Προκειμένου να κατανοήσουμε τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες διεξήχθη η μικρασιατική εκστρατεία, καλό θα είναι να γνωρίζουμε, τόσο το γενικό όσο και το ειδικό ιστορικό πλαίσιο. Το έτος 1919, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με την κυβέρνησή του, αλλά και με την υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας που αναδείχθηκαν νικήτριες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, αποφάσισε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, καθώς και την προστασία όλου του χριστιανικού πληθυσμού από αυθαιρεσίες και βαναυσότητες.
Πίσω από αυτό το πρόσχημα, υπήρχε και μια άλλη αιτία για την έναρξη του πολέμου. Κατόπιν μυστικών συμφωνιών των Δυτικών δυνάμεων, κρυβόταν η επιθυμία να διαμελίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήδη η Αγγλία υποσχέθηκε στους Έλληνες εδαφικές προεκτάσεις εις βάρος των Τούρκων, αν συμμαχούσαν με τους Συμμάχους στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εδάφη που υποσχέθηκαν οι Άγγλοι στους Έλληνες ήταν η Ίμβρος, Τένεδος και τα Μικρασιατικά παράλια[1].
Ο ρόλος της συμφωνίας των Σεβρών 1920
Η συμφωνία των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου 1920, αποτέλεσε μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου και την οποία, ουδέποτε, αναγνώρισε ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος είχε διακριθεί για τη σθεναρή αντίσταση κατά των ξένων δυνάμεων στη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου η Αντάντ, υπέστη μεγάλη ήττα. Ο Κεμάλ είχε οργανώσει ανταρτικό στρατό και ήδη είχε ορίσει την έδρα της επαναστατικής του κυβέρνησης στην Άγκυρα κηρύσσοντας αγώνα “μέχρις εσχάτων”. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμφωνία των Σεβρών αποτέλεσε “συνθήκη πολέμου” παρά συνθήκη ειρήνης, καθώς το κέντρο εξουσίας στην Τουρκία είχε αλλάξει.
Ο Βενιζέλος, συνειδητοποιώντας πως η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει στον αέρα, αποφάσισε να την επιβάλει στρατιωτικά. Το καλοκαίρι του 1920, διέταξε την ενίσχυση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και την προώθηση του στρατού προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας[2].
Η Ελλάδα στην ουσία έλπιζε στην επικείμενη συνθήκη ειρήνης επί των ηττημένων Τούρκων. Στόχος των Ελλήνων ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας[3] και πρωτίστως στα παράλια, όπου το ελληνικό στοιχείο σε παρουσία και σε δραστηριότητα ήταν έντονο. Βασικό μέλημα, τόσο της κυβέρνησης όσο και του πρωθυπουργού Βενιζέλου, ήταν η προστασία των ελληνικών πληθυσμών από την τουρκικές αυθαιρεσίες έχοντας νωπή την εμπειρία από την αισχρή μεταχείριση των πληθυσμών αυτών μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Συγκεκριμένα χιλιάδες μικρασιάτες που δεν ήταν μουσουλμάνοι αλλά Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι υπέστησαν απάνθρωπες πιέσεις και εγκατέλειψαν τις πατρογονικές εστίες τους με τη μορφή της εθνοκάθαρσης.
Η πορεία προς το Σαγγάριο (1-10 Αυγούστου 1921)[4]
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του θέματος που είναι η πορεία προς το Σαγγάριο (1-10 Αυγούστου[5]), θεωρούμε ωφέλιμο να προστεθούν κάποιες σύντομες ιστορικές πληροφορίες, σχετικές με τον στρατιωτικό σχεδιασμό που αντλήσαμε από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. 34, 16η έκδ. σσ. 176εξ. ].
Στις 15 Ιουλίου 1921, ύστερα από το ελληνικό πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια (με τη συμμετοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου, του πρωθυπουργού Δ. Γούναρη, του διοικητή της Στρατιάς αντιστράτηγου Αναστασίου Παπούλα, του υπουργού Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη και μερικών ακόμη ανώτατων πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων) και αφού ο τουρκικός στρατός είχε αλώβητος υποχωρήσει, αποφασίστηκε ομόφωνα η συνέχιση της προέλασης προς την Άγκυρα, παρά τις αρχικές ενστάσεις ορισμένων συμμετεχόντων. Η επιχείρηση αυτή έλαβε την ονομασία εκστρατεία Σαγγάριου-Αγκύρας.
Στην συνέχεια παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, μέσα από οποίο αναδύονται οι κατάλληλες λέξεις ή φράσεις που υποδεικνύουν με ανάγλυφο τρόπο, την όλη κατάσταση που επικρατούσε την συγκεκριμένη περίοδο: “Η Στρατιά προχωρούσε με τα τρία σώματά της συμπαραταγμένα. Το Γ' Σώμα στα βόρεια, το Α' στο κέντρο και το Β' στα νότια, από την Αλμυρά Έρημο [βλ. Εικόνα 1, προερχόμενη από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών]. Η πορεία της μέσα στην έρημο, κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο του Αυγούστου, υπήρξε βασανιστική και η σκόνη που σήκωνε η μεραρχία κατά την προέλασή της ειδοποιούσε από μακριά τις τουρκικές αναγνωρίσεις για τον άξονα πορείας του ελληνικού στρατού...ο Κεμάλ από τις αναγνωρίσεις του τουρκικού ιππικού είχε πληροφορηθεί έγκαιρα την κατεύθυνση του κύριου όγκου της ελληνικής στρατιάς και μετέφερε εσπευσμένα στρατεύματα. Κατά τη διάρκεια της πορείας της ελληνικής στρατιάς προς το Σαγγάριο άρχισαν να επαληθεύονται οι απαισιόδοξες προβλέψεις του συνταγματάρχη Σπυρίδωνος: το νερό για τους άνδρες και τα ζώα όπως και τα τρόφιμα έπρεπε να μεταφέρονται από δύσβατους δρόμους με φορτηγά και με πολύ αργό ρυθμό και πολλά είδη εφοδιασμού σάπιζαν στις αποθήκες των μετόπισθεν χωρίς να υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς τους στο μέτωπο. Η πεποίθηση των Ελλήνων πως η μάχη που θα δίνονταν μπροστά στην Άγκυρα, ίσως θα ήταν η τελευταία του πολέμου και η σχεδόν ανύπαρκτη τουρκική αντίσταση κατά την πορεία κρατούσαν το ηθικό τους σε υψηλό επίπεδο, αλλά οι κακουχίες και οι ελλείψεις του εφοδιασμού τους είχαν εξασθενήσει. Επιπλέον την Στρατιά ακολουθούσαν μεν αγέλες σφαγίων, αλλά το μαγείρεμα του κρέατος ήταν προβληματικό, καθώς δεν υπήρχαν ξύλα, εκτός από τα άδεια κιβώτια των πυρομαχικών. Οι αρρώστιες και οι πυρετοί προκαλούσαν πολύ περισσότερες απώλειες στους Έλληνες από τις επιθέσεις του τουρκικού ιππικού και των ατάκτων…ενώ είχαν ξεπεράσει τα φυσιολογικά όρια αντοχής”[6].
Επιχειρώντας μια ολιστική προσέγγιση του παραπάνω κειμένου, οδηγούμαστε στα παρακάτω συμπεράσματα: Τα κύρια προβλήματα που συνάντησε ο ελληνικός στρατός στην ενδοχώρα της Ανατολίας, εκτός από τις κατεστραμμένες γέφυρες, ήταν ο ανεφοδιασμός και οι συγκοινωνίες με τα μετόπισθεν, σ' αντίθεση με τους Τούρκους όπου η επικοινωνία με τα δικά τους μετόπισθεν ήταν άρτια. Επίσης γινόταν τιτάνιες προσπάθειες του ελληνικού στρατού να κατασκευάσουν γέφυρες εκστρατείας για να περάσουν τους παραποτάμους του Σαγγαρίου [βλ. Εικόνα 2 προερχόμενη από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών].
Αυτό σημαίνει κόπωση, καθυστέρηση και επιπλέον χρόνος των Τούρκων για αναδιοργάνωση της άμυνας. Από την πλευρά των Τούρκων, ο Κεμάλ συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις ανατολικά του Σαγγαρίου, προχώρησε στην οχύρωση της περιοχής, διέθετε καλές συγκοινωνίες με τα μετόπισθεν στην περιοχή της Άγκυρας, εξασφάλισε άριστη παρατήρηση προς τα δυτικά και ανατολικά. Αυτό επιτεύχθηκε, διότι βρισκόταν εναλλασσόμενοι ορεινοί όγκοι. Οι ορεινοί όγκοι προσφέρονταν για αρθρωτή άμυνα και το σχέδιο των Τούρκων προέβλεπε σε φθορά και φυσική εξάντληση των Ελλήνων και στη συνέχεια εκτέλεση αντεπιθέσεως με συμπαγείς δυνάμεις εναντίον του ελληνικού στρατού.
Επίσης σε διπλωματικό επίπεδο, οι Κεμαλικοί προέβησαν στις παρακάτω τρεις συμφωνίες, οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον Μικρασιατικό πόλεμο: 1ον. Στις 25 Φεβρουαρίου – 10 Μαρτίου 1921, οι Κεμαλικοί υπέγραψαν συμφωνία ανακωχής των εχθροπραξιών με τους Γάλλους στην Κιλικία[7], ενώ εγκρίθηκε η συμμετοχή Γάλλων βιομηχάνων στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Τουρκίας. 2ον Έξι μέρες αργότερα, οι Κεμαλικοί υπέγραψαν συμφωνία με τους Μπολσεβίκους (Συνθήκη της Μόσχας)[8]. Και 3ον, την άνοιξη του 1921 υπογράφτηκε και η ιταλοτουρκική συμφωνία (Σύμφωνο Sforza-Bekir Sami), που προέβλεπε παραχωρήσεις σε ιταλικές εταιρείας στην Τουρκία σε αντάλλαγμα για την άδεια προμήθειας οπλισμού από τους Κεμαλικούς στην ιταλική Ζώνη της Αττάλειας[9].
Η μάχη του Σαγγάριου ποταμού (10 έως 29 Αυγούστου 1921)
Με βάση τις πληροφορίες από την εφημερίδα “Πρώτο Θέμα” (Μιχάλης Στούκας)[10]: “Το πρωί της 10ης Αυγούστου, άρχισε η γενική επίθεση με σκοπό την επίτευξη ρήγματος στο τουρκικό μέτωπο και την υπερκέραση του από τα ανατολικά. Οι πρώτες επιθέσεις υπήρξαν νικηφόρες παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των Τούρκων. Οι μάχες ήταν σκληρές. Οι απώλειες εκατέρωθεν πολύ σημαντικές. Η τουρκική άμυνα είχε ενισχυθεί. Στις 28 Αυγούστου εκδηλώθηκε σφοδρή τουρκική αντεπίθεση, η οποία αποκρούστηκε. Το βράδυ τις 29ης Αυγούστου ο Κεμάλ ανέστειλε τις επιχειρήσεις. Όμως στις 30 και 31 Αυγούστου οι ελληνικές δυνάμεις μετακινήθηκαν δυτικά του Σαγγαρίου, στις παλιές τους θέσεις στο Εσκί Σεχίρ. Η μάχη για την κατάληψη της Άγκυρας είχε χαθεί… Οι απώλειες ήταν μεγάλες κι από τις δύο πλευρές. Ο Στρατός μας είχε 208 νεκρούς αξιωματικούς, 3.469 νεκρούς στρατιώτες, 713 τραυματίες αξιωματικούς, 18.156 στρατιώτες τραυματίες και 354 αγνοούμενους. Σύνολο: 22.900 άνδρες εκτός μάχης. Η τουρκική πλευρά είχε: 135 νεκρούς αξιωματικούς, 2.074 νεκρούς στρατιώτες, 571 τραυματίες αξιωματικούς, 9.582 στρατιώτες τραυματίες και 5.070 αγνοούμενους (τακτικός στρατός). Σημαντικές ήταν οι απώλειες των ατάκτων: περίπου 160 νεκροί αξιωματικοί, 900 νεκροί στρατιώτες, 230 τραυματίες αξιωματικοί και 3.650 τραυματίες στρατιώτες…” [Βλ. Εικ. 3 Η μάχη του Σαγγάριου, προερχόμενη από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών]
O Ελληνικός Στρατός έπρεπε να κινηθεί προς τα ανατολικά ή όχι;
Μ' αφορμή το ερώτημα-δίλημμα, εάν ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να κινηθεί προς τα ανατολικά ή όχι, παραθέτουμε κάποιες ιστορικές πληροφορίες, ο οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενισχύσουν το γνωστικό μας πεδίο, προς ανάπτυξη της κριτικής μας σκέψης.
Παραθέτουμε, σχετικές ιστορικές πληροφορίες: “Στις 13 Ιουλίου 1921, ο Αρχιστράτηγος Παπούλας συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, με συμμετοχή του επιτελάρχη, Συνταγματάρχη Πάλλη, του Υπαρχηγού και διευθυντή του 3ου γραφείου Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη και του διευθυντή του 4ου γραφείου ανεφοδιασμού και μεταφορών Αντισυνταγματάρχη Σπυρίδωνος. Ο Σαρηγιάννης θεωρεί ότι κάτι τέτοιο αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Αντίθετα, ο Σπυρίδωνος πιστεύει ότι θα υπάρχουν προβλήματα ανεφοδιασμού και η πορεία μέσα από την αφιλόξενη Αλμυρά Έρημο, θα είναι πολύ δύσκολη. Ο Πάλλης συμφωνεί με τον Σαρηγιάννη, ενώ ο Σπυρίδωνος παραθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν το ανέφικτο του ανεφοδιασμού της Στρατιάς και υποβάλλει την παραίτησή του, που δεν γίνεται αποδεκτή.
Καθώς διαπιστώθηκε ότι οι κεμαλικές δυνάμεις δεν είχαν εκμηδενιστεί, αποφασίστηκε ομόφωνα η συνέχιση της επιθετικής πορείας μέχρι τον Σαγγάριο. Ενστάσεις, αναιμικές φημολογείται ότι είχε μόνο ο Κωνσταντίνος. Το πολεμικό συμβούλιο, ήταν επεισοδιακό. Χαρακτηριστική είναι η διαφωνία μεταξύ του Δούσμανη και του Θεοτόκη. Ο πρώτος υποστήριζε ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν έπρεπε να σταματήσει στην Άγκυρα, αλλά να φτάσει στον ποταμό Άλη. Εκνευρισμένος ο Θεοτόκης του απάντησε σκωπτικά: “Εσύ θες σιγά – σιγά να φτάσουμε στην Περσία”. Κρίνεται απαραίτητη η μεταφορά των βάσεων εφοδιασμού από τη Σμύρνη στα Μουδανιά, που όμως δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Βίκτωρα Δούσμανη, για ασυγχώρητη αμέλεια της διοίκηση της Στρατιάς, που προκαλεί επιβράδυνση της επιθετικής πορείας της Στρατιάς, για 21 μέρες μετά τις 8 Ιουλίου”[11].
Αντί επιλόγου
Οι διχογνωμίες των Ελλήνων, οι πολιτικές σκοπιμότητες, ο ασταθής ρόλος των συμμάχων, οι πολιτικές αντιπαλότητες βενιζελικών και αντιβενιζελικών και η διάσταση απόψεων της πολεμικής ηγεσίας των Ελλήνων, έφεραν καθυστερήσεις και έδωσαν πολύτιμο χρόνο στους Τούρκους για ανασυγκρότηση και ανεφοδιασμό.
Όμως λαμβάνοντας υπόψη τις αντίξοες συνθήκες, τη λυσσαλέα αντίσταση των Τούρκων, και παρά τη δυσμενή για τους Έλληνες τελική έκβαση της επιχείρησης, η ανδρεία και η αντοχή του Ελληνικού Στρατού, προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό. Ο Γάλλος ιστορικός Ντριό έγραψε: “Οι Έλληνες επιτέθηκαν με μεγαλειώδη ορμή και πραγματοποίησαν πραγματικό άθλο. Παρά τις δυσχέρειες, την ανεπάρκεια του εφοδιασμού και την δίψα, κατόρθωσαν να εισδύσουν τις εχθρικές θέσεις, να περάσουν τον Σαγγάριο και να ανοίξουν.
Ιωάννης Βελιτσιάνος
Διδάκτωρ Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης
[1] «”Η Μηχανή του Χρόνου”: Η Ελλάς δεν δύναται να αποδεχθεί την προσφορά να προσαρτήσει την Κύπρο και θα παραμείνη ουδέτερη. Όταν ο Ζαϊμης απέρριψε την πρόταση των Άγγλων να παραχωρήσουν την Κύπρο στην Ελλάδα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2017.
[2] Τάσος Κωστόπουλος, “ Η Μαύρη Βίβλος του Γιουνάν ασκέρ”, Ανακτήθηκε στις 12.12.2019.
[3] Η Μεγάλη Ιδέα ήταν αλυτρωτικό κίνημα και η κύρια πολιτική του Ελληνικού κράτους μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή, η οποία είχε στόχο το Ελληνικό Κράτος να απελευθερώσει όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις οποίες ζούσαν μεγάλοι Ελληνικοί πληθυσμοί, και όλες τις περιοχές που παραδοσιακά ανήκαν σε Έλληνες την αρχαία εποχή (Νότια Βαλκάνια, Μικρά Ασία).
[4] Περισσότερα βλ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, “Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού” (1833-1949), Τόμος Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014.
[5] Βλ Αλλαμανή και Κρίστα Παναγιωτοπούλου Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερου Ελληνισμού, [ Η πορεία προς το Σαγγάριο (1-10 Αυγούστου), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. 34, 16η έκδ. σσ. 177-178. Ακόμη, βλ. Πολύμερο Μοσχοβίτη, στο φύλλο της εφημερίδας “Έθνος” της 15 Ιουνίου 1930, σσ. 1-2: “Η Εποποιία του Σαγγαρίου” Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στις 22/1/2020.
[6] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. 34, 16η έκδ. σσ. 177-179.
[7] Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, https://rethnea.gr/afieroma-sta-100-chronia-tin-mikrasiatiki-katastrofi/
[8] Βλ. Περισσότερα, Η ολέθρια για την Ελλάδα συνεργασία Λένιν – Κεμάλ – https://www.protothema.gr/stories/article/669852/i-olethria-gia-tin-ellada-sunergasia-lenin-kemal/
[9] Από τη Μεγάλη Ιδέα στη Μεγάλη Καταστροφή (Χρονολόγιο), https://rethnea.gr/afieroma-sta-100-chronia-tin-mikrasiatiki-katastrofi/
[10] https://www.protothema.gr/stories/article/1156109/mikrasiatiki-ekstrateia-i-poreia-pros-tin-agura-i-mahi-tou-saggariou-potamou-kalokairi-1921.
[11] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. 34, 16η έκδ. σ. 176.