Η Γερμανία της δεκαετίας του ΄50 φάνταζε σαν ο παράδεισος για να μπορέσει κάποιος να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια της Ελλάδας και ιδίως των χωριών και αυτών ακόμα των πόλεων.
Μια εξιστόρηση εκτός από την προσωπική αίσθηση παράγει και στοιχεία αξιόλογα και για έναν μελετητή.
Έτσι και το κείμενο του Ιωάννη Μπουρουζίκα αναδύει μια αγωνία για την οικονομική πρόοδό του, μια σχέση με την οικογένειά του και κυρίως με τη μάνα, μια θλίψη για τις συμφορές, αλλά και μια εμπιστοσύνη στην εργασία και στην πρόοδο που μπορεί να ακολουθήσει.
Η Γερμανία υποδέχτηκε ένα πλήθος μεταναστών που τα λιγοστά υπάρχοντά τους χωρούσαν σε ένα μικρό τρύπιο και πρόχειρα ραμμένο τσουβάλι.
Η καθημερινή ζωή, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα ιχνηλατείται και τα κομμάτια έρχονται να δέσουν το παζλ των επιλογών του Μπουρουζίκα. Η Κατερίνη του ’60 με τις πρώτες βιοτεχνίες, τις παραγωγές και κυρίως των αρχών του ’70 με την αντιπαροχή έδινε την οικονομική προοπτική σε αυτούς που ρίσκαραν και συγχρόνως έβλεπαν πιο μακριά.
Έτσι η αφήγηση του Μπουρουζίκα μας ανοίγει ένα μικρό φως σε μια εποχή που περίμεναν, οι οικογένειες που έμειναν πίσω, τα μάρκα, και η Ελλάδα τα κεφάλαια που θα θεμελίωναν μια νέα πόλη, μια αισιόδοξη κατάσταση με την επακόλουθη ανάπτυξη του εμπορίου και της ζωής.
Το μικρό βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, γιατί καθένας μας έχει βιώσει κομμάτια των αναφορών του.