Του Γιάννη Κορομήλη
Β΄. Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΜΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ PISA ΤΟΥ ΟΟΣΑ
Είναι γεγονός το ότι οι κυβερνήσεις – όλες, κατά κανόνα- με εξαίρεση εν μέρει την προσπάθεια Λουκή Ακρίτα, Ευ. Παπανούτσου παλιότερα και αυτή της Άννας Διαμαντοπούλου, πιο πρόσφατα- δεν έδωσαν στη χώρα το εκπαιδευτικό σύστημα που χρειαζόταν. Αντίθετα μάλιστα. Διαχρονικά η Παιδεία μας πήγαινε προς τα πίσω παρά προς τα μπρος. Και τούτο φαίνεται καθαρά από τις επιδόσεις των 15χρονων Ελλήνων μαθητών στους διαγωνισμούς Pisa του ΟΟΣΑ που γίνονται κάθε τρία χρόνια από το 2000 μέχρι τώρα . Οι διαγωνισμοί έγιναν το 2000, 2003, 2006, 2009, 2012, 2015, 2018.
Τα αποτελέσματα του δημοσιοποιούνται ένα περίπου χρόνο αργότερα.
Συμμετέχουν 70 πάνω κάτω χώρες. Και η Ελλάδα κατατάσσεται σε εκείνες που πετυχαίνουν τις χαμηλότερες του Μ.Ο επιδόσεις . Μάλιστα δε οι Έλληνες μαθητές σε κάθε νέο διαγωνισμό καταλαμβάνουν χαμηλότερη θέση απ΄αυτή του προηγούμενου, Δεδομένου ότι στόχος του Pisa και του ΟΟΣΑ είναι να βελτιώνονται οι επιδόσεις των μαθητών σε κάθε νεώτερο διαγωνισμό, οι δικοί μας πετυχαίνουν το αντίθετο. Εμείς ως λαός αυτοχαρακτηριζόμαστε έξυπνος. Όχι άδικα ίσως. Όμως οι διαγωνισμοί Pisa μας διαψεύδουν. Για να μην αναφέρουμε αναλυτικά κάθε διαγωνισμό αναφερόμαστε στα στοιχεία που επεξεργάστηκαν και την ποιοτική τους ανάλυση παρουσίασε ο ΟΟΣΑ. Στο διαγωνισμό του 2012 η Ελλάδα βρέθηκε στην τρίτη και τελευταία ομάδα χωρών με μέση επίδοση χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Μεταξύ 65 χωρών στην κατανόηση κειμένου η Ελλάδα βρέθηκε στην 39η θέση και στα Μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες στην 41η. Γιατί άραγε παρουσιάζεται αυτή η αντίφαση μεταξύ αυτού που εμείς πιστεύουμε και εκείνου που οι διαγωνισμοί αποδεικνύουν εμπράκτως;
Θάλεγε κανείς ότι συμβαίνει ένα από τα δύο. Ή εμείς τρέφουμε αυταπάτες δεν είμαστε δηλαδή τόσο έξυπνοι όσο μας αρέσει να βαυκαλιζόμαστε ή οι συγκεκριμένοι διαγωνισμοί «δεν είναι στα μέτρα μας». Δηλ. τα ελληνόπουλα δεν διδάσκονται αυτά που οι διαγωνισμοί ζητούν που τους μαθητές να γνωρίζουν. Μ΄άλλα λόγια το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι «ελλειμματικό». Το πρώτο είναι αρκετά ασαφές και δυσαπόδεικτο. Το δεύτερο μπορεί να αξιολογηθεί.
Το πρώτο αναφέρεται κατά βάση στο IQ. Στο δείκτη νοημοσύνης δηλαδή. Και ως προς αυτό εκτιμάται πως οι Έλληνες ανήκουμε στους λαούς με υψηλό σχετικά δείκτη νοημοσύνης. όμως η Παιδεία και η εκπαίδευση δεν στηρίζονται μόνο σ΄αυτόν τον δείκτη. Προϋποθέτουν και άλλες ικανότητες. Όπως η συναισθηματική νοημοσύνη, κοινωνική και πνευματική νοημοσύνη, δεξιότητες που δεν προσδιορίζονται από το γνωστό μας IQ. Άρα δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει αντίφαση εξαιτίας του γεγονότος αυτού.
Το δεύτερο αφορά στο τι διδάσκονται τα Ελληνόπουλα και στο τι εξετάζεται στους διαγωνισμούς. Πράγματι στο σημείο αυτό εντοπίζονται σοβαρές διαφορές. Στο διαγωνισμό του 2015 (τα αποτελέσματα του 2018 θα δημοσιοποιηθούν του χρόνου) οι Έλληνες μαθητές κατέλαβαν την 43η θέση. Δεν «πάτωσαν» βέβαια αλλά βρέθηκαν κάτω από το μέσο όρο και λίγο χαμηλότερα από το 2012. Η επίκουρος καθηγήτρια Χρύσα Σοφιανοπούλου, υπεύθυνη για το διαγωνισμό στην Ελλάδα, εξηγεί την αντίφαση που προαναφέραμε ως εξής: « ..Αυτά που ρωτάει τους μαθητές το Pisa είναι πράγματα που αυτοί δεν γνωρίζουν. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ίδιο το γνωστικό αντικείμενο δηλαδή τα Μαθηματικά, τη Φυσική ή τη Χημεία (…). Το συμπέρασμα επομένως είναι, ότι αυτό που λείπει από τους Έλληνες μαθητές δεν είναι η θεωρητική γνώση. Αλλά η σύνδεση της με την καθημερινότητα».
Ιδού λοιπόν που «πάσχουμε» εκπαιδευτικά. Επιμένουμε πολύ στο θεωρητικό μέρος και λίγο ή καθόλου στην πράξη, στα καθημερινά προβλήματα. «Το Pisa- εξηγεί η κα Σοφιανοπούλου- έχει ένα πολύ συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο. Κι αυτό λέει ότι η γνώση που παίρνουν οι μαθητές από το σχολείο πρέπει να συμβάλει στη διαμόρφωση τους ως σύγχρονοι πολίτες. Ό,τι θα πρέπει επίσης να έχουν αποκτήσει δεξιότητες για να έχουν την ιδιότητα του πολίτη με την κριτική σκέψη που απαιτείται κ.λ.π. Εμείς δίνουμε ένα πλήθος ακαδημαϊκών γνώσεων και τα παιδιά τελειώνοντας το Λύκειο απλώς έχουν σχηματοποιήσει αυτή τη θεωρητική γνώση». Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές μας δεν έχουν μάθει να εφαρμόζουν τις θεωρητικές τους γνώσεις σε ένα πρακτικό πρόβλημα.
Συνεχίζεται…