Του Γιάννη Κορομήλη
Οι σχέσεις της σημερινής Κυβέρνησης ( Εκτελεστικής εξουσίας) με τη Δικαιοσύνη (Δικαστική Εξουσία) δεν είναι και οι καλύτερες δυνατές. Συχνές δε είναι οι επιθέσεις κυβερνητικών στελεχών. Ου μην αλλά και του πρωθυπουργού προσωπικά, ο οποίος, πέρσι τον Ιούνιο, δήλωσε ότι η Δικαιοσύνη για την κυβέρνηση αποτελεί «θεσμικό εμπόδιο», φράση που προκάλεσε πολλές και έντονες αντιδράσεις του νομικού κόσμου της χώρας, και παραδόξως(;) ουδέποτε διαψεύστηκε αλλά ούτε και ανασκευάστηκε ή έστω διευκρινίστηκε. Δηλώσεις σαν αυτή ή και σαν εκείνες που κάνουν ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ ηχούν άσχημα και δημιουργούν ερωτηματικά τόσο για το λόγο που αυτές εκφωνούνται ή διατυπώνονται όσο και για το πού το πάνε οι εκφέροντες δηλώσεις του είδους αυτού. Όπως π.χ κι εκείνη του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας ο οποίος απεφάνθη πως οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν να είναι «δεσμευτικές αλλά όχι σεβαστές»(!). Το Γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού εξάλλου παρομοίασε τους δικαστικούς λειτουργούς με… «παρακράτος».
Βαριές κουβέντες, χαρακτηρισμοί ανεπίτρεπτοι. Πολλώ δε μάλλον όταν εκτοξεύονται από φορείς ενός σοβαρού και αποφασιστικού θεσμού, εναντίον των λειτουργών ενός άλλου ανεξάρτητου κατά το Σύνταγμα, εξίσου σοβαρού και καθοριστικού για τη λειτουργία αυτού, τούτου του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Τέτοια φαινόμενα- τουλάχιστον παρόμοιας έντασης και βάθους- δεν είχαμε κατά το παρελθόν από καμιά άλλη κυβέρνηση (της Χούντας προφανώς εξαιρουμένης). Εύλογα δημιουργούνται πολλά ερωτήματα για τα τι τελικά επιδιώκει μ΄αυτόν τον τρόπο η σημερινή κυβέρνηση.
Αξίζει να προστεθεί ότι στο ζήτημα αυτό αναφέρεται και πολυσέλιδη ερώτηση των αρμοδίων τομεαρχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Σταύρο Κοντονή. Στην ερώτηση αυτή- που δεν μπορεί να καταχωρηθεί εδώ, κυρίως εξαιτίας του μεγέθους της- διατυπώνονται σοβαρές κατηγορίες και ζητούνται απαντήσεις. Ασφαλώς και η ερώτηση αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της κομματικής αντιπαράθεσης – που αποτελεί βασική έκφανση της Δημοκρατίας- όμως τα καταγγελλόμενα είναι πολύ σοβαρά και άπτονται ακριβώς της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος. Η Ν.Δ κάνει λόγο και καταγγέλλει την κυβέρνηση για «οργανωμένο σχέδιο να ελέγξει τη Δικαιοσύνη» και καταγράφει λεπτομερώς «22 βήματα προς αυτή την κατεύθυνση». Μιλάει δε για συγκεκριμένες και συνεχείς παρεμβάσεις, στο έργο της Δικαιοσύνης την τελευταία τριετία, καθώς η αφετηρία βρίσκεται σχεδόν στο ξεκίνημα της κυβερνητικής θητείας το 2015..
Η Ν.Δ κάνει αναφορά και στην περίπτωση του πειθαρχικού ελέγχου από τον υπουργό Δικαιοσύνης και του συνακόλουθου διασυρμού του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κ Αθαν. Ράντου, ο οποίος μετείχε στη σύνθεση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματική την γνωστή υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Και προσθέτει τις κυβερνητικές αντιδράσεις που ακολούθησαν – «πρωτοφανείς ως προς το επιθετικό τους ύφος»- μετά τη συγκεκριμένη απόφαση του ΣτΕ. Αναφέρεται επίσης στις περιπτώσεις συστηματικών παρεμβάσεων και επιθέσεων της κυβέρνησης στο θεσμό της Δικαιοσύνης, κάνει λόγο για την «αντιθεσμική παρέμβαση» του υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Πάνου Καμένου, στην ποινική υπόθεση του ισοβίτη Ευθυμίου Γιαννουσάκη με – όπως γράφει στην ερώτηση – « όρους παρακρατικής συμπεριφοράς». Η ΝΔ καταλογίζει στην κυβέρνηση μεθοδευμένη παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και στην υπόθεση της ΣΕΚΑΠ.
Τον περασμένο Μάιο – σημειώνει- μια φαινομενικά αθώα τροπολογία από βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, «αποδείχθηκε πανηγυρικά ότι προωθήθηκε από την κυβέρνηση για να καταστήσει πιθανή τη διαγραφή προστίμων τα οποία είχαν επιβληθεί στη ΣΕΚΑΠ του Ιβάν Σαββίδη για λαθρεμπόριο, ενώ μάλιστα η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον της Δικαιοσύνης».