και πολύχρονη. Από την συνεχώς προβάλλουσα και νέες απαιτήσει και διεκδικήσεις σε βάρος μας Τουρκία μέχρι το αυθάδες κρατίδιο των Σκοπίων. Όπου οι έχοντες τον πρώτο λόγο Σλάβοι, θέλουν ντε και καλά, να τους αναγνωρίσουμε ως … Μακεδόνες! Από πού κι ως που; Και η Ιστορία; Nα την αφήσουμε να κακοποιείται στα χέρια τους και τις ορέξεις αυτών και των πατρώνων τους;
Ο διεθνιστής Αλ. Τσίπρας και οι συν αυτώ προωθούν, χωρίς να ρωτήσουν ή να ενημερώσουν κανέναν από τους πολίτες και τους πολιτικούς, μια σύνθετη ονομασία Άνω Μακεδονία ή Νέα Μακεδονία ή Βόρεια Μακεδονία. Κι ο … μεσολαβητής Νίμιτς συμφωνεί. Ο δε Ζάεφ, πρωθυπουργός του κρατιδίου, δείχνει να δέχεται κάτι τέτοιο.
Προβάλλουν μάλιστα (ο κ. Τσίπρας κ.λ.π.) την «εθνική γραμμή του 2008 στο Βουκουρέστι». Αλλά στο Βουκουρέστι δεν συζητήθηκε καν (όπως προαναφέραμε) θέμα ονομασίας, σύνθετης ή άλλης. Ο Μπους καλωσόρισε τους Σκοπιανούς ως Μακεδόνες, ο Κώστας Καραμανλής αντέδρασε καθώς και ο Σαρκοζί και οι Ισπανοί και Ιταλοί. Υπήρχε βεβαίως μια κάποια συμφωνία μεταξύ των κομμάτων (όχι όλων) για πρόταση στους Σκοπιανούς μιας συνθέτης ονομασίας αλλά οι Σκοπιανοί δεν την δέχθηκαν. Συνεπώς στο Βουκουρέστι δεν υπήρξε καμιά εθνική γραμμή.
Εθνική γραμμή υπήρξε, αλλά πολύ νωρίτερα το 1992 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας (τότε) και τους πολιτικούς αρχηγούς.
Η εθνική γραμμή για το Σκοπιανό (Μακεδονικό) προέκυψε από τη σύσκεψη των τότε πολιτικών αρχηγών (Κ. Μητσοτάκη, Α. Παπανδρέου, Αλέκας Παπαρήγα, Μαρίας Δαμανάκη) σε σύσκεψη υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κων/νο Καραμανλή στις 13 Απριλίου του 1992. Η σύσκεψη εκείνη οδήγησε σε ένα ανακοινωθέν που εν πολλοίς καθόρισε τη στάση των μετέπειτα κυβερνήσεων. Η σύσκεψη κράτησε αρκετές ώρες (στην αρχή της μάλιστα παρίστατο και ο υπουργός Εξωτερικών Αντ. Σαμαράς που αποχώρησε αρκετά νωρίς) και κατέληξε με την απόφαση ότι το νεοσύστατο κράτος των Σκοπίων θα γίνει δεκτό στους διεθνείς οργανισμούς εάν και μόνο εάν δεν περιέχεται ο όρος Μακεδονία (ή παράγωγο της) στην ονομασία του. Συζητήθηκαν πάρα πολλά αλλά αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το γεγονός ότι οι πολιτικοί αρχηγοί δέχθηκαν προσχέδιο απόφασης που τους παρουσίασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πάνω σ΄αυτό στηρίχθηκε το τελικό ανακοινωθέν. Από εκείνη τη σύσκεψη, όπου ειπώθηκαν πολλά και σπουδαία μεταφέρουμε εδώ δυο- τρεις επισημάνσεις του Κων/νου Καραμανλή: «Όλες οι συμφορές που έζησε η Ελλάδα στο παρελθόν ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας της να χαράξουμε κοινή θέση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τα θέματα αυτά τα καθιστούσαμε πάντα αντικείμενα εσωτερικών ανταγωνισμών, διότι δεν είχαμε ακόμη καταλάβει ότι τα θέματα αυτά τα ελέγχουμε στην έκταση των εθνικών μας δυνατοτήτων και κατά τα λοιπά κρίνονται από δυνάμεις που δεν ελέγχουμε».
Συνεχίζεται