Αποχαυνωμένη, σταμάτησε στη δροσιά ενός φοίνικα απ’ αυτούς που περιστοιχίζουν την κεντρική λεωφόρο της Σπάρτης την Κωνσταντίνου Παλαιολόγου κατά μήκος των κτιρίων που στεγάζουν τις Δημόσιες Υπηρεσίες, τις τράπεζες και τα μεγάλα καταστήματα της πόλης.
Του Θεοχάρη Στύλου
Διασχίζοντας την πόλη περπατώντας βλέπεις καταστήματα μοντέρνα και με σύγχρονη διακόσμηση άλλα και παλιακά βγαλμένα μέσα απο τα παραμύθια. Πώς συνταιριάζει το παλιό με το καινουργιο τόσο αρμονικά με τα αυτοκίνητα και στις δύο πλευρές του δρομου να πηγαινοέρχονται χωρίς σταματημό και με μεγάλη ταχύτητα μόνο στην Σπάρτη γίνεται να το ζήσεις αυτό, λεωφορεία, φορτηγά, δημόσια και ιδιωτικής χρήσης φτωχά μα και πολυτελείς λιμουζίνες όλα μαζί σε ένα μαγικό κοκτέιλ εικόνων σύνθεσης και αντίθεσης συνάμα.
Η Μαρικίτα έχει περάσει όλη της τη ζωή στην εξοχή, μα να που σήμερα με το πρώτο φως της μέρας και ενώ ακόμη η πόλη κοιμάται βρέθηκε να ταξιδεύει σε ένα φορτηγό μαζί με πολλές αγρότισσες που κάθονταν στο πίσω μέρος του, έτρωγαν ψωμοτύρι και μοιράζονταν καφέ από ένα thermos, μιλούσαν και γελούσαν μέχρι να φτάσουν στο κέντρο της πόλης λίγο μετά από την πλατεία Δημαρχείου όπου αρχίζει η υπαίθρια αγορά της Σπάρτης. Εκεί κάτω από τον καλοκαιριάτικο ήλιο, με μόνη προστασία το πολύχρωμο λουλουδάτο μαντήλι στο κεφάλι, έστησαν τα κασόνια ή ένα πτυσσόμενο κάθισμα με τα λιγοστά προϊόντα που είχε η καθεμιά προς πώληση. Τα είχαν μαζέψει πρωί-πρωί από την αυλή ή το μποστάνι τους: κεράσια, χρυσόμηλα, μούρα, ντομάτες και άλλα κηπευτικά, αλλά και αυγά από το κοτέτσι τους καθώς και λουλούδια: ηλιοτρόπια, λεβάντες και αγριολούλουδα που οι κυρίες της πόλης αγόραζαν για τα βάζα τους.
Σάββατο σήμερα, τα γραφεία κλειστά τα καταστήματα δεν είχαν ανοίξει ακόμη, μόνο η υπαίθρια αγορά έσφυζε από ζωή και τα καφέ στα οποία οι θαμώνες προγευμάτιζαν με ξένα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα εδέσματα και ροφήματα: croissants, pancakes, frappuccino και americano. Στις παρόδους της λεωφόρου είχαν ξεφυτρώσει πολλά εστιατόρια με fusioncuisine που ετοιμάζονταν να ανοίξουν το μεσημέρι. Ένα από αυτά το διακοσμούσαν ήδη με λευκά άνθη, ασημένιες παγωνιέρες και κολονάτα ποτήρια σαμπάνιας, για να γιορτάσουν κάποιο γάμο ή βάφτιση.
Η ίδια που γεννήθηκε μετά το λιώσιμο των χιονιών, παρατηρούσε το λευκό σκηνικό με δέος. Σαν άνοιξε η πόρτα γλίστρησε μέσα και βρέθηκε ανάμεσα στα περίεργα άνθη, από την Άπω Ανατολή, ορχιδέες και κρίνα ασιατικά που ζάλιζαν με το άρωμά τους. Κανένα δεν ανέδυε τη φρεσκάδα και το άρωμα των λουλουδιών που πουλούσαν οι γυναίκες στην αγορά. Τα λευκά άνθη είχαν την αίσθηση του συνθετικού, τόσες μέρες εξάλλου ταξίδευαν μέχρι να φτάσουν στη χώρα ενώ διατηρούνταν στη ζωή σε ειδικά ψυγεία.
Επέστρεψε στην αγορά όπου και αποχαυνωμένη από τη ζέστη και το άρωμα των λουλουδιών αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μέσα στο λεωφορείο παγωμένη, εφόσον η κυρία που αγόρασε τις καμέλιες βρισκόταν τώρα σ’ ένα τουριστικό λεωφορείο ταξιδεύοντας για την Μονεμβάσια της Λακωνίας. Αν και έξω έκανε πολύ ζέστη μέσα στο λεωφορείο υπήρχε δροσιά γι’ αυτό και κόντεψε να ξυλιάσει από το κρύο όσο η κυρία με την καμέλια καρφιτσωμένη σαν αγκράφα του blazer της, κοιμόταν του καλού καιρού πηγαίνοντας από την μια άκρη της Λακωνικής γης στην άλλη.
Κάποια στιγμή έφτασαν στον προορισμό τους και, κάτω από το φυσικό φως του απογευματινού ήλιου, περπατώντας μέσα από τις αλέες με τις κερασιές φορτωμένες ώριμους βυσσινιούς καρπούς. Η κυρία με τις καμέλιες άπλωσε το χέρι και έφερε στο στόμα της δυο-τρεις καρπούς από το δέντρο. Πρώτη φορά στη ζωή της έτρωγε κεράσια κομμένα από το δέντρο και όχι συσκευασμένα στο σουπερμάρκετ. Ο άντρας της δεν σταμάτησε να βιντεογραφεί τις κερασιές, όπως έκανε πριν μέσα στις γαλαρίες με τις χιλιάδες μπουκάλες των κρασιών.
Τότε η γυναίκα ξεφώνισε ενθουσιασμένη στα ισπανικά: «Mira, unamariquita» και κοίταξε μια παπαρούνα, μια πασχαλίτσα. «Φέρνει τύχη!» είπε, πιάνοντάς την προσεχτικά στα δάχτυλά της. Η πασχαλίτσα που είχε πέσει από την καμέλια και ετοιμαζόταν να πετάξει στο φυσικό της περιβάλλον βρισκόταν τώρα έρμαιο στα χέρια της Βραζιλιάνας. Την άφηνε να κόβει βόλτες στην παλάμη της ενώ όταν έφτανε στην άκρια των δαχτύλων, ανοίγοντας τα φτερά της, γύριζε ανάποδα το χέρι της για να βρεθεί και πάλι αιχμάλωτη. Ο άντρας της δεν σταματούσε να βιντεογραφεί για να τη δείξει στα παιδιά τους. Κανείς από τους δυο τους δεν είχε δει μια αληθινή παπαρούνα στην πόλη τους που βρισκόταν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, με τους ουρανοξύστες και τις παράλληλες αριθμημένες λεωφόρους, χωρίς ονόματα. Κάποια στιγμή που η κυρία αφαιρέθηκε, η Μαρικίτα, η παπαρούνα, ανέβηκε στο τεράστιο μονόπετρο της δαχτυλίδι απ’ όπου πραγματοποίησε μια φαντασμαγορική πτήση.
Προσγειώθηκε στο διπλανό ελαιώνα καταφεύγοντας σε ένα από αυτά τα δενδρα. Σε λίγο άρχιζε να σκοτεινιάζει και τα λουλούδια να γέρνουν προς τη γη. Αύριο θα άνοιγαν τα πέταλά τους για να χαιρετίσουν τον ήλιο. Μαζί κι η Μαρικίτα, η παπαρούνα που αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά τους, ανάμεσα στους μαύρους σπόρους, μετά από μια περιπετειώδη και κουραστική μέρα στη μεγάλη πολιτεία.