Αφού εξετάσαμε στο προηγούμενο άρθρο (Α’ Μέρος) τις επιδράσεις του Μίκη Θεοδωράκη από τους Προσωκρατικούς φιλόσοφους (Ηράκλειτο, Αναξίμανδρο και Πυθαγόρα) σχετικά τη θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας, θα προχωρήσουμε στη μέθεξη της Συμπαντικής Αρμονίας του Μίκη Θεοδωράκη μέσα από τη δημοτική, βυζαντινή και βιβλική παράδοση. Επίσης θα παρουσιάσουμε και την ανάγλυφη προσωπική εμπειρία του συμπαντικού απείρου στο ψυχισμό του Μίκη Θεοδωράκη.
- Η μέθεξη της Συμπαντικής Αρμονίας του Μίκη Θεοδωράκη μέσα από τη δημοτική, βυζαντινή και βιβλική παράδοση.
Αν κάποιος μελετήσει τη ζωή και το έργο Μίκη Θεοδωράκη –λαμβάνοντας υπόψη τη θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας– θα συμπεράνει ότι πράγματι όλη η ζωή του πορεύεται με το ίδιο τρόπο σε πνευματικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Όλα τα μουσικά έργα του, δύναται να χαρακτηριστούν ως ολιστικά, διότι περιλαμβάνουν όλες τις περιόδους και όλα τα μουσικά ρεύματα. Δηλαδή πηγάζουν από την Αρχαία Ελλάδα, τη Βυζαντινή περίοδο, τη Δημοτική μουσική και την σύγχρονη μουσική. Η μουσική απαρτίζεται από τη μελωδία, το ρυθμό και την κίνηση[1]. Ενώ ο Θεοδωράκης, τόσο με τη θεωρία περί της Συμπαντικής Αρμονίας όσο και με την ολιστική προσέγγιση των μουσικών ρευμάτων σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, εισάγει στην ελληνική μουσική μια μουσική καινοτομία, την “έντεχνη” λαϊκή μουσική, η οποία δεν είναι άλλο από έναν συνδυασμό της μουσικής τέχνης και της ποιητικής τέχνης. Δηλαδή έχει στοιχεία από την όλη ιστορική πορεία του ελληνισμού, τα οποία ο Θεοδωράκης τα “παντρεύει” με την σύγχρονη ελληνική ποίηση δημιουργώντας έναν μουσικό, αρμονικό συμπαντικό κόσμο. Βασικό ρόλο στο Μίκη Θεοδωράκη διαδραματίζει το οπτικό βίωμα σχετικά με τη θεωρία της αρμονίας του σύμπαντος. Ήδη, ο Μίκης από τα παιδικά του χρόνια με την παρατήρηση των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, τις ατελείωτες συζητήσεις με τον πατέρα του αναφορικά με την αστρονομία, τους αστερισμούς και τους γαλαξίες, τον ύπνο στην ύπαιθρο κατά τη θερινή περίοδο, είχαν αποτυπωθεί μέσα του όλες αυτές οι εικόνες εξάπτοντας τη μουσική του φαντασία. Έτσι κάθε φορά ανακάλυπτε την ποικιλομορφία της της μουσικής, η οποία μετουσιώνονταν σε ποικίλες μορφές δίνοντας σ’ αυτές και μια μουσική υπόσταση[2].
Επομένως, τόσο τα βιώματα που προέκυψαν από τη συνεχή επαφή με τη φύση όσο και το εσωτερικό του βλέμμα προς τον έναστρο ουρανό, το άπειρο του σύμπαντος, τη θάλασσα με τους ποικίλους ήχους, εμβάθυναν ολοένα και περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο και το ψυχισμό του μουσουργού επιδρώντας καταλυτικά, δημιουργικά και διεισδυτικά στη μουσική του.
Ενώ ο ίδιος ο Θεοδωράκης μας εξιστορεί στο βιβλίο Λόγου Χάριν, ότι με την απόκτηση ενός βιολιού, παρακινήθηκε να γράφει τραγούδια και μετέπειτα συμφωνικά έργα, συνδυάζοντας με επιτυχία και αρμονία τη συνεργασία ψυχής – αισθήσεων – μυαλού – λόγου και γνώσεων[3]. Κατά το Μίκη Θεοδωράκη, οι ήχοι των πλανητών, προέβαλαν μια μαγευτικότητα, ένα δέος, ένα μυστικισμό που τον πλημμυρίζει με χαρά, και ευφροσύνη, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται “ένα” με το Κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας.
Άλλωστε, όπως ο ίδιος υπογραμμίζει, αυτός είναι και ο βασικός λόγος της ύπαρξής του, δηλ η συνειδητοποίηση και η καταγραφή του ήχου από την συμπαντική αρμονία. Σ’ αυτό βασικό ρόλο, εκτός από τη μουσική, διαδραμάτισε η μεταφυσική, η θρησκεία και η φιλοσοφία. Στο υπαρξιακό ερώτημα, ποιος είμαι, από που έρχομαι και που οδεύω, τον οδηγούσε σε νέες αναζητήσεις, διότι ενώ απαντούσε στο βασικό ερώτημα για την ουσία και τον σκοπό της υπάρξεως, στη συνέχεια συνειδητοποιούσε ότι αποτελεί ένα μικροσκοπικό, ανεπαίσθητο αλλά στην ουσία ενεργητικό μόριο του Σύμπαντος με τη βασική αιτιολόγηση της αντανάκλασης του νόμου της Συμπαντικής Αρμονίας[4]. Με άλλα λόγια, ο ήχος, η Αρμονία και η Μουσική αποτελούν το συνδετικό κρίκο επανασύνδεσης του ανθρώπου με τα αρχέτυπα της Δημιουργίας, που δεν είναι άλλο από την Συμπαντική Αρμονία και το Χάος. Απεναντίας, για να υφίσταται η επικοινωνία και η επανασύνδεση θα πρέπει οι νόμοι του Χάους και της Αρμονίας να λειτουργούν ως ατομικές αντιθέσεις μέσα σε κάθε κύτταρο της κτίσης. Επομένως, κάθε δημιούργημα της κτίσης είναι δυνατόν να μεταφέρει εντός του, τους νόμους του Χάους και της Αρμονίας και κατά συνέπεια να ενεργεί αναλόγως της αντανάκλασης των Αρχετύπων, των οποίων ενδέχεται να έχουν “πρόσβαση” το Χάος και η Αρμονία αντίστοιχα[5].
Πριν ο μεγάλος μουσουργός καταλήξει στο παραπάνω αναφερθέν, προηγήθηκε η αναζήτηση του Θεού και σ’ αυτό οφείλεται στη γαλούχηση που έγινε από τον πατέρα του, καθώς ήταν εξαιρετικός γνώστης και μελετητής της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Οι βιβλικές ιστορίες του Δαυίδ, του Σολομώντα αλλά και η ποιητικότητα των κειμένων του Ιώβ και του Εκκλησιαστή, είχαν κατά τρόπο άμεσο και έμμεσο αντίκτυπο στο Θεοδωράκη επηρεάζοντας τη σκέψη και τη συμπεριφορά του[6]. Αποτελεί πλέον γεγονός ότι ο Γιαχβέ τον “φόβισε” ιδιαίτερα, διότι απαιτούσε από τον άνθρωπο απόλυτη υπακοή στον Δεκάλογο, χωρίς να αφήνει περιθώρια ανεξαρτησίας, ελεύθερης βούλησης και χρήσης του αυτεξούσιου[7]. Ο Γιαχβέ είναι ο κυρίαρχος του Ισραήλ και κύριος της δημιουργίας και τοποθετείται πάνω από όλους τους λαούς, πάνω από τους ουρανούς[8].
- Η ανάγλυφη προσωπική εμπειρία του συμπαντικού απείρου στο ψυχισμό του Μίκη Θεοδωράκη
Όπως προαναφέρθηκε στις δύο προηγούμενες ενότητες, ο Θεοδωράκης συνέβαλε και βίωσε τη θεωρία του για τη Συμπαντική Αρμονία με βάση τη διπλή εμπειρία. Πρώτον την ατενίζοντας τη νύχτα με τον ουράνιο θόλο, την κίνηση και τον σχηματισμό των άστρων, όχι κατά επιφανειακό τρόπο αλλά εσωτερικεύοντάς τα μέσα στον ψυχισμό του. Δεύτερον, παρατηρώντας την απέραντη θάλασσα, τη χροιά των ήχων ανάλογα με τον κυματισμό της θάλασσας κάθε φορά, και τη διάσταση της απειρότητας προσέδιδε στον Έλληνα μουσικοσυνθέτη μια πρωτότυπη και συγκεκριμένη μελωδική υπόσταση, ανακαλύπτοντας το βίωμα της Συμπαντικής Αρμονίας[9].
Κατά τον ίδιο, το σύμπαν είχε μια απειρότητα χαοτική και αρμονική, φανερώνοντας ένα διττό οντολογικό χαρακτήρα απείρου: την απρόσωπη και προσωπική όψη. Η σύνδεση με το άπειρο λαμβάνει τη μορφή της προσωπικής σχέσης, δηλ το άπειρο αποκτά πρόσωπο[10]. Όπως καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα στοιχεία δεν προσλαμβάνονται από το δημιουργό ως αφηρημένα σχήματα αλλά εκείνος τα συλλαμβάνει και τα βιώνει συγκεκριμενοποιώντας την αλήθεια με τον μοναδικό τρόπο της δικής τους έμπνευσης[11]. Αυτός ο συνδυασμός, καθώς και η σχέση του απέραντου της θάλασσας με το απέραντο του ουρανού, προσκαλούσε τον Μίκη Θεοδωράκη στη διαδρομή της σύλληψης, της επεξεργασίας και της ολοκλήρωσης της κάθε νέας μελωδίας[12], διότι η σχέση αυτών των δύο βιωμάτων, δηλ της οπτικής παρουσίας της απειρότητας του σύμπαντος και της ηχητικής παρουσίας της θάλασσας, προκαλούσαν μια μετουσίωση στον ψυχισμό του Έλληνα μουσουργού[13].
Η συνύπαρξη φόβου και θαυμασμού χαρακτηρίζει το βίωμα του δέους. Προκαλεί θαυμασμό και έλξη προς ό,τι τον φοβίζει. Αυτή η εμπειρία του φόβου και του δέους που εμπερικλείει τον Μίκη Θεοδωράκη, έχει ως αντικείμενό του το ιερό στοιχείο[14]. Κατά συνέπεια, η χαρά της εμπειρίας, η σχέση με το άπειρο και ένωση με το Κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας, μας επιβεβαιώνει τρία βασικά στοιχεία:
α. Η θεϊκή αίσθηση που προκύπτει από την ένωση με το Κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας φανερώνει μια υποκειμενική διάσταση, διότι λαμβάνει υπόψη τον τόνο της προσωπικότητας του μουσικοσυνθέτη[15].
β. Η ένωση με το Κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας μας δίνει τη χαρά και την πληρότητα του μουσικού έργου που γεννιέται. Το κέντρο μας ελκύει σαν μαγνήτης και εμείς, όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας, αισθανόμαστε αυτή τη δυνατή έλξη[16].
γ. Ο μουσουργός βιώνοντας αυτή την ένωση με τη Συμπαντική Αρμονία και έχοντας την ενεργητική επαφή με την απειρότητα της αρμονίας του σύμπαντος καταλαβαίνει ότι αυτός είναι και ο κύριος λόγος της ύπαρξής του[17].
Η προσέγγιση της εμπειρίας της ένωσης με το κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας, ο στοχασμός του Μίκη και η ανάγλυφη προσωπική εμπειρία του συμπαντικού απείρου στο ψυχισμό του μουσουργού, αναδεικνύουν τρία σημαντικά οντολογικά στοιχεία: α. Η οντολογική σχέση του συγγραφέα με το άπειρο, β. Η ποιότητα του απείρου από τη φύση της υπερβαίνει ως συμπαντική απειρότητα, τη συνθήκη μέσα στην οποία ο δημιουργός υπάρχει ως περατό ανθρώπινο ον. γ. Χάρη στον οίστρο της έμπνευσης, η ένωση με την αρμονία του σύμπαντος υποκειμενοποιεί την επαφή με το αρχέτυπο της μουσικότητας[18]. Συνεπώς, με βάση αυτά τα τρία οντολογικά στοιχεία, καταλαβαίνουμε “ότι η υπαρξιακή ένωση του Μίκη Θεοδωράκη με την αρμονία του σύμπαντος πραγματοποιείται στο εσωτερικό της σχέσης του μουσικού του κόσμου με το άπειρο”[19].
Ιωάννης Βελιτσιάνος,
Διδάκτωρ Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
[PhD, Msc, Msc.]
Θεολόγος – Φιλόλογος
Η συνέχεια του άρθρου, θα δημοσιευτεί στις 1/12/2022
[1] Τριαντάφυλλου Σερμέτη, “Η Θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας και η Αξία του Μουσικού Έργου του Μίκη Θεοδωράκη”, https://independent.gr/
[2] Μίκης Θεοδωράκης, (2006), σ. 11.
[3] Όπ.π., σ. 12.
[4] Όπ.π., σ. 17.
[5] Όπ.π., σ. 13.
[6] Όπ.π., σ. 17.
[7] Μίκης Θεοδωράκης, (2006), σ. 17.
[8] Ψαλ. 113 (112), 4-5.
[9] Δόικος, Π., Ο Μίκης Θεοδωράκης και η θεωρία της συμπαντικής αρμονίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2022, σ. 15.
[10] Όπ.π., σ. 48.
[11] Δόικος, Π., (2022), σ. 86.
[12] Όπ.π., σ. 46.
[13] Βλ. Περισσότερα, Μίκης, Θεοδωράκης, Μονόλογοι στο λυκαυγές, πρόλογος Γιώργος Κασιμάτη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, εκδ. Ιανός 2017, σσ. 75-78.
[14] Δόικος, Π., (2022), σ. 66. Θεοδωράκης, Μ., (2017), σσ. 154εξ.
[15] Δόικος, Π., (2022), σ. 75.
[16] Όπ.π., σ. 77.
[17] Όπ.π., σ. 79.
[18] Όπ.π., σσ. 101-103.
[19] Όπ.π., σ. 104.